Από το προηγούμενο ταξίδι έχουν περάσει λιγότερο από δυο χρόνια. Από Δεκέμβρη 1995 σε Νοέμβρη 1997. Κι όμως πολλά έχουν αλλάξει. Το καλοκαίρι του 1996 έχουμε διοριστεί στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και εγώ και η Μαρία. Εγώ στο Διδυμότειχο, εκείνη στον Άγιο Στέφανο όπου μένει μαζί με τα παιδιά. Δύσκολη η κατάσταση οπότε αποφασίζουμε να πάρει απόσπαση για τον Έβρο (εγώ είχα διοριστεί με τον νόμο για τα δυσπρόσιτα, πράγμα που σήμαινε πως αυτόματα για τρία χρόνια δεν μπορούσα να μετακινηθώ απ' το σχολείο μου). Το 1997 έρχεται κι η Μαρία και τοποθετείται στο ΤΕΛ Ορεστιάδας. Αρκετά από τα παρακάτω τα έχω ξαναγράψει, μάλιστα κάποια είναι αντιγραφή από τα παλιότερα άρθρα, αλλά εδώ θα μπουν κι άλλες λεπτομέρειες!
Μέχρι το 1997 δεν είχα επαφή με την Τουρκία παρά μόνο απ' ό,τι άκουγα από τα ραδιόφωνα και την τηλεόραση (και στο χωριό ακούγαμε πιάναμε τούρκικη ραδιοφωνία και πολύ περισσότερο τηλεόραση). Την Τουρκία την έβλεπα από την παραλία που έκανα μπάνιο στη Μυτιλήνη αλλά είναι κάμποσα μίλια μακριά (6 με 17). Το 1996 όμως βρίσκομαι πολύ κοντά της όταν φτάνω στο Διδυμότειχο. Και δεν ήταν μόνο κοντά σαν απόσταση (ο δρόμος σε κάποια σημεία περνάει ακριβώς δίπλα απ' τον ποταμό που χωρίζει τις δυο χώρες, όταν πηγαίναμε για βόλτα στην Τσίγλα βλέπαμε απέναντι τον Τούρκο τον σκοπό, φτάναμε μέχρι τα σύνορα στις Καστανιές κλπ, οι μιναρέδες του μεγάλου τζαμιού (Σελιμιγιέ) της Αδριανούπολης φαίνονταν από πάρα πολλά σημεία που κυκλοφορούσαμε) αλλά ήταν και συχνά πυκνά στις συζητήσεις των ντόπιων που ήταν επηρεασμένοι από τη γειτνίαση!
Τον Νοέμβρη του 1997 διοργανώνεται μια εκδρομή συναδέλφων της Ορεστιάδας προς τη γειτονική χώρα. Η Μαρία που πήγαινε εκεί το μαθαίνει κι αποφασίζουμε να συμμετάσχουμε κι εμείς. Το πρόγραμμα έλεγε αναχώρηση Σάββατο στις 8:30 από Ορεστιάδα ώστε να είμαστε στις Καστανιές με το άνοιγμα του τελωνείου στις 9, να πάμε να δούμε την Αδριανούπολη. Επειδή το τελωνείο έκλεινε στις 11 Σαββατοκύριακα και αργίες (και στη μία το μεσημέρι τις καθημερινές) δεν μπορούσαμε να γυρίσουμε απ' τον ίδιο δρόμο αλλά θάπρεπε να γυρίσουμε από Κήπους. Οπότε κανονίστηκε μετά να πάμε μέχρι Σηλυβρία για μεσημεριανό! Τώρα γιατί να πάμε 170 χιλιόμετρα μακριά για φαγητό, όσο κι αν με τον αυτοκινητόδρομο θέλαμε μόνο κάνα δίωρο, αυτό ήταν τελείως τρελό, αλλά κάποιοι το σκέφτηκαν έτσι, μάλλον ο προϊστάμενος του γραφείου εκπαίδευσης που θα ερχόταν μαζί μας και θα μας έκανε και ξενάγηση μιας και πήγαινε τακτικά στην Τουρκία και ήξερε και τούρκικα. Γιατί στον πηγαιμό δεν θα μας φαινόταν η διαδρομή λόγω αυτοκινητόδρομου, αλλά στην επιστροφή θα ήταν μπόλικος ο χρόνος.
Σάββατο πρωί στις 8:15 φτάνουμε με τ' αυτοκίνητό μας απ' το Διδυμότειχο. Μας βλέπουν κάποιοι συνάδελφοι που ήταν ας πούμε οργανωτές και μας κράζουνε. Τέτοια ώρα ήρθατε; Μα οκτώμισι είναι η αναχώρηση, είμαστε και πιο μπροστά. Όχι, γιατί θα πρέπει να φτιαχτούν καταστάσεις με τα ονόματα όλων αυτών που θα συμμετάσχουν και τους αριθμούς διαβατηρίων τους. (Και μάλιστα εις τριπλούν, τουλάχιστον, μια για τον έλεγχο της εξόδου, μια για την επιστροφή και μια να την έχει ο οδηγός για τυχόν έλεγχο). Δεν τις είχαν φτιάξει από πριν για να ξέρουν, λέει, μήπως κάποιος δεν έρθει τελικά.
Τις καταστάσεις τις φτιάχναν σε υπολογιστή άρα μπορούσαν να έχουν καταγράψει τα στοιχεία και το πρωί βλέπεις αν κάποιος δεν ήρθε και τον σβήνεις. Πιθανά απ' το γραφείο το είχαν ξεχάσει. Και δεν έφτανε αυτό, όταν ετοιμάστηκαν κάποια στιγμή οι καταστάσεις, (μετά τις οκτώμισι που ήρθαν οι τελευταίοι, μην πω πως είχε και κάποιους καθυστερημένους) είδαν πως δεν λειτουργούσε ο εκτυπωτής. Αμάν, τι κάνουμε τώρα. Η λύση βρέθηκε. Το αρχείο σε δισκέτα, το πήρε κάποιος συνάδελφος που δούλευε στο γραφείο εκπαίδευσης και είχε τα κλειδιά μαζί του, πήγε μέχρις εκεί, τις τύπωσε και γύρισε. Έτοιμοι να φύγουμε κι η ώρα έχει πάει 9.
Φτάνουμε στις Καστανιές. Μας βλέπουν απ' τον έλεγχο και μας ρωτάνε πού πάμε. Τους λέμε. Μα από δω δεν περνάμε λεωφορεία. Ακόμα κι αν σας περάσουμε εμείς δεν θα συμφωνήσουν οι Τούρκοι (μιας και ο σταθμός διέλευσης είχε υποβαθμιστεί από την Ελλάδα κι ήταν ανοικτός για λίγες ώρες, είπαν κι οι Τούρκοι πως θα έχουν το βασικό προσωπικό, σιγά μην είχαν κόσμο να ελέγχει λεωφορεία). Σε μια απέλπιδα προσπάθεια μπας και γίνει κάτι και περάσουμε, παίρνει τον προϊστάμενο και τον οδηγό μ' έν' αυτοκίνητο του σταθμού και πάνε να μιλήσουν με τους Τούρκους. Που σιγά μην δεχόντουσαν. Δεν περνάς κυραΜαρία. Το πρακτορείο έπρεπε να το ξέρει αλλά...
Αφού δεν περνάμε από κει, παίρνουμε τον δρόμο της επιστροφής προς Ορεστιάδας και συζητάμε τι θα γίνει. Η λύση που προτείνεται είναι να πάμε από Κήπους και μιας και θα είχαμε απομακρυνθεί απ' την Αδριανούπολη κι η ώρα είχε περάσει, να συνεχίσουμε για τη Σηλυβρία. Συμφωνούμε (αφού είχαμε ξεσηκωθεί) οπότε ζητάω περνώντας απ' την Ορεστιάδα να πάρω το αυτοκίνητο και να τ' αφήσω στο Διδυμότειχο ώστε το βράδυ να μην χρειάζεται να κάνω διπλή διαδρομή. Μαζί μου ακόμα ένας που έχει έρθει από Διδυμότειχο.
Ενώ το αίτημα φαίνεται λογικό (κι απλό) απορρίπτεται μετά πολλών επαίνων. Θα καθυστερήσουμε, λένε. Μπαίνοντας στην Ορεστιάδα όμως, σταματάμε στο γραφείο να ενημερώσουν και κάτι να φτιάξουν στα χαρτιά οπότε πεταγόμαστε κι οι δυο έξω και τρέχουμε στ' αυτοκίνητα. Μας απειλούν πως δεν θα μας περιμένουν κι έτσι τρέχουμε όσο μας παίρνει. Το λεωφορείο φεύγει πίσω μας κι ο οδηγός μας κυνηγάει όσο μπορεί. Ίσα που φτάνουμε στο Διδυμότειχο, αφήνουμε τ' αυτοκίνητα όπως όπως και πάμε στο σημείο που τους είπαμε και νάτοι που φτάσανε. Με την ψυχή στο στόμα μπαίνουμε στο λεωφορείο και συνεχίζουμε.
Στο σταθμό των Κήπων φτάνουμε κατά τις εντεκάμισι. Περνάμε διαβατήρια, αλλά ευκαιρία να πάνε και στο ντιούτιφρι. Κάνουμε διάλειμμα μέχρι τις 12 (μας χρειαζόταν μετά από τόσες ώρες που καθόμασταν στο λεωφορείο.
Περνάμε τη γέφυρα και βρισκόμαστε σε τούρκικο έδαφος. Ξανά έλεγχος διαβατηρίων, άλλη καθυστέρηση κι αφού ολοκληρώνεται η διαδικασία έτοιμοι να φύγουμε. Δεν προλαβαίνουμε να αφήσουμε το χώρο, μας σταματάει ένας τσανταρμάς (στρατοχωροφυλακή το λένε, στην Τουρκία υπάρχει η αστυνομία κι η χωροφυλακή όπως ήταν κάποτε και στην Ελλάδα, τι ευθύνες έχει η κάθε μια δεν ξέρω) μπαίνει στο λεωφορείο, παίρνει την κατάσταση και περνάει να μας δει έναν έναν. Τελειώνει, φεύγει κι επιτέλους αρχίζουμε να κινούμαστε μέσα στην Τουρκία,
Παρένθεση: Το σκηνικό με το σταμάτημα για έλεγχο επαναλήφθηκε δυο - τρεις φορές ακόμα. Μετά από κάποιο διάστημα, το Πάσχα του 98 πηγαίνουμε με το αυτοκίνητό μας από Διδυμότειχο προς Αλεξανδρούπολη και καθώς περνάμε από τη Μάνδρα, ένα σταυροδρόμι ανάμεσα Λάβαρα - Σουφλί, μας σταματάνε αστυνομικοί για έλεγχο. Είχαν μόνιμο παρατηρητήριο σ' εκείνο το σημείο, αλλά δεν είχε τύχει να μας σταματήσουν ξανά (ούτε και μου ξανάτυχε αργότερα). Τα παιδιά ψιλικοιμούνται πίσω, έρχεται ο αστυνομικός (ή συνοριοφύλακας; υπήρχαν τότε; δεν θυμάμαι) και κοιτάζει απ' το παράθυρο ποιοι είναι μέσα στο αυτοκίνητο. Η Ειρήνη ξυπνάει και τον βλέπει. Δεν λέει τίποτα εκείνη τη στιγμή αλλά με το που απομακρυνόμαστε λίγο, ρωτάει: Γιατί μπήκαμε στην Τουρκία; Τόσο της είχε κάνει εντύπωση ο έλεγχος από αστυνομικούς, κάτι που δεν είχε ξαναδεί στην Ελλάδα. Κλείνει η παρένθεση.
Βλέπουμε την Τουρκία από τα τζάμια του λεωφορείο. Στην Ραιδεστό (Τεκίρνταγκ στα τούρκικα - Tekirdağ) κάνουμε στάση για κάνα τέταρτο να ξεμουδιάσουμε. Είμαστε δίπλα στη θάλασσα σ' ένα "Çay Bahçesi", ας πούμε τούρκικη καφετέρια (στην Τουρκία δεν συνηθίζεται ο καφές που είναι ακριβός αλλά το τσάι που έχουν δική τους παραγωγή). Θα μπορούσαμε να σταματήσουμε εκεί και να είναι αυτός ο προορισμός μας, όμως είχαμε πει για Σηλυβρία. Έτσι μόλις παίρνουμε δυο τζούρες θαλασσινό αέρα και φύγαμε.
Στη Σηλυβρία φτάνουμε στις 15:30. Μας λένε πως θα φύγουμε σε μια ώρα. Διαμαρτυρίες και η μια ώρα γίνονται δυο. Μας συστήνουν ν' ακολουθήσουμε τον προϊστάμενο που ξέρει τα κατατόπια για να πάμε να φάμε σε μια ταβέρνα με φρεσκότατο ψάρι και σε εξαιρετικές τιμές. Το συζητάμε με τη Μαρία και λέμε πως δεν κάναμε τόσο ταξίδι για να πάμε να φάμε και μόνο. Φεύγουμε από κάποιους δρόμους προς την παραλία.
Αλλά καθώς δεν ξέραμε τους δρόμους (να θυμίσω πως τότε δεν υπήρχαν τζιπιές κι άλλα τέτοια καλούδια) πέφτουμε πάνω στην ομάδα των συναδέλφων που θα κάθονταν για φαγητό. Μας φώναξαν, τι να κάνουμε, καθίσαμε κι εμείς. Το ψάρι αν ήταν φρέσκο δεν μπορώ να το ξεχωρίσω, από τιμές καθόλου φτηνά δεν ήταν αλλά το κυριότερο μέχρι να κάτσουμε, να μας σερβίρουν, να φάμε, να πληρώσουμε ήρθε η ώρα για να φύγουμε.
Πάμε στο λεωφορείο αλλά σιγά που είχαν έρθει οι υπόλοιποι. Μέχρι να μαζευτούμε πάει άλλο ένα μισάωρο. Που καθόμαστε χωρίς να μπορούμε να δούμε κάτι, απλά και μόνο περιμένοντας. Τέλος πάντων, παίρνουμε τον δρόμο της επιστροφής. Στη Ραιδεστό κάνουμε πάλι στάση, όχι όμως μέσα στην πόλη, την περνάμε απ' έξω και σταματάμε σ' ένα μαγαζί για ψώνια.
Φτάνουμε στα σύνορα εντελώς νύχτα πια, ξανά οι διαδικασίες εξόδου και εισόδου. Ολοκληρώνονται και επιστρέφουμε στο Διδυμότειχο αργά το βράδυ. Ευτυχώς που το αυτοκίνητο ήταν εκεί, έτσι κατεβήκαμε κι ολοκληρώθηκε η εκδρομή μας.
Η εκδρομή αυτή για μένα ήταν σκέτη αποτυχία. Ναι μεν είδαμε ένα μεγάλο μέρος της Ευρωπαϊκής Τουρκίας αλλά μέσα από το λεωφορείο. Είδαμε πως η ανατολική και η δυτική Θράκη μοιάζουν πολύ, (εντάξει, η ανατολική είναι με πολύ πιο χαμηλό ανάγλυφο). Δεν μπορέσαμε όμως να πάρουμε μυρωδιά πώς είναι οι άνθρωποι. Πάντως, καταλάβαμε πως δεν είναι τίποτα το φοβερό το να βρεθείς απ' την άλλη μεριά των ελληνοτουρκικών συνόρων κι έτσι αποφασίσαμε να το ξανακάνουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Απόψεις; Ιδέες; Αντιρρήσεις; Παραλλαγές;
Όλα ευπρόσδεκτα.