![]() |
Αυτή την έχω για ψάρι, άρα λίγη η μουστάρδα, πολύ η μαγιονέζα. Αριστερά πριν, δεξιά μετά. |
Αλήθεια, σος ή σως; Πολλού προτιμούν την δεύτερη εκδοχή που όμως δεν βλέπω το λόγο. Αν και μ' ένα ψάξιμο σε τρία λεξικά δεν βρήκα να την αναφέρουν ούτε με τη μια ούτε με την άλλη μορφή (α, να: μούρθε ιδέα να ψάξω στο χρηστικό της Ακαδημίας Αθηνών κι αυτό την έχει σος ουσ. (θηλ.) {άκλ.} & σως: ΜΑΓΕΙΡ. σάλτσα που σερβίρεται κυρ. με φαγητά: γλυκόξινη ~. ~ βινεγκρέτ/γιαουρτιού/κρασιού/λεμονιού/μαγιονέζας/ροκφόρ. Πβ. ντρέσινγκ.|| (κατ' επέκτ.) ~ σοκολάτας/φράουλας. Βλ. γαρνίρισμα, επικάλυψη, σιρόπι. ● ΣΥΜΠΛ.: σος/σάλτσα ταρτάρ βλ. ταρτάρ [< γαλλ. sauce]) άρα εγώ έχω δίκιο. Πάμε και στην ουσία. Γενικά οι σάλτσες μ' αρέσουν στα φαγητά. Κι αν γίνονται κι εύκολα αυτό μ' αρέσει ακόμα παραπάνω. Αρκετά παλιά είχα ανεβάσει μια εύκολη εκδοχή για εύκολη σάλτσα, παρόμοια είναι κι αυτή που θα βάλω σήμερα, αυτή είχε κέτσαπ και ταίριαζε πιο πολύ σε λαχανοσαλάτα.