Φλεβάρης του 99. Τριήμερο της αποκριάς. Πάλι ανακοινώνονται εκδρομές στο εξωτερικό από τα γραφεία στο Διδυμότειχο. Η πρώτη ερώτηση που κάνω είναι κατά πόσο θα πραγματοποιηθούν, η θ' ακυρωθούν κι αυτές οι εξαγγελίες. Όχι, μου λένε, θα γίνουν σίγουρα και μάλιστα θα υπάρχουν δυο λεωφορεία, ένα που θα φύγει πολύ νωρίς το πρωί του Σαββάτου κι ένα που θα φύγει κατά το μεσημέρι (τελικά πρέπει να ήταν 4 λεωφορεία ή και περισσότερα). Δηλώνουμε εμείς οι τέσσερεις, ενδιαφέρεται κι η Κρυσταλλία μ' έναν άλλο συνάδελφο και ξεκινάμε. Τόσο νωρίς που κατά τις 7:30 είμαστε ήδη στο ξενοδοχείο. Το πρόγραμμα προέβλεπε για μας τους πρωινούς ξενάγηση στην πόλη. Εγώ έκρινα πως η Φιλιππούπολη (σημερινό Πλόβντιβ) δεν είχε τόσο ενδιαφέρον κι έτσι πρότεινα να φύγουμε για Σόφια (που δεν ήταν στο πρόγραμμά μας). Κι έτσι κι έγινε. Με το τακτοποιηθήκαμε στο ξενοδοχείο πάμε στο σιδηροδρομικό σταθμό και δρόμο για τη Σόφια.
Με το που φτάνουμε εκεί, μιας κι ο σταθμός απέχει κάμποσο απ' το κέντρο, λέμε να πάρουμε τραμ. Για το τραμ χρειαζόμαστε εισιτήρια. Κάποιοι παππούδες - γιαγιάδες πουλάνε. Είμαστε 4 μεγάλοι και 2 τα παιδιά σύνολο 6. Θα χρειαστούμε και εισιτήρια για την επιστροφή, αγοράζουμε μια δωδεκάδα. Μπαίνουμε στο τραμ, σε κάνα δυο στάσεις μπαίνουν ελεγκτές. Που είναι τα εισιτήρια; Νάτα. Μα αυτά δεν είναι χτυπημένα. Τόχα ξεχάσει τελείως από το 1978 που είχα ξαναπάει κι είχαν το ίδιο σύστημα: Με το που έμπαινες στο τραμ έπρεπε να βάλεις το εισιτήριό σου σε μια σχισμή και να κουνήσεις ένα χερούλι ώστε τα εισιτήρια ν' αποκτήσουν τρύπες. Κι ανάλογα το μέγεθος και τη διάταξη φαινόταν αν το είχες χτυπήσει σ' αυτό το όχημα ή όχι. Συγγνώμην του λέω, δεν το ήξερα και δεν μου το είπε κανένας. Όχι, πρέπει να πληρώσετε πρόστιμο. Βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου, δεν το ξέραμε, να που έχουμε αγοράσει 12 εισιτήρια για το πηγαινέλα, τίποτα αυτοί.
Σε λίγο μας κατεβάζουν απ' το τραμ να πάμε δεν ξέρω πού να πληρώσουμε το πρόστιμο. Εμείς στο πίτσι πίτσι, δεν ψηνόμαστε να πληρώσουμε (δεν είχαμε πρόθεση, απλά αφέλεια ήταν) κι αυτοί δεν ψήνονται να μας αφήσουν. Περνάει κάμποση ώρα, στο τέλος βλέπουν πως εμείς επιμένουμε, μας αφήνουν και φεύγουν. Μπαίνουμε στο επόμενο τραμ, χτυπάμε τα εισιτήρια (τώρα είχαμε μάθει, κι ας μην μας ξαναελέγξανε) και φτάνουμε στο κέντρο.
Πάμε στο ναό του Αλεξάντερ Νιέφσκι, τον κεντρικό με τους χρυσούς τρούλους, βλέπουμε από δίπλα την εκκλησία της Αγιαπαρασκευής των σαμαράδων (Храм „Света Петка Самарджийска“, στο πρώτο ταξίδι είχα μάθει να διαβάζω τα κυριλλικά γράμματα κι έτσι το Σαμαρτζίνσκα το έβγαλα και μούκανε εντύπωση) φάγαμε στα Γκούντις (ναι, είχε φτάσει μέχρις εκεί η χάρη τους), μπήκαμε στο Τσουμ (κάτι σαν το παλιό Μινιόν της Αθήνας, αλλά με ελάχιστα πράγματα μέσα) ήπιαμε και τον καφέ μας στην πλατεία και παίρνουμε το δρόμο του γυρισμού.
Εγώ κράταγα την βιντεοκάμερα κι η Μαρία μια μικρή φωτογραφική μηχανή. Στην τσάντα της έχει αφήσει (συμπτωματικά) πάνω πάνω τη θήκη της μηχανής. Στο τραμ μέσα της λέει μια κυρία πως η τσάντα της είναι ανοιχτή και να προσέχει γιατί κλέβουνε. Πριν την κλείσει κάνει έναν έλεγχο έλειπε η θήκη αλλά όχι πορτοφόλι ή κάτι τέτοιο. Προφανώς αυτός που έβαλε το χέρι του, έπιασε η μαλακιά θήκη, νόμισε πως ήταν πορτοφόλι κι απομακρύνθηκε με τα λάφυρα. Φτάνουμε στο σταθμό κι η Κρυσταλλία ανακαλύπτει πως κι η δικιά της τσάντα ήταν ανοιχτή. Κι από μέσα έλειπε το πορτοφόλι. Φεύγει αλαφιασμένη να πάει να ψάξει μήπως της έπεσε κάπου (και να της είχε πέσει, σιγά που θα το έβρισκε) ενώ εμείς γυρίζουμε προς το Πλόβντιβ.
Όταν επέστρεψε είχε το μαύρο της το χάλι. Τι είχε συμβεί. Στο πορτοφόλι μέσα είχε όλα τα λεφτά της. Το δεκαπενθήμερο που είχε πάρει πριν λίγες μέρες καθώς και κάποια υπόλοιπα από προηγούμενα. Τα πήρε μαζί της για σιγουριά, μην μπούνε στο σπίτι και της τα κλέψουνε. Και κάποιος στη Βουλγαρία έκανε την τύχη του με πάνω από 150 χιλιάδες δραχμές.
Το βράδι είχε φαγητό σε ταβέρνα ενώ την επομένη εκδρομή στο Μπόροβιτς (Боровец). Αυτό είναι ένα από τα μεγάλα χιονοδρομικά της Βουλγαρίας (που πάντα προωθούσε το χειμερινό τουρισμό). Εμείς σκι δεν ξέραμε αλλά κάναμε βόλτες στο χωριό δίπλα στο χιονοδρομικό, αγοράσαμε ένα πλαστικό φτυαράκι και τσούλαγαν τα παιδιά στο χιόνι, πήραμε το τελεφερίκ και κάναμε μια βόλτα μέχρι την κορυφή, μια χαρά περάσαμε. Να σημειώσω πως το πρωί καθώς πηγαίναμε, κάναμε μια στάση γιατί μιας και ήταν Κυριακή, ήθελαν κάποιοι ν' ανάψουν κερί σε μια εκκλησία. Κακό δικό τους, αρκετοί επέστρεψαν στο λεωφορείο και διαπίστωσαν πως τους είχαν κλέψει!
Το βράδι γυρίσαμε στο Πλόβντιβ, φαγητό σε άλλη ταβέρνα που είχε και μουσικοχορευτικό πρόγραμμα, ξεκούραση και το πρωί μετά το πρωινό (που είχε του κόσμου τα πράγματα, αλλά έπρεπε νάχεις χρόνο. Δεν υπήρχε περιορισμός πόσο και τι θα φας στο μπουφέ (όπως σε κάτι ονομαστά ξενοδοχεία), αλλά ό,τι τέλειωνε έπρεπε να περιμένεις αρκετά για να ξαναγεμίσει. Ερχόντουσαν 10 αυγά. Ήμασταν 100 άτομα. Πόσοι θα προλάβουν. Αφού έβλεπαν πως άδειαζε το πιάτο, έβαζαν να βράσουν άλλα 10 κοκ) το πρόγραμμα προέβλεπε ελεύθερο πρωινό για να φάμε κατά τις εντεκάμισι παραδοσιακά φαγητά της Καθαροδευτέρας (λαγάνες που κουβαλούσαμε μαζί μας, ψημένες από την Παρασκευή, ταραμοσαλάτα και τέτοια). Εμείς όμως είχαμε άλλο πρόγραμμα.
Βόλτα στην παλιά Φιλιππούπολη (Старият Пловдив). Στα σοκάκια με τα παλιά σπίτια και με τη θέα κάτω στην πόλη ολόκληρη. Περπατήσαμε κάμποση ώρα, κατάφερα και βρήκα (!) και την οικία Κουγιουμτζόγλου που στεγάζει το εθνογραφικό μουσείο της πόλης.
Όταν ολοκληρώσαμε, επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο την ώρα που είχα πει για αναχώρηση. Είχαν μείνει και κάτι λίγα από τα φαγητά, ρίξαμε κάτι στο στόμα μας να πούμε πως φάγαμε κι επιστρέψαμε σπίτια μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Απόψεις; Ιδέες; Αντιρρήσεις; Παραλλαγές;
Όλα ευπρόσδεκτα.