16 Ιουνίου 2023

Τουρκία και πάλι, συνέχεια

Είμαστε στην Κωνσταντινούπολη για πρώτη φορά, την έχουμε δει κάπως (τόσο μεγάλη πόλη που είναι η Πόλη, δεν μπορώ να πω πως την έχω δει ούτε και τώρα που πήγα και ξαναπήγα) και την Κυριακή το πρόγραμμα λέει επίσκεψη στην Αρετσού, το χωριό απ' το οποίο έφυγε πρόσφυγας ο παππούς της Μαρίας και μετά να προσπαθήσουμε να πάμε προς την Προύσα, μπας και βρούμε τον Ριζά. Έχουμε μάθει πως η Αρετσού σήμερα λέγεται Ντάριτζα (Darıca), έχουμε δει πού βρίσκεται (ξέραμε πως είναι κοντά σχετικά κι απ' την ασιατική μεριά, αυτά που μάθαμε ταίριαζαν), κοντά στο Γκέμπτζε (Gebze). Παίρνουμε το δρόμο, ανεβαίνουμε στη γέφυρα του Βόσπορου και κολλάμε για κάμποση ώρα εκεί, το απέναντι ρεύμα ήταν κλειστό, κάποιοι πέρναγαν σαν σε πορεία. Κάποια στιγμή καταφέρνουμε να περάσουμε, πληρώνουμε τα διόδια και βρισκόμαστε σε ασιατικό έδαφος!

Το σίγουρο που ξέραμε ήταν πως ο παππούς δούλευε σε τσιμεντάδικο πριν φύγει, γι' αυτό και πήγε στη Δραπετσώνα να δουλέψει σε αντίστοιχο εργοστάσιο. Μπαίνοντας στο χωριό βλέπουμε πως υπάρχει τσιμεντάδικο. Καλά είμαστε, λοιπόν. Lafarge σήμερα η εταιρία που το έχει, βλέπουμε ένα σιλοφόρο της και το ακολουθούμε, φτάνουμε μέχρι την πύλη. Αλλά μέχρις εκεί. έξω απ' το εργοστάσιο δεν υπάρχει τίποτα. Ο πεθερός μου μας έχει πει πως ο πατέρας του του είχε πει (😀 - όλα από ακοής, ο ίδιος είχε γεννηθεί στο Λαύριο που ήταν η πρώτη τους εγκατάσταση στην Ελλάδα) πως το σπίτι τους ήταν κάπου κοντά στη θάλασσα, δίπλα ήταν λοκάντα (εστιατόριο) με τρεις μουριές και τέτοια σημάδια καθώς και για ένα σχολείο αλλά εμείς δεν βλέπαμε τίποτα.

Γυρίζοντας προς τα πίσω βλέπουμε κάτι που μας μοιάζει με σχολείο. Σταματάμε και κοιτάμε και γρήγορα μαζεύονται γύρω μας μια ομάδα πιτσιρικάδες. Προσπαθούμε να τους πιάσουμε κουβέντα να τους ρωτήσουμε, αλλά σε ποια γλώσσα; Εμείς από τούρκικα σχεδόν τίποτα (εγώ μπορούσα να κουλαντρίσω μερικές λέξεις, αλλά άσχετες μεταξύ τους, ό,τι ήξερα απ' το χωριό, πολλές τις ήξερα και παραφθαρμένες) και τα τουρκάκια από ελληνικά δεν σκάμπαζαν. Σκεφτόμαστε να χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα που ξέρουν όλοι:
- Ντου γιου σπικ ίνγκλις;
- Γιες, γιες, μας απαντάνε όλο χαρά.
Αλλά όταν προσπαθούμε να ρωτήσουμε κάτι παραπάνω, η κουβέντα δεν προχωράει. Τα αγγλικά τους ήταν μέχρις εκεί.
Κάποιος όμως απ' τους γαβριάδες πρέπει να είχε επιφοίτηση, κάτι κουβεντιάζουνε μεταξύ τους, μας παίρνουν απ' το χέρι και μας τραβάνε προς το χωριό μέσα.

Βλέποντας την προθυμία τους, εγώ καθυστερώ σ' ένα μαγαζί να τους αγοράσω κάτι, τελικά παίρνω καμιά δεκαριά γλειφιτζούρια με σοκολάτα (Nes quick) ενώ οι υπόλοιποι προχωράνε και τους βλέπω να έχουν πιάσει κουβέντα με κάποιον. Πάω κοντά, μοιράζω τα γλειφιτζούρια (που δεν φτάσανε γιατί στο μεταξύ τα πιτσιρίκια πλήθυναν πολύ) κι ακούω τον άλλον να λέει:
- Έπαε ήντουνε χωριό μεγάλο.
Ώπα; Τι είν' αυτό. Ελληνικά και μάλιστα με κρητική προφορά. Ο Μουσταφά ήταν απόγονος τουρκοκρητικών.

Μας πήρε και μας ξενάγησε στο χωριό, μας έδειξε το παλιό σχολειό που είχε καεί κι έστεκε μόνο το κουφάρι του, μας πήγε μέχρι την παραλία που υποθέσαμε πού θα μπορούσε να ήταν το σπίτι του παππού, μας έδειξε πολλά και διάφορα, τόσα που δεν υπήρχε περίπτωση να τα μάθουμε από πουθενά.

Στο τέλος του λέμε πως θέλουμε να πάμε προς Προύσα, οπότε θα προχωρούσαμε προς Νικομήδεια (Ισμίτ - İzmit σήμερα). Μας λέει, μην είστε τρελοί, δίπλα από δω, στο Εσκίχισαρ (Eskihisar) φεύγει καραβάκι που σε περνάει απέναντι, κοντά στη Γιάλοβα (Yalova). Αλλιώς για να πας από Ισμίτ είναι πάνω από 100 χιλιόμετρα, χώρια την ώρα, χώρια την ταλαιπωρία. (Τώρα που ξανακοιτώ το χάρτη βλέπω πως έχουν φτιάξει γέφυρα που κάνεις την διαδρομή σε μισή ώρα και λιγότερο από 40 χιλιόμετρα. Τότε όμως δεν υπήρχε). Ωραία την βρήκαμε την ιδέα του, πάμε στο Εσκίχισαρ και μπαίνουμε στο φέριμποτ. Από τα μικρά, τα ανοιχτού τύπου ήτανε, αλλά μας έκανε εντύπωση: ήταν απ' αυτά που μπαίνεις απ' τη μια και βγαίνεις απ' την άλλη. Δεν είχαμε ξαναδεί τέτοια, τώρα τα περισσότερα είναι αυτού του τύπου, τότε έπρεπε να μπεις με την όπισθεν και να μανουβράρεις με τις οδηγίες του πληρώματος.

Περνάμε απέναντι, κάνουμε μια στάση για φαγητό (να κόψει κι η βροχή) και παίρνουμε το δρόμο για την Προύσα. Όταν κοντέβαμε πήραμε τηλέφωνο τον Ριζά, βρήκαμε το γιο του και συνεννοηθήκαμε με σπαστά ελληνικά, μας είπε πως είναι στο χωριό, οπότε αφού κάναμε μια βόλτα να δούμε την Προύσα πήγαμε στο Μπάσκιοϊ (Başköy) και τον συναντήσαμε.

Χάρηκε που μας είδε, ειδοποίησε τον αδερφό του (που μας κοίταζε καχύποπτα γιατί πολλά είχαν γίνει με απόγονους προσφύγων που πήγαν να βρουν θησαυρούς κι όταν τους βρήκαν δεν έδωσαν φράγκο στους νέους ιδιοκτήτες), τις αδερφές, τη μάνα του και γενικά όλο του το σόι.

Μείναμε με τις ώρες να κουβεντιάζουμε, αλλά κάποια στιγμή έπρεπε και να γυρίσουμε στην Πόλη. Μας πρότεινε να γυρίσουμε από τα Μουδανιά (Mudanya) που είχε καραβάκι, αλλ' αυτό ήταν μόνο για επιβάτες, δεν έπαιρνε αυτοκίνητα. Έτσι αποφασίζουμε να γυρίσουμε από Γιάλοβα που είχε απευθείας καράβι. Φεύγουμε και πάμε προς τα κει χωρίς να ξέρουμε το ώρες έχει καράβι. Φτάνουμε κατά τις 10:20 το βράδυ μπροστά απ' την είσοδο. Μας κόβουν εισιτήρια και μας κατευθύνουν προς τα πού θα πάμε για επιβίβαση. Μπαίνουμε στο καράβι από τους τελευταίους, έφευγε σε λιγότερο από 10 λεπτά, Κι ήταν καράβι ταχύπλοο, σαν το Κεντέρης που μπήκε στα ελληνικά δρομολόγια κάποιο φεγγάρι. Άλλη μια έκπληξη.

Το πλοίο μας μετέφερε σε λιγότερο από μιάμιση ώρα στη Κωνσταντινούπολη και μάλιστα έδενε στο Γενίκαπι Λιμάν, πολύ κοντά στο ξενοδοχείο.

Την επόμενη κάναμε μια τελευταία βόλτα στην Πόλη, επισκεφτήκαμε το Καπαλί Τσαρσί (Kapali Carsi) και πήραμε το δρόμο της επιστροφής μέσω Κήπων!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Απόψεις; Ιδέες; Αντιρρήσεις; Παραλλαγές;
Όλα ευπρόσδεκτα.