Καθώς έψαχνα φωτογραφίες για την πρώτη οικογενειακή επίσκεψη στις Βρυξέλλες έπεσα πάνω σε μία που η Μαρία κόβει μια πίτσα. Ατομική βεβαίως, βεβαίως, το μέγεθος (και το πάχος της ζύμης) στις πίτσες εκεί δεν ήταν να τη μοιραστείς με άλλον! Και θυμήθηκα τη φάση, πώς καταφέραμε να φάμε πίτσα στις Βρυξέλλες αργά το βράδυ. Και μετά θυμήθηκα άλλες παρόμοιες φάσεις. Κι ενώ στην αρχή σκέφτηκα να τη βάλω στο τέλος του προηγούμενου, τελικά αποφάσισα να την παρουσιάσω σήμερα χωριστά, αλλά μαζί με δυο τρία άλλα εστιατορικά ευτράπελα. Κι ο τίτλος μου παίζει με τη σημασία του έξω. Στη μια είναι έξω, εκτός σπιτιού, σε μαγαζί ενώ η άλλη είναι έξω, στο εξωτερικό. Όχι, δεν έχει την άλλη, που να είναι έξω στον κήπο!😀
Ιστορία πρώτη: Τον καιρό εκείνο στις Βρυξέλλες βρίσκονταν κι άλλοι φίλοι, στρατιωτικός ο μπαμπάς. Πήγαμε να τους δούμε κι είπαν οι άνθρωποι να μας πάνε σε πιτσαρία. Είμαστε στο σπίτι κάμποσες ώρες και ξεκινάμε κατά τις εννιάμισι. Μάλιστα, επειδή είχαν κι αυτοί παιδιά και δεν χωράγαμε όλοι σ' ένα αυτοκίνητο, ο Ηλίας θα κάνει δρομολόγια. Πάει τους πρώτους. Στην πιτσαρία που είχαν στο νου τους δεν τους δέχονται, έχει κλείσει η κουζίνα. Βρίσκουν μια άλλη. Καθίστε, τους λένε αλλά θα παραγγείλετε τώρα. Και για σας και γι' αυτούς που θα ρθούνε σε λίγο γιατί η κουζίνα κλείνει στις δέκα. Έρχεται να πάρει και μένα με τα παιδιά του. Πάμε και δεν προλαβαίνουμε να κάτσουμε, έρχονται οι πίτσες. Και δεν προλαβαίνουμε να τις φάμε καλά καλά και θέλουν τα πιάτα γιατί κλείνει και η λάντζα. Και να τοιμαζόμαστε να φύγουμε, δεν θα το ξενυχτήσουμε εκεί πέρα! Στις έντεκα και κάτι είμαστε στο δρόμο της επιστροφής. Ήταν η πρώτη φορά που συναντούσα κάτι τέτοιο (αλλά και η πρώτη που έτρωγα έξω στο εξωτερικό). Όταν πήγα στη Γερμανία, αυτό ήταν κανόνας, αλλά ήμουν ήδη προϊδεασμένος!
Ιστορία δεύτερη, κάμποσα χρόνια αργότερα στην μεγάλη αίθουσα Χόφμπροϊχάους (ναι, με δυο τόνους, ο πρώτος ο γερός Hofbräuhaus) της μπίρας Χόφμπροϊ. Το Μόναχο έχει 5 + 1 ετικέτες μπίρας και κάθε μια έχει το δικό της μαγαζί που σερβίρει (και βέβαια οι μπιραρίες, τα μαγαζιά δηλαδή που σερβίρουν μπίρα είναι αναρίθμητα, αλλά κάθε ένα σερβίρει μόνο μια μάρκα, Μοναχέσικη ή απ' τη γύρο περιοχή, ελάχιστα έχουν κάποια απ' τις πανγερμανικές, ο Βαυαροί δεν δέχονται τέτοια). Από τις εταιρικές μπιραρίες η κάθε μια έχει το δικό της στιλ. Πρώτη στις δικές μου προτιμήσεις η Χόφμπροϊχάους που μαζεύει εκατοντάδες ντόπιους και ξένους κι έχει και μουσική παραδοσιακή και γενικά η ατμόσφαιρα έχει κάτι απ' τα παλιά.
Αρκετά καλή είναι κι η μπιραρία της Αγκουστίνερ (Augustiner). Κόσμο μπόλικο, εξίσου φασαρία, αλλά το κλίμα της δεν μου κάνει. Κι είναι κι η Λέβενμπροϊ (Löwenbräu που την είχαμε κάποτε και στην Ελλάδα) που είναι τελείως ξενέρα (για μένα, επαναλαμβάνω). Οπότε όταν ήμουνα στο Μόναχο είχα καταλήξει να πηγαίνω στη Χόφμπροϊ και μόνο - αν και, δεν ήταν η μάρκα που προτιμούσα για το σπίτι (και όποτε πάω στο Βερολίνο πάλι στο δικό της χώρο συνήθως καταλήγω, αν και ο Δημήτρης μας πάει και σε τίποτα εναλλακτικά, να δούμε και καμιά άλλη). Να σημειώσω πως στη συγκεκριμένη μπιραρία η μπίρα σερβίρεται μόνο σε μεγάλο ποτήρι του ενός λίτρου (Μας Maß) το μεγάλο της αρχικής φωτογραφίας. Τα "μικρά", τα μισόλιτρα μόνο για άλλα είδη μπίρας για βάις μπίρα (weiss, σταρένια) ή ράντλερ (Radler - βασικά ανακατεύουν μισή μπίρα και μισή γκαζόζα) και κατ' εξαίρεση το πρωί (για τους τουρίστες).
Πάμε λοιπόν στην ιστορία μας. Τα χρόνια εκείνα του Μονάχου μου έρχονται δυο επισκέπτες από Θεσσαλονίκη. Έρχονται στο σπίτι κατά τις εννιάμισι το βράδυ. Τους ρωτάω αν θέλουν να φάμε κάτι εκεί ή να βγούμε έξω. Μπα, όχι, θα τσιμπήσουμε κάτι εδώ. Τι να ετοιμάσω, κάτσε και θα δούμε. Μετά τις 10 και κάμποσο μου σκάνε το παραμύθι. Πάμε σε καμιά μπιραρία. Τους εξηγώ πως τέτοια ώρα δεν προλαβαίνουμε να φάμε, μόνο μπίρα να πιούμε. Καλά, πάμε και θα δούμε. Πάμε και βλέπουμε. Μετά τις δέκα και μισή, μόνο μπίρα σερβίρουν. Α, και γλυκό. Φαγητό γιοκ (κι ας ήταν οι βιτρίνες γεμάτες που τ' αποσύραν εκείνη την ώρα). Βολεύτηκαν με κάνα μεγάλο μπρέτσελ, οι πωλήτριές τους δεν έκαναν διάλειμμα.
Αλλά δεν τους έφτανε αυτό το πάθημα. Περνάει η ώρα, η μπίρα καταναλώνεται κι ας είναι και μεγάλη και κατά τις δώδεκα παρά είκοσι λένε να παραγγείλουν κι άλλη μία. Ρε, σε λίγο κλείνουνε, 12 η ώρα θα μας πετάξουν έξω. Σιγά μωρέ, αφού σερβίρουν ακόμα. Παραγγέλνουν. Έρχονται τα δυο ποτήρια (του λίτρου υπενθυμίζουν). Πόσο πήγε η ώρα; Παρά τέταρτο; Άντε, να βάλω εγώ και σαράντα τρία, και τι άλλαζε; Στις παρά δέκα έρχεται το γκαρσόνι να πάρει τα ποτήρια. Μα, πάνε να διαμαρτυρηθούν αλλά ο άλλος δεν χαμπάριαζε. Τους πήρε τα ποτήρια από μπροστά και στις 12 βρισκόμασταν στο πεζοδρόμιο!
Κι άλλη μια γερμανική ιστορία σχετικοάσχετη με την ώρα κλεισίματος των μαγαζιών: Πρώτος καιρός στο Μόναχο. Βγαίνουμε για καφέ στη Μαρίνεπλατς, απέναντι από το δημαρχείο. Συνήθως ο καφές εκεί συνοδεύεται και με γλυκό (βασικά το γλυκό συνοδεύεται κάποιες φορές με καφέ, το μαγαζί γλυκά πουλάει). Μας τα σερβίρει η κυρία κι έρχεται η ώρα της πληρωμής. Πόσο χρωστάμε; 12 και κάτι ευρώ. Δίνω εικοσάρικο (ή μεγαλύτερο; δεν θυμάμαι). Μου επιστρέφει τα ρέστα σε χαρτονομίσματα και κέρματα και μου τ' ακουμπάει στο τραπέζι. Παίρνω το τάλιρο (αν ήταν από εικοσάρικο) να το βάλω στο πορτοφόλι, απλώνει η άλλη το χέρι μαζεύει τα κέρματα! Σοκ. Αλλά ντράπηκα να της πω κάτι.
Το συζήτησα με παλιούς κι έμαθα. Αφού δεν τα μάζεψα επιτόπου τα θεώρησε πουρμπουάρ. Εκεί, δεν αφήνεις στο τραπέζι λεφτά, συνήθως λες πόσα θα δώσεις όταν σου πει το ποσό. Με κάποια στρογγυλοποίηση προς τα πάνω. Ας πούμε στη δική περίπτωση έπρεπε να της πω κράτα 13 ή 13,50 κλπ. Αφού δεν τόκανα, κι αφού δεν πήρα στο χέρι μου όλα τα ρέστα τη βόλευε να "θεωρήσει" πως αυτά που έμειναν ήταν γι' αυτήν. Το έμαθα κι αυτό. Κι από τότε ήξερα τι να κάνω όπου πήγαινα (κι όσες φορές ξαναπήγα στο ίδιο μαγαζί και πετύχαινα να με σερβίρει η ίδια, δεν της ξανάδωσα τίποτα, τάχε πάρει προκαταβολικά).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Απόψεις; Ιδέες; Αντιρρήσεις; Παραλλαγές;
Όλα ευπρόσδεκτα.