05 Σεπτεμβρίου 2020

Μαθαίνω μπάνιο

Αν και ο πατέρας μου μεγάλωσε σε βάρκα κατά κάποιο τρόπο αφού ο πατέρας του ήταν ψαράς δεν είχε ιδιαίτερη διάθεση να πάει προς τη θάλασσα για μπάνιο. Καλά, η μάνα μου ούτε να επιπλέει δεν ήξερε, το μπάνιο στη θάλασσα, τα δικά της χρόνια, ήταν πολυτέλεια, ακόμα κι όταν έμενε στους μπαξέδες, στα 200 - 300 μέτρα απ' τη θάλασσα. Παρόλ' αυτά εμένα με προέτρεπαν να πάω για μπάνιο κι έψαχναν διάφορους τρόπους για να καταφέρουν να βρουν κάποιον να με επιβλέπει. Δεν θυμάμαι πότε πρωτοξεκίνησα, πάντως το θαλάσσιο μπάνιο γινόταν με τη βοήθεια "σωσιβίου", της γνωστής φουσκωτής κουλούρας που είχαν τα περισσότερα παιδιά τότε. Κατεβαίναμε με το λεωφορείο των 11, κι είχαμε περίπου δυο ώρες να κάνουμε το μπάνιο μας, να λιαστούμε και να επιστρέψουμε με το τοπικό των 13:15 (εκτός αν δεν χωράγαμε οπότε μπαίναμε και στης Μυτιλήνης, γενικά έπρεπε να παστωθεί τελείως το πρώτο για να επιτραπεί είσοδος στο δεύτερο).

Μια χρονιά θυμάμαι να με παίρνει μαζί του ένας χωριανός μας, πρώην μανάβης, που πήγαινε για μπάνιο καθημερινά. Και μάλιστα μ' αυτόν ανοιγόμασταν πολύ μέσα, κάτι που δεν ξέρω αν το έκανα ποτέ αργότερα μόνος μου! Όπως επίσης δεν θυμάμαι αν μ' αυτόν πήγαινα με το σωσίβιο ή όταν πια είχα μάθει, πάντως, μου έλεγε πως αν κουραστώ να πιαστώ απ' το μαγιό του.

Αυτό όμως ήταν για μια χρονιά. Αρκετά χρόνια πήγαινα στη θάλασσα με τη γιαγιά μου. Επειδή πονούσαν τα πόδια της ο γιατρός της είχε συστήσει α) ποδαρόδρομο και β) θαλάσσια μπάνια και κυρίως αμμόλουτρα. Έτσι κατεβαίναμε με τα πόδια μέχρι την αδερφή της την Αμερσούδα (εκεί που έμενε κάποτε η μάνα μου) και αφενός μεν βρισκόντουσαν κι αφετέρου περνώντας μέσα από τα περιβόλια βγαίναμε σε μια άκρη της παραλίας του αγίου Ισιδώρου, πολύ μακριά τότε από κει που ήταν οι κολυμβητές (σήμερα έχει ανοιχτεί και δεύτερη πρόσβαση μέσα από το ποτάμι κι οι λουόμενοι απλώνονται μέχρι αρκετά κοντά στο σημείο που βγαίναμε). Εκεί έμπαινε στη θάλασσα και βρεχότανε (με όλες τις βράκες της) και μετά ανοίγαμε ένα λάκκο στην άμμο και καθόταν και της σκέπαζα εγώ τα πόδια.
Την εποχή εκείνη μπάνιο δεν ήξερα. Το σωσίβιο ήταν το βοήθημα (έστω κι αν τέτοιο βοήθημα σωσίβιο, με την έννοια δηλαδή να μπορεί να σε σώσει, δεν ήταν). Κάποια στιγμή μου τρύπησε οπότε πήρα ένα παλιό μέσον: μια νεροκολοκύθα (γαλιά τη λέγαμε εμείς)! Αυτές, τότε πριν γίνουν καθαρά διακοσμητικές, όταν ξεραίνονταν τις κόβαμε και τις χρησιμοποιούσαμε για να πιάνουμε νερό ζεστό από το καζάνι και να λουζόμαστε ή και λάδι από τα κιούπια (τα πιθάρια). Αλλά αν δεν τις κόβαμε, έτσι κούφιες που ήταν επέπλεαν και μαζί τους και ό,τι ήταν δεμένο πάνω τους. Αν ήταν άνθρωπος, ε, βοηθούσαν να κολυμπάνε κι οι άνθρωποι που δεν ήξεραν να το κάνουν μόνοι τους. Κι αυτές ήταν όντως σωσίβια (αφού δεν υπήρχε περίπτωση να τρυπήσουν στα καλά καθούμενα και να τις χάσεις).
Την πρώτη μέρα που μου τρύπησε το σωσίβιο, έμεινα πλατσουρίζοντας. Μέχρι να βρούμε φουσκωτό σωσίβιο (που δεν το πουλούσαν σε κάθε γωνιά όπως σήμερα, αφού το πλαστικό ήταν ένα πολύ καινούριο υλικό) πήγα δυο - τρεις φορές στη θάλασσα με τη νεροκολοκύθα (γαλιά τη λέγαμε), τη μια απ' αυτές ήρθε μαζί μας και η θεία μου η Χρυσάνθη (κόρη της Αμερσούδας). Με βλέπει που παιδευόμουνα (δεν ήταν και το πιο εύκολο με μια κολοκύθα στη μέση) και μου λέει "γιατί δεν κολυμπάς μόνος σου;". Τα παιδιά της ήξεραν όλα, κι η Βατώ το ίδιο (παρόλο που στη θάλασσα δεν την θυμάμαι να είναι μαζί μας). Μα πώς γίνεται; Ε, έλα να σε μάθω μου λέει. Και με παίρνει, μα βάζει να είμαι ανάσκελος και με κρατάει διακριτικά στη μέση. Μείνε έτσι ακίνητος, μου κάνει, κι εγώ σε κρατώ. Και σε λίγο μου δείχνει τα δυο της χέρια που τα είχε πάρει από τη μέση μου και δεν με κράταγε τίποτα αλλά εγώ επέπλεα. Με το που τα βλέπω, τσουπ, βουλιάζω, αλλά αυτή ήταν σε ετοιμότητα. Και μου εξήγησε πως ο άνθρωπος από φυσικού του επιπλέει κι ο φόβος είν' αυτός που τον κάνει να βουλιάζει (ναι, παρόλο που γράμματα πολλά δεν ήξερε, αυτό το ήξερε από την πράξη). Και μετά από μερικά τέτοια είχα μάθει να επιπλέω ανάσκελα, να "κάνω απιθαμό", σαν να ήμουν δηλ. πεθαμένος. Ε, απ' αυτό μέχρι ν' αρχίσω να κουνάω τα χέρια μου και να προχωράω δεν ήταν μεγάλη απόσταση. Ξεκίνησα με το ύπτιο και το "κανονικό" κολύμπι προς τα μπροστά ήρθε αρκετά αργότερα. Ίσως γι' αυτό, ακόμα και σήμερα το να κολυμπώ ανάσκελα μου φαίνεται πολύ πιο εύκολο κι απλό.
Μπάνιο έμαθα καλό. Κι άρχισα να κυκλοφορώ και μόνος μου, πήρα και μάσκα για να παρακολουθώ το τι γίνεται στο βυθό. Και κάποια φορά κατεβαίνουμε όλη η οικογένεια. Ο πατέρας μου με τη μάνα μου δεν ξέρω αν βούτηξαν, πάντως, καθόντουσαν στην άμμο χαλαρά. Κι εγώ με τις βουτιές μου. Που όμως δεν μπορούσα να φτάσω σε μεγάλο βάθος. Προβληματισμός. Πώς να τα καταφέρω; Μα όπως οι βουτηχτές, με βάρος. Και τι πιο εύκολο βάρος από κάποιες μεγάλες πέτρες της ακρογιαλιάς. Μιας και δεν είχα ζώνη τις χώνω στο μαγιό. Μια χαρά δούλεψαν. Κατέβηκα μέχρι κάτω. Αλλά όταν ήταν ν' ανέβω δεν μπόρεσα ν' απαλλαγώ απ' αυτές. Και να μην μπορώ ν' ανέβω. Με βλέπει ο πατέρας μου, "το μωρό, το μωρό" φωνάζει (πρέπει νάμουνα πάνω από 10 αλλά στο χωριό δεν χρησιμοποιείται η λέξη παιδί, όλοι μωρά είμαστε) και τρέχει να με βοηθήσει. Αλλά εν τω μεταξύ έχω ξεβρακωθεί οπότε κατάφερα ν' ανέβω και να βγω απ' τη θάλασσα με "ίδιες δυνάμεις". Τόμαθα το μάθημά μου...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Απόψεις; Ιδέες; Αντιρρήσεις; Παραλλαγές;
Όλα ευπρόσδεκτα.