09 Σεπτεμβρίου 2020

Μουσικές στα καφενεία

Η μάνα μου, δεύτερη από δεξιά, στα σκαλάκια με γειτόνισσες αλλά και γείτονες που λόγω ασθένειας δεν μπορούσαν να πάνε σε καφενείο, γύρω στο 2012. Σ' αυτά τα σκαλάκια κάθονται ακόμα, αν και δεν ήταν αυτά η αρχική επιλογή. Παλιότερα ήταν λίγο πιο χαμηλά, αλλά μετακόμισαν για τους έχοντες δυσκολίες κίνησης.
Την δεκαετία του 60 και του 70 υπήρχε αυστηρό πρωτόκολλο: οι άντρες στα καφενεία κι οι γυναίκες στο σπίτι. Το χειμώνα έτσι κι αλλιώς, όταν γύριζαν απ' τις ελιές οι γυναίκες δεν είχαν καιρό αφού έπρεπε να κάνουν τις δουλειές του σπιτιού (τα οικιακά) αλλά και να ετοιμάσουν φαγητό για την ίδια μέρα το βράδυ και την επόμενη μέρα για να πάρουν μαζί στο κτήμα (να φτιάξουν την κουμπάνια). Το καλοκαίρι όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Έβγαιναν στη γειτονιά και κάθονταν στα σκαλάκια. Υπήρχαν συγκεκριμένα σε κάθε γειτονιά και πολλές φορές κάθονταν έστω κι αν ο κάτοικος του σπιτιού δεν ήταν μέσα. Θυμάμαι που συνήθιζαν να κάθονται στα σκαλιά της γιαγιάς μου και δυσκολευόμασταν να μπούμε μέσα. Σήμερα οι γυναίκες πάνε κι αυτές στα καφενεία (όχι όλες, αλλά πολύ πιο εύκολα) και τα γειτονέματα στα σκαλάκια έχουν λιγοστέψει (έως εξαφανιστεί).

1961, Στη μουσική. Μπίρα με μεζέ κι ένα καραβάκι που αγοράστηκε εκείνη τη βραδιά.
Η κατάσταση αυτή άλλαζε τις Κυριακές τα βράδια μιας και τότε υπήρχε μουσική στα καφενεία κι έβγαιναν οικογενειακά. Τα καφενεία στο χωριό είναι όλα μαζεμένα σ' ένα σημείο και είναι δύσκολο να παίξει μουσική έξω. Πρέπει να συνεννοηθούν οι καφετζήδες μεταξύ τους ποιος θα την έχει στην ευθύνη του και ποιος θα είναι κλειστός. Έτσι μόνο στο πανηγύρι της Αγιατριάδας γινόταν τέτοιος διακανονισμός. Τον υπόλοιπο καιρό αυτό γινόταν στα εξοχικά. Πρώτα ήταν σ' ένα οικόπεδο - χωράφι, στην είσοδο του χωριού. Το λειτουργούσε "η Σφήκα", παρατσούκλι ήταν, δεν θυμάμαι το κανονικό. Έπαιζε η ντόπια μουσική (κομπανία) αλλά έφερνε και από αλλού. Έστρωνε τραπέζια κάτω απ' τα δέντρα, σε μια γωνιά οι μουσικοί και μπροστά τους η πίστα. Οι μουσικοί μπορεί να έπαιρναν και κάποια στάνταρ χρήματα αλλά κυρίως οι απολαβές τους ήταν απ' τη χαρτούρα, απ' τα λεφτά που έριχναν οι χορευτές. 
Στην αρχή ο χορός έπαιζαν για να ζεσταθεί το κλίμα και ν' αποφασίσει κάποιος να ξεκινήσει το χορό (κι αν δεν βρισκόταν εθελοντής σηκωνόταν κάποιος δικός για να δώσει το έναυσμα). Από κει και πέρα λειτουργούσαν με παραγγελίες. Όταν άναβε το κέφι άρχιζαν να κρατάνε σειρά το ποιος θα σηκωθεί να χορέψει και να μπαίνει πλαφόν: μέχρι πέντε (συνήθως) χορούς (τραγούδια) ο καθένας. Υπήρχαν και τρόποι καταστρατήγησης της διαδικασίας όταν στο τραπέζι καθόταν μεγάλη παρέα που γράφονταν στη σειρά δυο ή τρία άτομα οπότε οι χοροί πλήθυναν αλλά αυτό ήταν αφορμή για καυγάδες (που σπάνια έφταναν σε μαχαιρώματα, αλλά δεν έλειπαν κι αυτά). Εννοείται πως δεν είχε δικαίωμα να σηκωθεί άλλος την ώρα που χόρευε κάποιος, εκτός κι αν ήταν παρέα του ή πολύ δικός του άνθρωπος.
Στο ενδιάμεσο του χορού υπήρχε το κέρασμα. Κάποιος από κάτω, μπορεί απ' την παρέα μπορεί και άσχετος παράγγελνε στο γκαρσόνι να κεράσει τους χορευτές. Μιας και το συνηθισμένο ποτό ήταν το ούζο, το γκαρσόνι (που μπορεί να ήταν ο ίδιος ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού) έπαιρνε τόσα ποτηράκια όσα οι χορευτές, τα γέμιζε με ούζο και τα πήγαινε. Αν κάποιος απ' τους χορευτές έπινε κάτι άλλο (π.χ. μπίρα) υπήρχε το ποτήρι με το αντίστοιχο ποτό. Ο χορός σταματούσε για λίγο (η μουσική, βέβαια, όχι) κι όλοι έπαιρναν από ένα ποτήρι, το ύψωναν σε χαιρετισμό αυτού που κερνούσε και το έφερναν στα χείλη. Άλλος έπινε (αυτοί που κατάπιναν τα πάντα) άλλος όχι (μιας και το τι ούζο υπήρχε μέσα ήταν λίγο σχετικό). Κάποιοι ξανάφηναν το ποτήρι στο δίσκο ενώ άλλοι το έχυναν στο χώμα. Εννοείται πως αυτό που έμενε πήγαινε για τον επόμενο γύρο! Τα κεράσματα ήταν έξτρα έσοδα για το μαγαζί. Η φάση στη φωτογραφία που έχει σηκωθεί ο πατέρας μου να κεράσει τον αδερφό του και το φίλο του, ήταν κάτι που δεν ήταν συνηθισμένο.
Τα μικρά πάντα χώνονταν και χόρευαν δίπλα στους μεγάλους. Αλλά όταν ο πεντετής χορευτής τα πάει καλά, τον παίρνει ο μεγάλος και του παραδίδει τα πρωτεία (1972).
Οι περιγραφές είναι γενικές κι όχι μόνο απ' το αρχικό μαγαζί που ανέφερα στην αρχή. Όπου έπαιζε μουσική. Το συγκεκριμένο σταμάτησε να λειτουργεί και μιας και δεν υπήρχε μαγαζί στην Πλαγιά η μουσική μετακόμισε στον Τρύγονα. Εκεί υπήρχαν δυο καφενεία το ένα απέναντι απ' το άλλο με αυλή το καθένα. Και έφερνε ξεχωριστή μουσική το καθένα. Και πώς να μην μπλέκονται οι ήχοι! Και για να μην παρακολουθούν οι κάτω τι γίνεται στον από πάνω έβαζαν παραβάν (συνήθως από λιόπανα).
Η ξαδέλφη ήρθε από την Αυστραλία και μας βγήκε χορευταρού (τα μικρά που λέγαμε). Τι να κάνω κι εγώ, είπα να τη συνοδέψω ενώ οι αδερφές της κοιτάνε κάπως αμήχανα! (1973)
Κάποια στιγμή φτιάχτηκε ένα καινούριο καφενείο στην Πλαγιά. Έξω απ' την κλασσική πλατεία, κοντά στο οικόπεδο που ήταν παλιότερα. Με πάλκο (ένα υψωμένο τμήμα) για να κάθεται η μουσική και πίστα, ένα κυκλικό κομμάτι στρωμένο με μπετόν. Άρχισε λοιπόν να παίζει εκεί μουσική κάθε Κυριακή. Παράλληλα με τον Τρύγονα. Για κάποια χρόνια δούλευαν παράλληλα. Μετά έκλεισε αυτό αλλά οι συνήθειες είχαν αρχίσει ν' αλλάζουν. Έκλεισε και το ένα στον Τρύγονα κι έμεινε μόνο ένα. Αλλά κι αυτό όχι για πολύ. Είπαμε, άλλαξαν οι συνήθειες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Απόψεις; Ιδέες; Αντιρρήσεις; Παραλλαγές;
Όλα ευπρόσδεκτα.