27 Ιουνίου 2020

Η γιαγιά μου η Σοφία


Συνεχίζω με τις γιαγιάδες. Η άλλη γιαγιά μου, η μάνα της μάνας μου, ήταν η Σοφία. Μια ιστορία που λέει πολλά για το τι άνθρωπος ήταν:
"Η γιαγιά μου η Σοφία πήγε ν' αγοράσει ραδίκια. Και της λέει η Ευδοκία. 'Πάρε Σοφία, ραδίκια. Είναι όμορφα'. Και πήρε η γιαγιά μου τα ραδίκια αλλά εκείνα ήταν ψώρες". (Για όσους δεν έχουν επαφή με το χωριό να εξηγήσω τι λέμε ψώρες: είναι κάτι φυτά με ίσια φύλλα που βρωμάνε απαίσια. Όταν μπορούμε προσπαθούμε να τα ξεπατώσουμε, αλλά είδα σ' άλλα μέρη να τ' αφήνουν να θεριεύουν. Δεν ξέρω πώς λέγονται αλλού. Δεν θυμάμαι τι είδους ήταν τα ραδίκια που αγόρασε, απλά στο σπίτι όταν τα είδαν τα κακοχαρακτήρισαν και τα είπαν ψώρες. Ο παππούς μου μάλλον δεν τα δοκίμασε, ενώ η θεία μου η Βενετία (μεγάλη μαστόρισσα σε τέτοια) έφτιαξε το παραπάνω "παραμύθι".

Κουίζ: Στη φωτογραφία η γιαγιά μου με τις άλλες τρεις αδερφές της που έφτασαν σε μεγάλη ηλικία. Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη το 1984. Ποια απ' όλες φαίνεται η μεγαλύτερη; Η απάντηση στο τέλος.
Βασικά, αυτό που φαίνεται από την ιστορία ήταν πως η γιαγιά ήταν άνθρωπος ίσιος, απονήρευτος και κατ' επέκταση εύπιστος. Ό,τι της έλεγες το δεχόταν πως έτσι είναι, δεν σκεφτόταν πως ο άλλος θα ήθελε να την γελάσει. Κι έτσι, όταν παίζαμε χαρτιά την θέλαμε για τέταρτη μεν, να συμπληρωθεί το καρέ, αλλά αν το παιχνίδι ήταν ζευγάρια πάντα προσπαθούσαμε να την φορτώσουμε σε άλλον! Γιατί όταν ήμασταν μικροί, ο συνηθισμένος τρόπος για να περνάμε τα βράδια μας (τότε δεν είχαμε τηλεόραση και τέτοια) ήταν να πηγαίνουμε στο σπίτι τους και να χαρτοπαίζουμε. Οι τακτικοί θαμώνες εγώ κι η ξαδέρφη μου, η θεία μου κι η γιαγιά Σοφία. Το αν θα ερχόταν η μάνα μου ή η μαμά της ξαδέρφης (η άλλη μου θεία) δεν ήταν σίγουρο (και πολύ περισσότερο αν θα είχαν όρεξη για χαρτοπαιξία). Ο παππούς στο καφενείο, όταν επέστρεφε έπαιρνε κι αυτός μέρος, ενώ τα καλοκαίρια που τους επισκεπτόμουν στην εξοχή ήταν μέλος της ομάδας υποχρεωτικά!
Η γιαγιά μου ήταν το μικρότερο απ' τα 8 παιδιά που μεγάλωσε η μάνα της και μάλλον πρέπει να ήταν αυτή που πέθανε σε μικρότερη ηλικία, την Μεγάλη Παρασκευή του 1988 (στα 88 - και διαβολική σύμπτωση, στα 88 της και τις μέρες του Πάσχα πέθανε κι η μάνα μου). Ήταν από πλούσια οικογένεια (Μαμάκοι με καταγωγή απ' το Μεγαλοχώρι, το παλιό Πλωμάρι), οι γονείς της είχαν μεγάλη περιουσία αλλά παντρεύτηκε παρακατιανό(!) κι έτσι το μερδικό της ήταν μικρό. Έτσι κι αλλιώς ούτε η ίδια ήταν άνθρωπος που θα διεκδικούσε κάτι, αλλά ούτε κι ο παππούς μου. Πέρασα αρκετό καιρό μαζί της, είτε όταν με πρόσεχε στα πολύ μικράτα μου (όσα θυμάμαι από τότε) είτε τα καλοκαίρια στην εξοχή λίγο αργότερα ή ακόμα πιο μετά που το σπίτι των παππούδων ήταν ο τόπος "εξόδου" από το σπίτι, μια αφορμή για να βρεθούμε κάπου αλλού.
Κόψιμο βασιλόπιτας. Όλοι σε εύθυμη διάθεση εκτός απ' τη γιαγιά που κοιτάζει κάπως.

Κι άλλη μια από τις ιστορίες της γιαγιάς που είχαν να λένε οι υπόλοιποι. Στο χωριό οι περισσότεροι είναι γνωστοί με τα παρατσούκλια τους και πολλές φορές τα κανονικά ονόματα ξεχνιούνται (ακόμα και τα μικρά).Π.χ. αν δεν έλεγες η Κρανίδα, δύσκολα κάποιος θα θυμόταν σε ποιον αναφέρεσαι. Παρομοίως κι η Τρουπίλα (το "η" και στις δυο περιπτώσεις είναι αρσενικό άρθρο, μην το βλέπετε έτσι, στην περιοχή το "ο" δεν χρησιμοποιείται ποτέ). Ο "Τρουπίλας" λοιπόν ήταν αυτός που είχα τράγους, απαραίτητους εποχικά αν ήθελες οι κατσίκες να συνεχίζουν το αναπαραγωγικό και κατ' επέκταση γαλακτοπαραγωγικό τους έργο. Κάποια στιγμή λοιπόν είχαν στο σπίτι της γιαγιάς πει πως αν το δούνε να του πούνε να πάει τον τράγο στην κατσίκα τους. Τον πέτυχε η γιαγιά και τον φωνάζει: "Ε Τρουπίλα" (εκεί θυμήθηκε πως αυτό ήταν παρατσούκλι και δεν ήταν τόσο κομψό να απευθύνεται σ' αυτόν έτσι, οπότε προσπάθησε να το διορθώσει) "εεε, πώς σε λένε κιόλας, ξέρεις μπλα μπλα" Ο άνθρωπος δεν παρεξηγήθηκε αφού επρόκειτο για δουλειά, "Γρηγόρη" απάντησε και συνέχισαν για το θέμα τους, αλλά μιας και κάποιο αυτί άκουσε τη στιχομυθία, έμεινε να της το λέμε - σε απλοποιημένη, βέβαια, και πειρακτική μορφή: "Ε Τρουπίλα πώς σε λένε"
Η απάντηση στο κουίζ της αρχής. Η γιαγιά μου που είναι αριστερά είναι η μικρότερη. Ακριβώς δίπλα της η θεια μου η Αμερσούδα (αυτή με το τσεμπέρι) είναι η μεγαλύτερη με 14 χρόνια διαφορά, κόντευε τότε τα 100 (τα πέρασε). Η πιο ταλαιπωρημένη απ' όλες, έμεινε χήρα από πολύ νέα, με τρία μικρά παιδά που τα μεγάλωσε (καθώς και κάποια εγγόνια της - που σε κάποια φάση καθώς τα κυνηγούσε έσπασε το πόδι της που της έμεινε χρόνιο πρόβλημα. Δίπλα η θεια μου η Ζαχαρούλα. Δεύτερη σε σειρά απ' τις τέσσερις (αλλά υπήρχαν και τρία αγόρια) και μετά η θεια μου το Λεν' (Ελένη) ακόμα πιο μικρή.
Να κι οι ψώρες που αναφέρθηκαν στην αρχή!
Και μιας κι αναφέρθηκα στις αδερφές της γιαγιάς και στις ηλικίες τους: Όταν άρχισαν να δίνονται οι συντάξεις του ΟΓΑ στις αρχές της δεκαετίας του 60, πάει η Λεν και κάνει τα χαρτιά της. Αλλά η μεγαλύτερη Ζαχαρούλα δεν μπορούσε γιατί ο πατέρας τους τις είχε γράψει ανάποδα. Αν και πρόεδρος του χωριού την εποχή εκείνη, δεν τηρούσε επακριβώς τις διαδικασίες. Όταν γεννήθηκε η κόρη του ξέχασε να τη δηλώσει. Όταν γεννήθηκε η επόμενη και είπε στο γραμματικό του να γράψει την καινούρια, αυτός είδε - θυμήθηκε πως η προηγούμενη δεν ήταν γραμμένη (και για να μην τους παρεξηγούμε τόσο, με τόσα παιδιά να γεννιούνται και να πεθαίνουν ο λογαριασμός εύκολα χανόταν). Οπότε έγραψαν κανονικά την καινούρια και μετά από τρεις - τέσσερις μήνες έγραψαν και την προηγούμενη. Έτσι οι δυο αδερφές φαίνονταν να έχουν μικρή διαφορά ηλικίας (αλλά ανάποδα). Κι επειδή ήταν οικονομικό το θέμα, έγινε αίτημα για διόρθωση ηλικίας!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Απόψεις; Ιδέες; Αντιρρήσεις; Παραλλαγές;
Όλα ευπρόσδεκτα.