18 Σεπτεμβρίου 2020

Τα πράματα

Η λέξη "πράματα" έχει κατά τόπους διάφορες σημασίες, πέρα απ' το πράγματα = αντικείμενα. Όταν στο χωριό λένε για πράματα εννοούν κτήματα. Χμ. Ούτε κι αυτό είναι ξεκάθαρο. Ας το κάνω λίγο πιο σαφές: ελαιοκτήματα. Τα οποία είναι συνήθως πολύ μικρά αφού πολλές φορές προέρχονται από κατατμήσεις των αρχικών από κληρονομιά (ή άλλη τέτοια μεταβίβαση). Αυτοί που είχαν μεγάλα κτήματα ήταν λίγοι. Οι δικοί μου ξεκίνησαν με τρία πράματα, 50 + 20 + 90 = 160 δέντρα (ρίζες ελιές). Στο μέγιστο της κατοχής σε δέντρα πρέπει να ήτα γύρω στα 1.000. Το πόσα δέντρα είχαν δεν λέει και πολλά αφού οι ελιές έχουν διαφορετική απόδοση η καθεμιά. Θα προσπαθήσω να κάνω μια παρουσίαση από το πώς υπολογίζουμε τις αποδόσεις και τις επιδόσεις για να γίνει πιο κατανοητό, αν και έχω ξαναμιλήσει γι' αυτά. Εδώ θα είναι μια ανακεφαλαίωση από αναφορές περαδώθε.

Τα λιόδεντρα γενικά, αλλά πολύ περισσότερο στη Μυτιλήνη, αποδίδουν καρπό κάθε δυο χρόνια. Τη μια χρονιά αναπτύσσουν καινούρια κλαδιά (και το κλάδεμα τα βοηθάει) ενώ την επόμενη κάνουν ελιές σ' αυτά. Έτσι, η απόδοσή τους υπολογίζεται στο σύνολο του καρπού που θα παράξουν μέσα σε δυο χρονιές. Μια "κίρ'κ'σα" δηλ. με ελάχιστη παραγωγή και μια "μαξουλοχρονιά" που θα έχει δηλαδή πολύ μαξούλι, πολλή σοδειά. Βέβαια, το πόσες ελιές θα μαζέψεις δεν είναι το μόνο κριτήριο για το πόσα χρήματα θα πάρεις αφού μπαίνει στη μέση και η απόδοση του καρπού σε λάδι. Το συνηθισμένο είναι 4 : 1 (4 κιλά ελιές δίνουν 1 κιλό λάδι) μια σχετικά καλή απόδοση, αλλά έτσι κι αλλιώς οι ελιές μας είναι λαδολιές, ελιές για παραγωγή λαδιού κι όχι βρώσιμες (άσχετα αν διαλέγονται κάποιες να φτιαχτούν για φάγωμα).

Γενικά στην ελαιοπαραγωγή του χωριού έχουν μείνει τα παλιά μετρίδια, της οθωμανικής εποχής. Μπορεί να μιλάμε για κιλά απ' τη μια αλλά κάπου υπάρχουν και υπολογισμοί σε οκάδες! Το πόσο αποδίδει ένα κτήμα υπολογίζεται με τα μόδια. Κι ένα μόδι είναι 500 οκάδες ελιές πάει να πει 640 κιλά. Αν πρόκειται για ένα μεμονωμένο δέντρο μπορεί να μιλήσουμε για καλαθίδες (περίπου 8 κιλά η μία) ή για γομάρια (16 καλαθίδες το γομάρι θεωρητικά κι αν καταφέρεις να φορτώσεις γάιδαρο με τόσες, να με ειδοποιήσεις να τον έχω υπόψη μου. Βέβαια θα μου πείτε πως σήμερα δεν φορτώνουν γαϊδούρια αλλά αυτοκίνητα. Σωστά. Γι' αυτό και τα παλιά μέτρα έχουν αρχίσει ν' αλλάζουν. Άντε να μείνουν τα τσουβάλια - 8 καλαθίδες το ένα).
Με τα στοιχεία αυτά, όταν ξεκίνησαν οι δικοί μου, τα κτήματα που είχαν (η προίκα της μάνας μου) ήταν περίπου 5 μόδια. Με τη σκληρή τους δουλειά και με αγορές ξανά και ξανά τα έφτασαν γύρω στα 28. Και μ' αυτά ήταν στην κατηγορία των καλών νοικοκύρηδων. Βέβαια, πάντα υπήρχαν οι "αρχόγκ", οι άρχοντες, οι πλούσιοι, που είχαν μεγάλες περιουσίες. Για να καταλάβει κανείς την τάξη μεγέθους θα αφηγηθώ ένα περιστατικό που μου έτυχε στις αρχές τις δεκαετίας του 70, όταν οι δικοί μου είχαν πια ήδη περάσει τα 20 μόδια κι ήταν ευχαριστημένοι.

Ήμασταν στο σπίτι ενός θείου μου. Έμενε εκεί με τη μητέρα του την αδερφή της γιαγιάς Σοφίας. Πήγαινε αρκετές φορές προς τα εκεί μιας κι ήταν κοντά στη θάλασσα και το χρειαζόταν για να βρέχεται με θάλασσα και να κάνει αμμόλουτρα για τα πόδια της και συνήθως μ' έπαιρνε μαζί της. Εκεί ήταν μια κατάσταση απ' τα παλιά. Παρόλο που το σπίτι ήταν καινούριο (το είχε ξαναφτιάξει ο θείος το 68) το καλοκαίρι ήμασταν στην αυλή, μπροστά του, κάτω από μια τεράστια καρυδιά. Εκεί ήταν και το τζάκι στο οποίο μπορεί να δούλευε φωτιά με ξύλα μπορεί με πετρογκάζ. Το πρωί έμπαινε ένα τσουκάλι με κουκιά να βράζουν και μετά κουβεντιάζανε τι να φτιάξουν για μεσημεριανό (τα κουκιά ήταν ένα απαραίτητο αρχικό πιάτο). Έβγαινε το συμπέρασμα για παπουτσάκια (που όμως γίνονταν στο τηγάνι). Ωραία, πάμε στον κήπο να μαζέψουμε τα υλικά που χρειαζόμαστε. Λουλουδάκια; Μια απ' τα ίδια. Αν ήταν για ψάρια, ε, περιμέναμε να περάσει ο ψαράς. Για κάτι σε κρεατικό δεν θυμάμαι τι γινόταν, ίσως υπήρχε κρέας και η συζήτηση ήταν με τι θα μαγειρευτεί. Πάλι τα υλικά κόβονταν επιτόπου από τον κήπο. Πιο φρέσκα δεν μούχει τύχει.

Κάποια μέρα λοιπόν, εκεί που καθόμαστε κάτω απ' την καρυδιά, περνάει ο "Νεαρός" κάποιος απ' τους πλούσιους που λέγαμε. Συζητάγανε με τον θείο και εγώ άκουγα.
- Πώς πάει στο τάδε κτήμα; Έχει ελιές;
- Ε, φέτος κάτι γίνεται. Θα πρέπει να έχει γύρω στα 250 μόδια, μπορεί και παραπάνω. Το χειμώνα που πέρασε δεν είχε τίποτα. Ούτε 150 δεν μάζεψα.
Πάει να πει πως ο συγκεκριμένος από ένα και μόνο κτήμα, θα μάζευε 400 (πραγματικά) μόδια μέσα σε δυο χρόνια. Τη στιγμή που οι γονείς μου είχαν κτήματα, επαναλαμβάνω, που συνολικά την ίδια περίοδο, θεωρητικά, θα μπορούσαν να δώσουν μέχρι 20 - 22 μόδια κι ήταν απ' τους καλούς.

Το να μαζέψεις εκείνα τα ατέλειωτα μόδια δεν ήταν εύκολο και προφανώς αυτοί που τάχαν δεν ασχολιόντουσαν να τα μαζέψουν οι ίδιοι, με τα χέρια τους. Για τα μεγάλα κτήματα (σαν αυτό που προαναφέρθηκε) φρόντιζαν να φτιάχνουν "ταϊφάδες": ομάδες από γυναίκες που θα μάζευαν τις ελιές που οι άντρες θα έριχναν με μακρυά ραβδιά (θα ράβδιζαν). Ε, θα υπήρχε και κάποιος επιβλέπων, κάποιος που θα φρόντιζε να υπάρχουν τα ζώα για τη μεταφορά του καρπού (που μπορεί να χρειαζόταν να γίνει και δρομολόγιο στη μέση της μέρας). Τα άτομα που αποτελούσαν τον ταϊφά συνήθως δεν ήταν ντόπιοι ή αυτοί ήταν μειοψηφία. Ερχόντουσαν οικογένειες απ' τα βόρεια και δυτικά χωριά του νησιού που δεν είχαν ελαιοπαραγωγή (και ξέμενε και καμιά νύφη σε μας 😙 ) αλλά θυμάμαι να έρχονται ακόμα κι απ' τον Έβρο!

Οι νταϊφάδες ξεκινάγανε μόλις χάραζε ώστε να είναι στο κτήμα με το πρώτο φως της μέρας. Πολλές φορές άναβε και μια φωτιά, αλλά αυτή δεν ήταν για να ζεσταίνονται παρά μόνο αν ξύλιαζαν τα χέρια τους και τα πύρωναν λίγο να αρχίσουν να λυγίζουν για να μπορούν να συνεχίσουν. Παρόλ' αυτά τα πειράγματα τα τραγούδια και τα παραμύθια (για μας τα μικρά) δεν έλειπαν. Μια μνήμη που υπάρχει και δεν υπάρχει (αλλά μου το θύμιζε η μάνα μου) είναι από την Παναγίτσα (όνομα αυτό) που συνήθιζε να λέει παραμύθια αλλά η κατάληξή τους δεν ήταν το κλασικό "ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα" αλλά "ζήσαμ' εμείς καλά κι εκείνοι ακόμα πιο καλά από μας". Η Παναγίτσα ακολούθησε την ανάποδη διαδρομή, έφυγε απ' το νησί (δεν ήταν ακριβώς απ' το χωριό) και τη βρήκα πολλά χρόνια αργότερα στο Διδυμότειχο!

Για τα πιο μικρά χωράφια υπήρχε άλλη τακτική: ενοικίαση σε αυτούς που δεν είχαν. Με την αμοιβή να είναι προσυμφωνημένη ποσότητα λαδιού. Πάλι θα αναφερθώ σε νούμερα. Η απόδοση του ελαιόκαρπου σε λάδι μετριόταν σε λαΐνια το μόδι. Το λαΐνι ήταν ένα δοχείο που κοντά στα χείλια του είχε ένα τριγωνικό άνοιγμα. Μέχρις εκεί η περιεκτικότητά του ήταν 6 οκάδες και 100 δράμια πάει να πει 8 κιλά. Αν, όταν άλεθες, έβγαζες 20 λαΐνια στο μόδι, ήταν μια καλή απόδοση (το 4:1 που λέγαμε, 640 κιλά ελιές να δώσουν 160 κιλά λάδι). Αν ήταν παραπάνω (που τα χρόνια εκείνα συνέβαινε κι αυτό, αλλά η ποιότητα του λαδιού δεν ήταν τόσο καλή όσο σήμερα) ήσουν ευχαριστημένος, Αν ήταν παρακάτω το πράγμα ζόριζε. Γιατί αν ήταν δικές σου, τι να κάνουμε, πιο λίγα θα βγάλω, αν όμως είχες νοικιάσει τον καρπό να τον μαζέψεις και να αποδόσεις μετά το λάδι στον ιδιοκτήτη (αν το είχες "κισίμι" το θέμα ήταν (και είναι, αν και τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ υπέρ αυτών που δουλεύουν) πόσο ήταν το νοίκι. Γιατί μπορεί να ήταν στα 12 (λαΐνια το μόδι) οπότε έμεναν στον ενοικιαστή τα 8 αλλά μπορούσε να φτάσει και στα 14 ή σε πιο εξωφρενικές περιπτώσεις στα 15 ή τα 16. Αν τώρα συμβεί κάποια στραβή (να μην βρέξει κι έτσι οι ελιές που έχει εκτιμηθεί πως θα μαζέψεις να είναι ψιλές, άρα λιγότερες απ' την εκτίμηση, να κάνει πολύ νερό που να τις παρασύρει αλλού και να μην τις βρεις, να μην λαδίσουν κλπ) άντε να πληρώσεις το νοίκι. Που ήταν απαιτητό, δεν γινόταν καμιά παραχώρηση.

Για όλους αυτούς τους λόγους οι δικοί μου φρόντισαν από πολύ νωρίς να αυγατίσουν τα "πράματά" τους. Αγόραζαν για να μην έχουν ρίσκα. Το πρώτο αγοράστηκε με τα χρήματα που έβαζε η μάνα μου. Αλλά τα επόμενα δυο ήταν με δάνειο από την Αγροτική τράπεζα. 200 δέντρα το καθένα αλλά με διαφορετική απόδοση: το ένα 10 μοδιών το άλλο 8. Η πρώτη αγορά έγινε το καλοκαίρι του 67 κι έτσι δεν ήταν μέσα σ' αυτά που χαρίστηκαν απ' τη χούντα. Το άλλο το 72. Το πρώτο δάνειο ήταν για 15 χρόνια, το δεύτερο για 20 και ξοφλήθηκε όταν ήδη είχε πεθάνει ο πατέρας μου. Η δόση ήταν σταθερή, κάπου 8.500 δραχμές για το πρώτο και κάπου 6.500 για το δεύτερο. Σημαντικά ποσά τότε, μόνο που ο πληθωρισμός τα έκανε να φαντάζουν αστεία από κάποια στιγμή και μετά.

Μπορεί να δούλεψαν με ζήλο τα κτήματά τους, αλλά πάντα έβλεπαν και το ζόρι που έχει η διαδικασία: τόσο σωματικό ζόρι όσο και αβεβαιότητα αν τα πράγματα θα πάνε καλά ή όχι την κάθε χρονιά. Έτσι πάντα η μάνα μου μου έλεγε: "Διάβαζε για να μπορέσεις να ξεφύγεις απ' αυτά". Την άκουσα. Διάβασα και ξέφυγα. Τελείως. Καμιά επαφή ξανά!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Απόψεις; Ιδέες; Αντιρρήσεις; Παραλλαγές;
Όλα ευπρόσδεκτα.