Πειραιάς 30/7/1984. Αριστερά είναι δεμένος ο Αλκαίος, βαπόρι της ΝΕΛ για Μυτιλήνη (τότε δένανε στα Λεμονάδικα). |
Τα σημερινά εν μέρη τα έχω ξαναγράψει πριν 5 χρόνια. Και ρίχνοντας μια ματιά βλέπω πως εν μέρη έχω γράψει ακριβώς τα ίδια. Παράξενο; Μάλλον όχι. Πάντως, σήμερα θα είναι πιο αναλυτικά και με επιπλέον φωτογραφίες (ναι, κι εκεί είχα συμπέσει).
Σάββατο ήταν ο γάμος. Κυριακή δεν είχαμε προγραμματίσει κάτι (είχαμε δηλαδή πει να πάμε στη Σαλαμίνα, αλλά αφού το γλεντήσαμε το βράδυ στη Δραπετσώνα, ποιος είχε όρεξη για άλλα το μεσημέρι της Κυριακής) ενώ τη Δευτέρα είχαμε αποφασίσει να πάμε για μήνα (σιγά μήνα, με τι λεφτά μήνα, βδομάδα και πάλι καλά) του μέλιτος. Προορισμός Κρήτη. Στόχος να τη γυρίσουμε όλη με μηχανάκι!
Μπαίνουμε, λοιπόν στο βαπόρι κι αράζουμε στο κατάστρωμα (το να ταξιδέψουμε σε καμπίνα τότε ήταν κάτι που το θεωρούσαμε αδιανόητο). Η παρέα ήταν πέντε άτομα στο ξεκίνημα. Εγώ με τη Μαρία και το μηχανάκι μας που θα γυρνάγαμε περαδώθε κι ο Αντρέας με την Ντίνα και τον αδερφό του που πήγαιναν με τον κοινωνικό τουρισμό και θα έμεναν στη Σητεία.
Μαζί είχα πάρει κι ένα καρπούζι. Αρκετά μεγάλο, το κόβουμε στη μέση, αναλαμβάνω εγώ το μισό κι οι υπόλοιποι τέσσερις το άλλο μισό. Μια χαρά το καταφέραμε.
Το ρολόι του Πειραιά τότε και πίσω οι γερανοί. Βλέπετε το ρολόι ήταν στις αποθήκες του λιμανιού. |
Βγαίνουμε το πρωί στο Ηράκλειο. Οι άλλοι κατευθύνονται προς το σταθμό των λεωφορείων ενώ εμείς ξεκινάμε με το μηχανάκι κι όλα μας τα συμπράγκαλα (δεν σκεφτήκαμε να τους τα δώσουμε να τα πάρουν με το λεωφορείο να μην τα έχει στην πλάτη της η Μαρία). Στον Άγιο Νικόλα κάνουμε στάση αλλά δεν ξέραμε (και δεν πήραμε χαμπάρι) να δούμε τη λίμνη. Καθίσαμε για καφέ, βλέπαμε τη γέφυρα απέναντι, αλλά τι ήταν παραμέσα χαμπάρι δεν πήραμε.
Τότε δεν υπήρχε ο ΒΟΑΚ, ο δρόμος που ενώνει την βόρεια Κρήτη. Ο δρόμος ανέβαινε σ' ένα αρκετά μεγάλο υψόμετρο και μετά κατηφόριζε. Καθώς ανεβαίναμε το μηχανάκι αρχίζει να μην υπακούει στο γκάζι. Προχώραγε μεν, αλλά όλο και πιο αργά. Αμάν, τι πάθαμε; Σταματάω στην άκρη, κατεβαίνει η Μαρία, το γυρίζω στην κατηφόρα, τίποτα καλύτερο. Και πώς θα συνεχίσουμε. Τέλος πάντων. Μας περνάει και το λεωφορείο με τους φίλους, τους χαιρετίσαμε και συνεχίσαμε ν' ανεβαίνουμε. Πιάνουμε την κατηφόρα και κάποια στιγμή αρχίζει η εξομάλυνση. Σε συζήτηση αργότερα έμαθα πως έφταιγε το υψόμετρο και η αραιότερη ατμόσφαιρα που δεν έδινε την απαιτούμενη ποσότητα οξυγόνου στη μηχανή για την καύση.
Φτάνουμε στη Σητεία, βρίσκουμε ένα δωμάτιο να μείνουμε, βρίσκουμε και τους άλλους και κάνουμε τις βουτιές μας και την άλλη μέρα αποφασίζουμε να κάνουμε εκδρομή στο Βάι. Που έχει το φοινικόδασος (το μόνο σε ευρωπαϊκό χώρο) και φημισμένη παραλία. Που τότε ήταν γυμνιστών. Κανένα πρόβλημα. Βγάλαμε τα ρούχα μας και τα λιάσαμε.
Δυο νύχτες στη Σητεία ήταν αρκετές. Είχαμε κι άλλα μέρη να δούμε. Φεύγοντας περάσαμε απ' τη Γεράπετρο να δούμε την Αγνή. Την βρήκαμε, τα είπαμε κι άντε για Ηράκλειο. Το Ηράκλειο δεν μας άρεσε. Κίνηση πολλή, αυτοκίνητα πολλά. Μας θύμισε τον Πειραιά. Χώρια που μπλεχτήκαμε και με τις μονοδρομήσεις. Οπότε αποφασίσαμε να κοιμηθούμε στο πάρκο κοντά στην παραλία (να χρησιμοποιήσουμε και τα σλίπινγκ μπαγκ που τα κουβαλούσαμε τόσα χιλιόμετρα) κα το πρωί να φύγουμε για Χανιά.
Πάρκο στα Χανιά |
Από Ηράκλειο προς Χανιά είχε αρχίσει να φτιάχνεται τότε ο δρόμος. Κάναμε μια στάση στο Ρέθυμνο αλλά χωρίς να απομακρυνθούμε από τον δρόμο μας. Σταματάμε και στη Γεωργιούπολη να βρούμε την Πόπη (ναι, χωρίς κινητά και τζι-πι-ές καταφέραμε και βρεθήκαμε και με τις δυο). Κάποια στιγμή καταλήγουμε στα Χανιά που μας μάγεψαν. Βρήκαμε ένα δωμάτιο για δυο νύχτες (μετά έπρεπε να φύγουμε αφού η άδεια ήταν μετρημένη κι έπρεπε και να μετακομίσουμε στη Μυτιλήνη).
Την επόμενη μέρα ξεκινήσαμε να πάμε μέχρι Κίσσαμο. Όμως διαπιστώσαμε πως είχαμε πιαστεί. Πονάγαμε που καθόμασταν πάνω στη σέλα. Κι έτσι εγκαταλείψαμε το εγχείρημα.
Περιοριστήκαμε στο να κάνουμε βόλτες στην πόλη, ν' απολαμβάνουμε κάναν καφέ και να χαζεύουμε τις πάπιες στο πάρκο. Κάναμε και μικρές εκδρομές, ας πούμε πήγαμε μέχρι τους τάφους των Βενιζέλων.
Καθώς κάναμε βόλτα στα μαχαιράδικα (που τότε ήταν διακριτή γειτονιά, ένας δρόμος με μαγαζιά που όλα πουλούσαν μαχαίρια) αγοράσαμε ένα μαχαίρι. Γερό, χοντρό μέσα σε ξύλινη θήκη. Το ακριβοπληρώσαμε (μπορεί δυο, μπορεί τρία χιλιάρικα). Αλλά ήταν τουριστικό. Με τη σχετική μαντινάδα χτυπημένη πάνω του. Τόχω ακόμα σήμερα, αλλά σπάνια το χρησιμοποιώ (ίσως αν ασχολιόμουνα με σφαχτά να είχε μεγαλύτερη χρήση 😀).
Πρωινό με πορτοκαλάδα σε ποτήρι μπύρας. Απόλαυση. |
Όμως όλα τα καλά έχουν ένα τέλος. Η βδομάδα τέλειωσε. Πήγαμε στη Σούδα, μπήκαμε στο βαπόρι κι επιστρέψαμε στον Πειραιά. Οι δικοί μου είχαν ήδη φύγει. Μαζέψαμε κι εμείς τα πραγματάκια μας και δρόμο για Μυτιλήνη. Να πάμε στο καινούριο μας σπίτι, το πρώτο ως επίσημο ζευγάρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Απόψεις; Ιδέες; Αντιρρήσεις; Παραλλαγές;
Όλα ευπρόσδεκτα.