Χορεύει ο πεντάχρονος τότε ξάδερφός μου. Η μουσική που διακρίνεται πίσω δεν είναι της Πλαγιάς, αυτή έπαιζε στο από κάτω καφενείο. |
Όταν στο χωριό λέμε η μουσική συνήθως δεν εννοούμε τις μελωδίες αλλά μια ορχήστρα, μια μπάντα. Ακόμα και η φιλαρμονική όταν έρχεται (είτε του τάδε δήμου τελευταία είτε των ορφανοτροφείων παλιότερα) μπορεί να πούμε πως ήρθε η μουσική. Και στο χωριό τη δεκαετία του 70 και του 80 (που ξέρω καλά) είχε μια μουσική γνωστή στο νησί. Η μουσική της Πλαγιάς! Ερχόντουσαν κι άλλες καμιά φορά (π.χ. η μουσική της Κάπης) αλλά συνήθως στα μαγαζιά που έπαιζε τις Κυριακές ή στα πανηγύρια κλπ η μουσική της Πλαγιάς ήταν στάνταρ. Και τη μουσική αυτή την αποτελούσαν βασικά δυο οικογένειες: οι Μπουρλήδες κι οι Χρήστηδες. Είχαν και κάποιους άλλους αργότερα για μεγαλύτερη ποικιλία οργάνων.
Απ' τους Μπουρλήδες ήταν ο Μήτρος με το σαντούρι κι ο Κωστής με τα τύμπανα (αυτό που σήμερα λέγεται ντραμς). Ο Γιώργης είχ' αποσυρθεί στα δικά μου χρόνια. Ο Μήτρος ήταν γνωστός για το κλαρίνο του όμως όταν ο γιατρός του είπε πως τα πνευμόνια του δεν άντεχαν άλλο το γύρισε στο σαντούρι. Αυτοδίδακτος και στα δυο, έπαιζε με το αυτί: ανάλογα τι άκουγε. Πάντως το αποτέλεσμα ήταν πολύ γλυκό και πολλές φορές τον φώναζαν μόνον του για κάνα γλέντι. Όταν πήρα το ακορντεόν προσφέρθηκε να μου κάνει μαθήματα: "εγώ θα παίζω το σαντούρι κι εσύ θα ακολουθάς" μου είχε πει. Όμως εγώ μουσικό αυτί δεν έχω και δεν το προσπάθησα καθόλου.
Απ' τους Χρήστηδες ήταν ο Στρατής με το ακορντεόν κι ο Παναγιώτης με το βιολί. Ο Γιάννης τάχε παρατήσει κι είχε φύγει για την Αθήνα. Ο Στρατής ήξερε από νότες κι ήταν αυτός που μου έκανε τα πρώτα μαθήματα στο ακορντεόν με βάση κάποιο σχετικό βιβλίο. Έπαιζε και κιθάρα παλιότερα (πράγμα που δεν το ήξερα μιας και δεν τον είχα πετύχει) ενώ αργότερα το γύρισε στο αρμόνιο. Ήταν ουσιαστικά ο διευθυντής της ορχήστρας.
Η μουσική αυτή είχε ενισχυθεί με τον Αντώνη Χατζηδημητρίου (Τηλέγραφο) στο μπουζούκι και στη φωνή και λίγο αργότερα (στα 70 πια) με τον Παναγιώτη Ψύρρα σε τραγούδι και κιθάρα. Γυναικεία φωνή δεν είχε η ορχήστρα.
Έπαιζαν συνήθως για τη χαρτούρα. Για τα λεφτά που έδιναν αυτοί που ήθελαν να χορέψουν. Σπάνια είχαν και κάποιο στάνταρ ποσό από το κατάστημα που τους καλούσε. Που όταν είχε μουσική άλλαζε τον τιμοκατάλογο και όλα τα προϊόντα του είχαν ένα επιπλέον καπέλο για τη μουσική (πέρα από το ότι θα είχε πολύ περισσότερους πελάτες). Υπήρξε φορά που έπαιξαν και δεν έβγαλαν τα λεφτά που χρειαζόταν για να πάρουν κούρσα (=ταξί) να επιστρέψουν και γύρισαν με τα πόδια κουβαλώντας ο καθένας το όργανό του! Υπήρχε βέβαια κι η περίπτωση να είναι αγκαζέ η μουσική. Να την έχει συμφωνήσει κάποιος για τη δική του διασκέδαση (και της παρέας του - π.χ. σε γάμο ή σε γιορτή).
Η διαδικασία ήταν απλή: στην αρχή έπαιζαν μέχρι να ζεσταθεί η ατμόσφαιρα και να πέσουν οι πρώτες παραγγελιές. Έτσι κι αλλιώς κι ο κόσμος εκείνη την ώρα έτρωγε και ξεκινούσε να πίνει άρα φτιαχνότανε. Το θέμα ήταν να πέσει η πρώτη παραγγελιά, να κάνει κάποιος την αρχή. Σε κάποιες περιπτώσεις την αρχή την έκανε κάποιος γνωστός για να δώσει το σύνθημα. Όταν σηκωνόταν κάποιος είχε δικαίωμα να σηκωθεί μόνο η παρέα του εκτός κι αν καλούσε ο ίδιος από άλλο τραπέζι. Αυτά που περιγράφεται στην "Παραγγελιά", στη ιστορία του Ν. Κοεμτζή ήταν καθιερωμένο και οι σχετικοί καυγάδες δεν έλειπαν. Αυτοί που ήθελαν να χορέψουν γράφονταν σε λίστα με τη σειρά. Κι υπήρχε όριο μέχρι 5 χορούς η κάθε παραγγελιά. Βέβαια, αν έπεφτε καλό μπαξίσι ένας χορός μπορεί να κρατούσε όσο δυο τρεις, αλλά και πάλι υπήρχε περίπτωση παρεξήγησης οπότε απέφευγαν να το κάνουν συχνά. Άλλο κόλπο ήταν να γραφτούν στη λίστα δυο απ' το ίδιο τραπέζι κι έτσι να χορεύουν οι ίδιοι συνέχεια (αιτία παρεξηγήσεων).
1973 Όταν οι μικρότερες ξαδέρφες μου με τράβηξαν να χορέψουμε ντε και καλά. |
Όταν ερχόταν η σειρά κάποιου για να παραγγείλει και να χορέψει συνήθως φώναζαν το όνομά του. Σηκωνόταν αυτός, πλησίαζε τη μουσική, έλεγε τι ήθελε να του παίξουνε (συνήθως είδος χορού, σπάνια συγκεκριμένο τραγούδι) και συγχρόνως έβαζε στο χέρι του μουσικού που έπαιρνε την παραγγελία κάποιο ποσό. Μπορεί νάταν τάλιρο μπορεί και (σε καλές περιπτώσεις) πενηντάρικο. Παραπάνω σπάνια να έβλεπαν κάτι. Ένα συνηθισμένο κόλπο ήταν να πηγαίνει ο άλλος με το χέρι στην τσέπη ψάχνοντας δήθεν για να δώσει στη μουσική το σχετικό ρεγάλο, να παράγγελνε και να έφευγε στο κέντρο της πίστας περιμένοντας ν' αρχίσουν να παίζουν αλλά χωρίς να πληρώσει.
Αν κάποιος ήθελε ν' ακούσει ένα συγκεκριμένο τραγούδι (ή να το αφιερώσει άμεσα ή έμμεσα σε άλλο πρόσωπο) αυτό έμπαινε εμβόλιμο στους χορούς κι αναγγελλόταν σχετικά. Αυτό δεν προκαλούσε αντιδράσεις μιας και δεν ήταν συχνό κι ένα μικρό διάλειμμα δεν έβλαφτε. Αιτία παρεξηγήσεων ήταν η σειρά αν κρατιόταν ή όχι (ή πώς το νόμιζε ο καθένας). Όταν το ούζο είχε τρέξει άφθονο δεν ήθελε πολύ να ανάψουν τα αίματα. Κι υπήρχαν κάποιοι που ήταν γνωστοί εριστικοί και τους πρόσεχαν.
Μια άλλη συνήθεια (που υπάρχει ακόμα και σήμερα) ήταν το κέρασμα των χορευτών. Έλεγες στον καφετζή να κεράσει το χορό κι αυτός έβλεπε τι έπινε η παρέα και έβαζε αναλόγως στα ποτηράκια. Βέβαια το τι έπινε εννοείται το είδος (ούζο, μπίρα, ρετσίνα) κι όχι την ετικέτα. Η ποιότητα των ποτών του κεράσματος ήταν η χειρότερη (ό,τι απομεινάρι βρισκόταν) ενώ η τιμή καθόλου ευκαταφρόνητη. Έτσι συνήθως οι περισσότεροι σήκωναν το ποτήρι προς αυτόν που κερνούσε και το άφηναν στον δίσκο (ή το έχυναν στο πάτωμα). Στη φωτογραφία αυτός που κερνάει είναι ο πατέρας μου κι έχει πάει με το ούζο που είχαμε στο τραπέζι, κάτι που δεν ήταν σύμφωνο με τους κανόνες μεν, αλλά για να μπορούν να το πιουν οι χορευτές. Σήμερα το κέρασμα άλλαξε λίγο: είναι σαμπάνια και τιμάτε στάνταρ 5€ ανεξάρτητα πόσοι είναι οι χορευτές.
Το 1973 (αν θυμάμαι καλά) είχε έρθει ο Σίμωνας Καράς στο χωριό για ηχογράφηση ντόπιων μουσικών. Είχε καλέσει τον Μπουρλή με το σαντούρι, τον Χρήστο με την κιθάρα και τον Αντώνη δεν θυμάμαι με ποιο όργανο. Η ηχογράφηση θα γινόταν σ’ ένα παλιό σπίτι κοντά στο δικό μου, χωρίς ρεύμα, με μαγνητόφωνο μπομπίνας που δούλευε με μπαταρία. Κόλλησα κι εγώ εκεί σαν παιδί για τυχόν θελήματα. Ηχολήπτρια ήταν μια κοπέλα απ’ την Αμερική (αν δεν κάνω λάθος) ονόματι Μαρία. Ο Καράς δεν έμενε ευχαριστημένος από το παίξιμο των μουσικών και προσπαθούσε να ξεμάθουν αυτά που είχαν συνηθίσει στα πανηγύρια και να παίξουν σωστά. Αφού τα κατάφερνε έβαζε να το παίξουν και να το ξαναπαίξουν το κάθε τραγούδι. Κι η δόλια η ηχολήπτρια να λέει «Ακούγεται πάρα πολύ καλά κύριε Καρά, πιστέψτε με». Αλλά αυτός ήθελε το δικό του αυτί να είναι ευχαριστημένο! Επίσης συμπεριέλαβε και μια ηχογράφηση του ίδιου που έγινε τότε και τραγούδησε μια κοπέλα του χωριού, καλλίφωνη και που την κατάφερε με τα χίλια ζόρια να τραγουδήσει.
Όταν καμιά 20αριά χρόνια αργότερα ο Νίκος Διονυσόπουλος έκανε συλλογή υλικού από εν ζωή μουσικούς της Λέσβου για το διπλό σιντί των Πανεπιστημιακών εκδόσεων Κρήτης "Λέσβος Αιολίς" (απ' όπου κι οι σχετικές φωτογραφίες) συμπεριέλαβε τιμής ένεκεν και το κομμάτι αυτό που είχε ηχογραφήσει ο Καράς (Ο Μπουρλής που το είχε συνοδεύσει δεν υπήρχε πια στη ζωή).
Έτσι έμμεσα συμμετέχω κι εγώ στο σιντί. Κι απ' ό,τι βλέπω στο σημείωμα που συνοδεύει το σιντί ήταν το 74 κι όχι το 73. Τη βδομάδα ανάμεσα στο πραξικόπημα στην Κύπρο και την εισβολή του Αττίλα! Κι η Μαρία που θυμόμουν ήταν Μαρία Βούρα.
Και στο δικό μου χωριό (Ν. Ζίχνη) έτσι έλεγαν την φιλαρμονική "η μουσική". Ήμουν και μέλος της για λίγα φεγγάρια. Έβγαινε και για τα κάλαντα η μουσική και όλοι το απολάμβαναν και καμάρωναν (και οι μουσικοί και οι κάτοικοι). Είχε και καλό μπαξίσι!
ΑπάντησηΔιαγραφήΓεια σου Σταμ^2
ΔιαγραφήΣε μας η μουσική - φιλαρμονική μπαξίσι δεν είχε, όσα μάζευαν πήγαιναν στο ταμείο οι μουσικοί δεν έπαιρναν για τον κόπου τους!