Όπως έλεγα, λοιπόν, αφού βελτιώθηκαν τα οικονομικά της οικογένειας κι αποκτήσαμε μεγάλο στάβλο, πλήθυναν και τα ζώα που είχαμε. Και τα ζώα χρειάζονται φαγητό. Και καλά όταν δεν μπορούν να βρουν μόνα τους, να τους δώσεις έτοιμο, τον περισσότερο καιρό όμως μια χαρά μπορούν να βρουν να φάνε στα κτήματα (τα χωράφια με τις ελιές). Όμως πρέπει και να τα επιβλέπεις κι έτσι τα κτήματα που προσφέρονται για κάτι τέτοιο πρέπει να είναι προσβάσιμα. Σήμερα, με το δίκτυο των αγροτικών δρόμων που έχει ανοιχτεί και το πλήθος των αυτοκινήτων, η απόσταση από το χωριό δεν είναι θέμα. Όμως για την εποχή που συζητάμε (αρχές δεκαετίας του 70) μόνο τα κοντινά κτήματα ήταν πρόσφορα για να βάλεις τα ζώα να βοσκήσουν. Κι έπρεπε να έχουν και κάποιο μέγεθος ώστε να τους φτάνει το χορτάρι. Αλλά επίσης χρειαζόταν να είναι περιφραγμένα ώστε να μην τα ψάχνεις πού πήγαν (τα περιφραγμένα τα κτήματα τα λέμε σωθύρια - φαντάζομαι έτσι είναι η ορθογραφία τους).
Για τα μεγάλα τα ζώα (τα γαϊδορομούλαρα) δεν έμπαινε θέμα. Εκεί γύρω στον Μάη πούχαν τελειώσει οι αγροτικές δουλειές τα μάζευαν κάποιοι και τα φρόντιζαν (έναντι πληρωμής βέβαια). Η φροντίδα ήταν να είναι όλα μαζί, ελεύθερα στο βουνό. Έφραζαν σε συγκεκριμένα σημεία τους δρόμους που υπήρχαν τότε κι έτσι τα ζώα είχαν ολόκληρα βουνά δικά τους. Κανονιζότανε πως στην περιοχή που θα τους παραχωρούσαν υπήρχε νερό κι όλα καλά. Μια φορά τη μέρα οι ζωοφύλακες τα επισκέπτονταν για να δουν πως όλα είν' εντάξει. Αν χρειαζόσουν το ζώο σου για κάποιο λόγο το παράγγελνες και στο φέρνανε.
Τα σύγχρονα γαϊδουρομούλαρα :) Σηκώνουν βάρη και δεν κλατάρουν! |
Κάποια στιγμή οι δικοί μου αποφάσισαν κι αγόρασαν ένα κτήμα κοντά στο χωριό για να λύσουν το θέμα για τα ψιλά ζώα (κατσίκες και πρόβατα). Είχαν όμως ήδη νοικιάσει κι ένα άλλο που τώρα δεν το χρειάζονταν κι έτσι πήραν το γαϊδούρι και το μουλάρι απ' τους ζωοφύλακες και τόβαλαν στο κενό χωράφι. Η δική μου δουλειά να τα παίρνω και να τα πηγαίνω για πότισμα σε μια κοντινή βρύση. Τόκανα καθημερινά. Δεν ήταν μακριά αλλά μ' άρεσε να κάνω καβάλα στον γάιδαρο γυμνό (σιγά μην καθόμουνα να τον σαμαρώσω) και να κρατάω το μουλάρι από το σκοινί (αν και, ακόμα κι αν δεν το κράταγα ήξερε πού θα πηγαίναμε).
Μια μέρα καθώς επιστρέφαμε, είναι πίσω κάποιος άλλος γείτονας καβάλα στον δικό του γάιδαρο και βιάζεται. Εμείς πάμε σιγά και τον καθυστερούμε. Και προσπαθεί με τις συνήθεις προτροπές να κάνει τον δικό μου γάιδαρο να πάει πιο γρήγορα. Και τα καταφέρνει. Κι όταν φτάνουμε στη διασταύρωση που εμείς θα πηγαίναμε προς το κτήμα ενώ εκείνος θα συνέχιζε ευθεία καθώς στρίβει με φούρια ο γάιδαρός μου, βρίσκομαι εγώ κάτω. Περνάει ο γάιδαρος από πάνω μου και με το πέταλό του μου σκίζει το σαγόνι. Ακόμα τόχω το σημάδι κι ας έχουν περάσει 50 χρόνια σχεδόν.
Γενικά ήμουν αποφασιστικός με τα ζώα κι αυτό σήμαινε πως με άκουγαν. Ας πούμε για τον γάιδαρο αυτόν που μ' έριξε κάτω. Δεν τόκανε επίτηδες ούτε ήταν δικό του το φταίξιμο. Ο συγκεκριμένος ήταν πεισματάρης και φοβιτσιάρης. Έτσι, καθώς περπάταγε στο δρόμο μπορεί κάτι να γινόταν και νάρχιζε να πισωπατάει. Τόχε συνήθειο ειδικά όταν τον είχε η μάνα μου. Στον πατέρα μου δεν το πολυέκανε, εξάλλου αυτός έπαιρνε το μουλάρι (που λόγω ύψους η μάνα μου το φοβόταν έστω κι αν ήταν πιο βολικό). Ε, λοιπόν το συγκεκριμένο γαϊδούρι μόνο την φωνή μου νάκουγε, χωρίς να με δει ακόμα, σταμάταγε τα νάζια και πήγαινε κανονικά. Αλλά είχαμε μια δύσκολη συνάντηση προηγούμενα (μία και μόνη) όπου έγινε σαφές ποιος κάνει κουμάντο :)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Απόψεις; Ιδέες; Αντιρρήσεις; Παραλλαγές;
Όλα ευπρόσδεκτα.