Όπως έλεγα παλιότερα, την εποχή που ήμασταν μαθητές ήταν μόδα η βόλτα πάνω κάτω στα περισσότερα μέρη (πολλές φορές λεγόταν και νυφοπάζαρο :) ) και πως κάτι παρόμοιο υπήρχε και στο χωριό (στο δρόμο κοντά στο διπλανό, για να μην μπορούν να περάσουν τ' αυτοκίνητα και να βλαστημάνε). Όταν δεν είχαμε διαβάσματα κι ο καιρός ήταν καλός μαζευόμασταν η παρέα (συμμαθητές βασικά) και αρχίζαμε το περπάτημα. Ερχόντουσαν πολλές φορές κι άλλοι απ' το Πλωμάρι μιας και υπήρχε κάτι σαν άσυλο: Γενικά οι κυκλοφορία από μια ώρα και μετά ήταν απαγορευμένη για τους μαθητές. Στο χωριό μένανε δυο καθηγητές που θα μπορούσαν να μας ελέγξουν. Αλλά μας είχαν πει πως αυτοί κάνουν τη βόλτα τους (αρκετά μακρινή μάλιστα) γύρω στις 6 - 7 τ' απόγεμα και μετά είναι στο καφενείο στο χωριό ο ένας και στο σπίτι του ο άλλος. Άρα εμείς μπορούσαμε να κυκλοφορούμε αφού αυτοί θα είχαν αποσυρθεί! (Αλλ' αυτά τάχω ξαναγράψει).
Δυο χωριά, δυο νεκροταφεία, αλλά το ένα, του Τρύγονα, είναι δίπλα στο δρόμο που κάναμε τη βόλτα μας. Η συνηθισμένη διαδρομή ήταν πολύ μικρότερη, δεν φτάναμε μέχρις εκεί, λίγο μετά τα καφενεία σταματάγαμε. Κάποια φορά φεύγαμε πιο πέρα αλλά υπήρχε ένσταση να μην προχωρήσουμε άλλο για να μην φτάσουμε μέχρι το νεκροταφείο. Κάποιος είπε πως δεν πήγαινε ούτε μέρα σε τέτοια μέρη ενώ άλλος πως δεν θα σκεφτόταν να πάει εκεί νύχτα και μάλιστα πως δύσκολα θα βρισκόταν κάποιος που να τολμήσει να πάει. Ο Ν. που δεν πήγαινε ούτε τη μέρα ήταν αυτός που δεν ήθελε να πλησιάσουμε το συγκεκριμένο, οι άλλοι έστω κι αν ήταν νύχτα δεν είχαν ιδιαίτερο θέμα αφού κυκλοφορούσε κόσμος αρκετός και πέρναγαν κι αυτοκίνητα οπότε δεν θα υπήρχε πρόβλημα.
Κουβέντα στην κουβέντα υπήρξε πρόσκληση - πρόκληση αν κάποιος τολμάει να το κάνει. Να πάει νύχτα στο νεκροταφείο της Πλαγιάς. Με έπαθλο 2 ή 5 δραχμές (τελείως ευτελές δηλαδή, απλά για να υπάρχει κάτι). Το στοίχημα έγινε δεκτό από μένα. Θα πήγαινα σε νεκροταφείο βράδυ κι έπρεπε να φέρω κάτι από κει που να αποδεικνύει πως όντως πήγα μιας και οι υπόλοιποι δεν σκέφτονταν να έρθουν να με παρακολουθήσουν, βέβαια.
Στο βάθος το νεκροταφείο (με την εκκλησία και τα κυπαρίσια) και στη μέση ο δρόμος |
Στο νεκροταφείο πήγα αμέσως (και δεν ήταν και πολύ αργά, γύρω στις οχτώμισι, καλοκαιράκι, μόλις κι είχε πέσει το φως) κι απ' τον κανονικό το δρόμο. Κοιτάω πέρα δώθε να πάρω κάτι, βλέπω ένα κομμάτι από φέρετρο. Εκείνες τις μέρες είχαν ανοίξει έναν θείο μου (στο χωριό μετά από δυο χρόνια απ' την ταφή ο τάφος ανοίγεται και λογικά πρέπει να έχουν μείνει μέσα μόνο κόκκαλα που μαζεύονται σ' ένα μικρό κασελάκι κι χώρος μένει διαθέσιμος για επόμενο ένοικο) και ένα κομμάτι απ' το φέρετρό του είχε ξεμείνει. Μ' άρεσε η ιδέα. Το παίρνω ο καλός σου και κόβω μέσα απ' τα κτήματα ώστε να βγω στο δρόμο που κάναν βόλτα οι υπόλοιποι.
Τους περίμενα μισοκρυμμένος και με το που πλησιάζουν (αυτοί πήγαιναν χαλαρά, εγώ βιάστηκα λίγο) βγαίνω μπροστά τους. Με το που με βλέπουν απομακρύνονται κάπως, μην τους ακουμπήσω κιόλας. Αναγνωρίζουν πως αυτό που κουβαλούσα μόνο στο νεκροταφείο μπορούσα να το έχω βρει κι όλα καλά. Όλα; Ε, όχι ακριβώς. Ο Ν. που λέγαμε πήρε δρόμο και δεν μας ξαναπλησίασε εκείνη τη βραδιά.
Α, ναι. Απ' όσο θυμάμαι, τελικά το έπαθλο δεν το πήρα (εκτός αν μπήκε σε κάνα μαγαζί που κάτσαμε).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Απόψεις; Ιδέες; Αντιρρήσεις; Παραλλαγές;
Όλα ευπρόσδεκτα.