20 Δεκεμβρίου 2021

Φροντιστήριο (+ Νοσοκομείο)

Μιας και βρεθήκαμε στην Αθήνα, κάναμε και μια βόλτα μέχρι την Ακρόπολη

Στο χωριό, την εποχή εκείνη δεν είχαμε φροντιστήρια εκτός απ' αυτό των Αγγλικών. Το διάβασμα γινόταν μέσα από βιβλία που αγοράζαμε. Κάποια απ' αυτά τα χρησιμοποιούσαμε και στο σχολείο μιας και τα σχολικά, του οργανισμού, δεν ήταν για προετοιμασία για εξετάσεις. Για την ακρίβεια ήταν τελείως πρόχειρα και είχαν πολύ λίγη ύλη σε σχέση μ' αυτά που χρειαζόμασταν (τότε η ύλη δεν ήταν σαφώς καθορισμένη, σε κάθε μάθημα μπορούσε να μπει οποιοδήποτε θέμα) κι έτσι τα βιβλία απλά τα παραλαβαίναμε απ' το σχολείο και τ' αφήναμε στην άκρη. Κι ο καθένας προσπαθούσε να λύσει πολλές συναφείς ασκήσεις με το μάθημα που είχε τη μέρα εκείνη ή και από παρακάτω. Κι αν είχαμε κάποια απορία τη συζητούσαμε μεταξύ μας ή με τον καθηγητή. Προσωπικά για κάθε μάθημα (από τα πέντε που εξεταζόμασταν - για το έκτο, την έκθεση δεν είχαμε βιβλίο) είχα τα βιβλία από τρεις τουλάχιστον διαφορετικούς συγγραφείς. Παράλληλα, υπήρχε παράδοση για όποιον μπορούσε και ήθελε να κάνει φροντιστήριο στη Μυτιλήνη ή την Αθήνα για δυο μήνες τα καλοκαίρια (στις διακοπές δηλαδή) από την πέμπτη προς την έκτη κι αφού είχαμε αποφοιτήσει μέχρι να δώσουμε εξετάσεις (που τότε ξεκίναγαν μετά τις 20 Αυγούστου).

Το μοτίβο αυτό ακολούθησα κι εγώ. Τελειώνοντας της πέμπτη έφυγα από το χωριό για φροντιστήριο στην Αθήνα. Τέλος Ιούνη του 76 μπήκαμε στο βαπόρι και νάμαστε. Δεν θα έμενα μόνος μου αλλά μ' ένα συμμαθητή απ' το διπλανό χωριό, το Δημήτρη (ή Μήτρο). Είχαν κανονίσει οι πατεράδες και μας είχαν βρει γι' αυτούς τους δυο μήνες ένα σπίτι στα Άνω Ιλίσια. Άδειο ήτανε κι έτσι αγοράσαμε κάποια βασικά χρειώδη για τη διαμονή και τη σίτισή μας. Είχανε κανονίσει να έρθουν εναλλάξ οι δυο μαμάδες μαζί, τρεις βδομάδες η μια, μια βδομάδα κενή και τρεις βδομάδες η άλλη. Το φροντιστήριο ήταν ο Κύκλος που ένας από τους ιδιοκτήτες του, ο Γιάννης ο Παπουτσάνης, ήταν από το Πλωμάρι.

Τα μαθήματα ξεκινούσαν στις 7 ή στις 8 το πρωί μέχρι τη μία το μεσημέρι (άρα εμείς ξυπνάγαμε καμιά ώρα πιο πριν να ετοιμαστούμε και να προλάβουμε να κατέβουμε μέχρι το κέντρο, το φροντιστήριο ήταν δίπλα στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής, εκεί κοντά στην Κάνιγγος ήταν μαζεμένα όλα τα μεγάλα φροντιστήρια που έκαναν τέτοια καλοκαιρινά μαθήματα για μαθητές που θα τους είχαν δυο μήνες μόνο). Επιστρέφαμε με το λεωφορείο στο σπίτι. Φαγητό και μετά διάβασμα. Τ' απόγεμα διάλειμμα και μια βόλτα στο άλσος της Πανεπιστημιούπολης και ξανά διάβασμα. Μέχρι τι ώρα; Όσο πάρει. Συνήθως εγώ έμενα μέχρι τις 2 ή τις 3.

Τόσες ώρες διάβασμα και τόσο λίγος ύπνος είχαν σαν αποτέλεσμα να πάθω υπερκόπωση. Γιατί με τις ώρες διάβαζα κι όταν ήμουνα στο σχολείο. Και τότε κοιμόμουνα σχετικά λίγο (αν και ποτέ δεν ήμουν απ' αυτούς που χρειάζονται πολλές ώρες ύπνου). Και την πρώτη μέρα που φτάσαμε στην Αθήνα και πήγαμε στο φροντιστήριο, εκεί που συζητούσαμε με τον Παπουτσάνη για τα καθέκαστα (πότε, πόσο, αν, πώς) ξαφνικά λιποθυμάω και πάρ' τον κάτω. Έπαιξε ρόλο και η ταλαιπωρία στο βαπόρι, δεν είχα κοιμηθεί σχεδόν καθόλου, ήμουν αμάθητος από ταξίδια. Θα μου πει κανείς μα οι υπόλοιποι δεν ήταν ταλαιπωρημένοι απ' το ταξίδι; Ε, οι άλλοι άντεχαν παραπάνω.

Μια λιποθυμία εξηγείται εύκολα και το πράγμα δεν θα είχε συνέχεια αν δεν ακολουθούσε και μια δεύτερη. Είχαν περάσει οι τρεις βδομάδες, είχε φύγει η μάνα μου, δεν ξέρω αν πέραση κι η τέταρτη η κενή κι είχε προλάβει να έρθει η μάνα του Δημήτρη αλλά ένα πρωινό στο φροντιστήριο, σ' ένα διάλειμμα που καθόμασταν και κουβεντιάζαμε ξαφνικά τα έχασα. Δεν θυμάμαι αν έπεσα ή όχι (νομίζω όχι) αλλά η απώλεια της επαφής με το περιβάλλον ήταν φανερή. Εγώ δεν έδωσα σημασία έδωσε όμως ο πατέρας μου όταν το έμαθε (από τον πατέρα του Δημήτρη που το είχε πληροφορηθεί απ' το γιο του). Κι όχι μόνο έδωσε σημασία αλλά άρχισε να το κουβεντιάζει με το γιατρό του χωριού. Κι οι πιθανές αιτίες που σκέφτηκαν ήταν πολλές κι όχι οι καλύτερες. Οπότε ξεκινάει κι έρχεται κι αυτός στην Αθήνα.

Έφτασε προετοιμασμένος και με τα σκονάκια του. Με ραντεβού με νευροχειρούργο, που βέβαια μόνο με την εξωτερική εξέταση και με το ιστορικό δεν έβγαλε άκρη κι έτσι μπήκα σε νοσοκομείο για εξετάσεις ώστε να προσδιοριστεί (αν γινόταν δυνατόν) η αιτία. Νοσοκομείο Ευαγγελισμός, κάπου ψηλά, μάλλον στον 5ο όροφο. Ένας θάλαμος με 9 ασθενείς. Οι περισσότεροι με πρόβλημα στο κεφάλι. Κάποιοι εγχειρισμένοι, κάποιοι για εξετάσεις, κάποιες για θεραπεία. Εγώ απ' τους καλύτερους της παρέας (αν όχι ο καλύτερος). Οι εξετάσεις που γίνονταν δεν έδειχναν κάτι και επίσης δεν αισθανόμουν πως με ενοχλούσε κάτι. Ίσα - ίσα, η βδομάδα που έμεινα μέσα στο νοσοκομείο ήταν βδομάδα διακοπών.

Διάβασμα στο νοσοκομείο δεν είχα, άρα ούτε και ξενύχτια. Από φαγητό το καλύτερο. Ερχόταν για κάθε κρεβάτι το σχετικό συσσίτιο, ανάλογα με τις οδηγίες των γιατρών. Για μένα οδηγίες δεν υπήρχαν άρα έτρωγα ό,τι είχε το πρόγραμμα. Όμως όχι το πρόγραμμα του ορόφου ή γενικά του νοσοκομείου αλλά το πρόγραμμα φαγητού του (7ου θαρρώ) ορόφου που ήταν για τους VIP για τους ιδιαίτερους ασθενείς (μονόκλινα δωμάτια, ειδικό φαγητό, ειδική περιποίηση). Πώς κι αυτό; Στα μαγειρεία ήταν μάγειρας ένας απ' το χωριό μου. Ερχόταν στις διακοπές του (κι η αδερφή του έμενε πάν' απ' το σπίτι μας). Έτσι όταν έμαθε πως ήμουνα νοσηλευόμενος είπε να βοηθήσει με τον τρόπο του. Να μου στέλνει απ' το "καλό" το φαγητό. Κι όπως ερχόταν ιδιαίτερο πιάτο γι' αυτούς που ο γιατρός είχα δώσει σχετική οδηγία, έτσι ερχόταν και για το δικό μου κρεβάτι συστημένο. Κανείς δεν ρώταγε πώς και γιατί!

Τις ώρες που δεν ήμουνα σε εξετάσεις ή δεν κοιμόμουνα την έβγαζα στο σαλόνι του διαδρόμου. Μαζευόμασταν εκεί κόσμος από διαφορετικούς θαλάμους και περνάγαμε την ώρα μας. Ακόμα και άνθρωποι με όγκους που δεν τους έμενε και πολλή ζωή ήταν στην παρέα χωρίς κανένα θέμα. Όταν έφυγα από το νοσοκομείο είχα διευθύνσεις από καμιά δεκαριά άτομα (άσχετα αν δεν ξαναβρεθήκαμε ποτέ).

Στο θάλαμο ο πιο δύσκολος (που για μας ήταν αστείο, αλλά για τις νοσοκόμες μεγάλος μπελάς) ήταν ένα παππούς πολύ παράξενος. Είχε τα προβλήματά του αλλά είχε και τις λόξες του. Σηκωνόταν να φύγει στα ξαφνικά (και τούχαν βάλει κάγκελα στο κρεβάτι), δεν συνεργαζόταν στο να ακολουθήσει τις οδηγίες των γιατρών, Γκρίνιαζε συνέχεια. Στα νοσοκομεία γίνονται τακτικές θερμομετρήσεις, η πρώτη γύρω στις πεντέμισι με έξι το πρωί. Μέσα στη νύστα μας, ερχόταν η νοσοκόμα, μας έδινε το θερμόμετρο, το βάζαμε μισοκοιμισμένοι κι ερχόταν να το πάρει. Κι ο μπάρμπας να δυσανασχετεί. Ένα πρωί λέει στη νοσοκόμα να φύγει γιατί είναι άσχημη και να πάει άλλη πιο όμορφη να του δώσει το θερμόμετρο. Κι άλλα τέτοια.

Τελικά δεν βρέθηκε κάποιο παθολογικό εύρημα και βγήκα από το νοσοκομείο με διάγνωση πως ήταν θέμα υπερκόπωσης. Ήθελα να ξαναρχίσω τα μαθήματα αλλά ο πατέρας μου ανένδοτος. Με πήρε και επιστρέψαμε στο χωριό. Συνέχισα το διάβασμα κατά μόνας, αλλά με πολύ πιο ριγμένους ρυθμούς. Στη βόλτα παρέα δεν υπήρχε. Οι συμμαθητές έλειπαν είτε για φροντιστήριο ακόμα είτε στις εξοχές (σε σπιτάκια στο βουνό για πιο δροσερό καλοκαίρι). Μικρότεροι που κάναμε παρέα δεν ερχόντουσαν εύκολα. Έτσι ήμουνα μόνος. Τότε άρχισα να παίρνω αποφάσεις για τη ζωή μου. Για το πώς πρέπει να συμπεριφέρεται κανείς και τι είν' αυτό που έχει αξία. Ήταν ένα καλοκαίρι καθοριστικό για την προσωπικότητά μου. Π.χ. αποφάσισα να μην δίνω σημασία στο φαίνεσθαι αλλά στο πραγματικό. Κι έτσι ένωσα τη μοναξιά μου με τη μοναξιά μιας κοπέλας που δεν είχα και το καλύτερο όνομα στο χωριό και κανείς δεν έκανε παρέα μαζί της (στα φανερά). Κι αντί να πηγαίνει ο καθένας μόνος του, πηγαίναμε στη βόλτα οι δυο παρέα. Τι βρίσκαμε και λέγαμε; Ε, όλο και κάτι θα βρίσκαμε. Δεν είχαμε σχέση, απλά συνυπήρχαμε παράλληλα. Κι αυτό για μένα ήταν μεγάλη ανακούφιση.

Φροντιστήριο πήγα κι όταν τέλειωσα το σχολείο, το καλοκαίρι του 77. Αλλά γι' αυτό, αργότερα, στην ώρα του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Απόψεις; Ιδέες; Αντιρρήσεις; Παραλλαγές;
Όλα ευπρόσδεκτα.