10 Νοεμβρίου 2021

Παιδικά παιχνίδια

5 Αυγούστου του 61

Αναμνήσεων συνέχεια. Και μιας κι η σημερινή μέρα είναι επετειακή (κλείνω τα 62) λέω ν' ασχοληθώ με τα παιδικά μου παιχνίδια. Τα δικά μου βασικά. Αλλά και γενικότερα της εποχής εκείνης, Απ' τα πρώτα μου παιχνίδια που θυμάμαι είναι μια φυσαρμόνικα. Μάλλον αγορασμένη απ' τη γιαγιά Ρηνιώ σε κάποιο πανηγύρι. Πολύ δεμένος μ' αυτήν. Την είχα στο λαιμό μου ολομερίς κι ολονυχτίς. Δεν την αποχωριζόμουν ούτε στον ύπνο μου (τότε δεν φοβόντουσαν μην πνιγεί το μωρό απ' την αλυσίδα της φυσαρμόνικας). Μπορεί να τη φύσαγα ή να τη γέμιζα( ; ) νερό. Δεν έχει σημασία. Αρκεί που ήταν μαζί μου. Αλλά για τη φυσαρμόνικα αυτή έχω ξαναμιλήσει τότε που έγραφα για τον εξηλεκτρισμό του χωριού και πώς έγινε εργαλείο για το σκότωμα σκορπιού!

Το λαγουδάκι δεν ξέρω τι έγινε, το κουτί του υπάρχει ακόμα!


Τα παιχνίδια που θυμάμαι ήταν λίγα (τα περισσότερα απ' τη γιαγιά που λέγαμε): ένα αρνάκι κι ένα αλογάκι με ρόδες. Στολισμένα πάντοτε σ' ένα ράφι δίπλα στη σκάλα, σπάνια επιτρεπόταν να τα πάρω να παίξω (κι εννοείται πάντα μέσα στο σπίτι). Επίσης ένα αυτοκίνητο φόρμουλα που μου τόχε στείλει ο θείος μου από την Αυστραλία(!) κι ένας λαγός κουρδιστός που στόλιζαν το σκρίνιο στο σαλόνι. Εννοείται ότι κι αυτά ήταν για να υπάρχουν κι όχι για να παίζω μαζί τους εκτός από σπάνιες φορές που θα δινόταν άδεια. Τι, να τα παίξω και να τα χαλάσω; Αυτή ήταν η άποψη της μάνας μου. Τα έχουμε και λέμε ότι έχουμε. Δεν είναι για καθημερινή χρήση, αφού είναι ελάχιστα και πολύτιμα! Έτσι αντί γι' αυτά μου επιτρεπόταν (όταν ήμουν ακόμα πολύ μικρός) να παίζω με τα κατσαρολικά (τα έβγαζα απ' το ντουλάπι, τ' άπλωνα στο πάτωμα και έκανα τον γανωτή που δεν το είχα δει να δουλεύει αλλά μ' εντυπωσίαζε η φωνή του όταν πέρναγε στο δρόμο "μπακίρια γανώσ'". Αργότερα, το επάγγελμα άλλαξε, έκανα εγκαταστάσεις καλωδίων (ο εξηλεκτρισμός που λέγαμε): έπαιρνα βρακοζώνες, δηλαδή πλεκτά βαμβακερά σχοινάκια και τα άπλωνα ανάμεσα σε καρέκλες!

Υπήρξε όμως κι ένα παιχνίδι που έπαιξα πολύ κι ήταν κάτι με μαστορέματα που μου πήρε μια φορά ο νονός μου για Πάσχα (νομίζω). Γενικά την εποχή εκείνη συνηθίζαμε πριν να μεταλάβουμε τα Χριστούγεννα και το Πάσχα (αυτές ήταν οι συνηθισμένες φορές) να πάμε να φιλήσουμε το χέρι των μεγαλύτερων συγγενών μας (ζητώντας τους συγχώρεση - αυτή την έννοια είχε) οι οποίοι κάποιο ρεγάλο μας έδιναν. Πορτοκάλια, κουλούρια και τέτοια, σπάνια κάνα φραγκάκι. Μέσα στους συγγενείς ήταν κι οι νουνοί. Το σύνηθες δώρο τους κάποιο ρούχο, εκτός από μια φορά που ήταν παιγνίδι. Ήταν μια επιφάνεια και κομμάτια στρογγυλά, τρίγωνα, τετράγωνα ορθογώνια που τα κάρφωνες (είχε και σφυράκι με καρφάκια) κι έφτιαχνες διάφορα σχήματα. Ήταν ένα παιχνίδι που πολύ το είχα φχαριστηθεί.

Μπάλες σπάνια να είχα, συνήθως μεγαλύτερος όταν τις αγόραζα (πλαστικές πάντα, οι δερμάτινες ήταν είδος εξωτικό) απ' το χαρτζιλίκι μου (και πάντα με γκρίνια απ' τη μάνα μου για το μάταιο ξόδεμα των χρημάτων). Πάντως κάποιες είχα πάρει και μ' αυτές γινόμουν δεκτός από τις ομάδες των συνομηλίκων μιας κι ήμουν άμπαλος είτε στο ποδόσφαιρο είτε στο βόλεϊ (με σύρμα κι όχι δίχτυ, βέβαια).

Με την ξαδέρφη μου την Δέσποινα και την αγαπημένη της κούκλα.

Αλλά να πω και για παιχνίδια άλλων. Όπως για το κουκλάκι της Δέσποινας. Όχι αυτήν που κρατάει στη φωτογραφία. Ένα άλλο, πιο παλιά, πλαστικό. Που από την πολλή χρήση είχε σπάσει κι είχε γίνει επικίνδυνο (σκληρό πλαστικό ήταν το υλικό του). Και κάποια στιγμή η μάνα μου σε συνεργασία με τη μάνα της το πέταξε στη φωτιά για να καεί την ώρα που τηγάνιζαν πατάτες (τότε η φωτιά ήταν με ξύλα, δεν υπήρχαν ούτε γκαζιέρες, ούτε πετρογκάζ - καλά για ηλεκτρικά μάτια πώς να υπάρχουν αφού δεν υπήρχε ηλεκτρικό). Το σκεπτικό που διαλέχτηκε εκείνη η ώρα για την εξαφάνιση του απομειναριού της κούκλας ήταν ότι οι τηγανητές πατάτες ήταν το αγαπημένο της έδεσμα άρα θα γινόταν πιο εύκολα αποδεκτή μια ανταλλαγή κούκλα αντί πατάτες. Αμ δε. Έριξε κλάμα ατέλειωτο. Και μέσ' τ' αναφιλητά της έλεγε: "Ου, θεία Μιμίνα, έκαψι κουκλέλι ψης ψης πατάτις" το οποίο σε μετάφραση από τα παιδικά Πλαγιώτικα λέει "Ωχ, η θεία Μαρία έκαψε το κουκλάκι μου για να τηγανίσει πατάτες".

Γενικά, παρόμοια με μένα ήταν η κατάσταση των παιγνιδιών και για τα υπόλοιπα παιδιά της εποχής εκείνης. Όλοι στο χωριό στο ίδιο πάνω κάτω επίπεδο ήμασταν. Και ξαφνικά σκάει μύτη μια κούκλα που μίλαγε! Όλοι μείναμε. Την έστειλε ο νονός της αδερφής του κολλητού μου. Ήταν με μπαταρίες κι είχε ένα σχοινάκι που το τράβαγες κι έλεγε κάποιες φράσεις που υπήρχαν σε κάποιο μέσον στο εσωτερικό της. "Καλημέρα", "Εμένα με λένε Μαρία"(;), "Θέλω να παίξουμε" και κάποιες ακόμα παρόμοιες. Την χαζεύαμε (και τη ζηλεύαμε) όλοι, αγόρια και κορίτσια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Απόψεις; Ιδέες; Αντιρρήσεις; Παραλλαγές;
Όλα ευπρόσδεκτα.