Στα 1979. Με άνοια πια.
Επανερχόμαστε χρονικά στα παλιά και τα μικράτα μου. Να γράψω λίγα για το οικογενειακό μου δέντρο, τώρα. Τις γιαγιάδες κι τον παππού που γνώρισα.Η γιαγιά Ρηνιώ. Η μάνα του πατέρα μου. Από καλό σόι, από τ' Αναστασέλια. Αλλά κι ο πατέρας της δεν ήταν από παρακατιανό. Γιαμουγιάννης. Βέβαια, όπως ξανάπα, ήταν 8 αδέρφια. Έτσι, νωρίς ο πατέρας της την έστειλε παρακόρη στη Σμύρνη. Η γιαγιά είχε γεννηθεί στα τέλη του 19ου αιώνα. Τότε το Πλωμάρι ήταν στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Όπως και η Σμύρνη. Η απελευθέρωση της Λέσβου έγινε στα 1912. Κοντά και η Σμύρνη. Και τότε το Πλωμάρι είχε πολλά πάρε δώσε με την ακμάζουσα Σμύρνη. Είχε βιομηχανίες διάφορες που λειτουργούσαν αυτόνομα αλλά και δορυφορικά. Τα σαπούνια του, για παράδειγμα, ήταν ξακουστά ακόμα και σ' αυτή τη Μασσαλία! Κι ο πληθυσμός του έφτανε τις δέκα χιλιάδες ανθρώπους.
Ήρθε η μικρασιατική καταστροφή και το Πλωμάρι πήρε την κατιούσα. Και πάλι καλά δηλαδή, αφου σήμερα έχει κάπου τρεις χιλιάδες κόσμο. Αλλά τα μεγαλεία φύγανε. Τα εργοστάσια πάνε (μόνο δυο + δυο ποτοποιίες έχουν μείνει - δυο μεγάλες με εξαγωγές κλπ και δυο μικρές, τοπικές κυρίως). Η μετανάστευση, εσωτερική (κυρίως προς Αθήνα) και εξωτερική (Αμερική παλιότερα κι αργότερα Αυστραλία) λιγόστεψαν τον πληθυσμό αλλά παράλληλα έδωσαν τη δυνατότητα σ' αυτούς που έμειναν να μπορούν να συντηρηθούν. Είπαμε η γιαγιά μου ήταν 8 αδέρφια. Έφυγαν τα 6 στην Αμερική, η πατρική περιουσία μοιράστηκε στα δυο (στις δυο για την ακρίβεια) που έμειναν στο Πλωμάρι.
Ο παππούς από την πρώτη στιγμή που τους γνώρισαν της ξηγήθηκε: "Άκου να σου πω Ρηνιώ. Εδώ δεν είναι Σμύρνη. Φτωχοί άνθρωποι είμαστε. Τώρα που θα παντρευτούμε θ' αλλάξουν τα πράγματα. Και τα ομπρελάκια θα τα πετάξεις και τα φουστανάκια θα τα πετάξεις. Βρακιά θα φορείς". "Και τον πήρες γιαγιά;" ρώτησε με έκπληξη η ξαδέρφη μου όταν κάποια στιγμή μας τα διηγόταν αυτά η γιαγιά! "Τον πήρα, τι νάκανα" μας λέει (να σημειωθεί πως την εποχή εκείνη όλες οι γυναίκες στα χωριά μας φόραγαν βράκες. Αργότερα άρχισαν να φοράνε φουστάνια αλλά βρακούσες υπήρχαν μέχρι τη δεκαετία του 80, αρχές 90). Η ζωή τους πέρασε με στερήσεις (καθόλου παράξενο) που γίνονταν πιο έντονες όταν το ψάρεμα δεν πήγαινε και πολύ καλά (και γιατί να πάει) και αυτά που έβγαιναν έφταναν ίσα - ίσα για τα τσιγάρα του (άρα για το σπίτι δεν περίσσευαν - είχε προτεραιότητες, βλέπετε). Τη γιαγιά τη Ρηνιώ την αγαπούσα ιδιαίτερα. Ίσως γιατί δεν την έβλεπα τακτικά αφού εκείνη έμενε στο Πλωμάρι κι εμείς στην Πλαγιά (τα 4 χιλιόμετρα ήταν πολλά εκείνα τα χρόνια) μπορεί γιατί ήταν χαρούμενη και άνετη, αγαπούσε τα γλέντια και τα πανηγύρια και πήγαινε τακτικά όπου και όσο μπορούσε. Μικρός κυνηγούσα τα αυτοκίνητα φωνάζοντας "πάρε με γιαγιά Ρηνιώ". Αλλά κι όταν τελειώνοντας την πρώτη δημοτικού ο πατέρας μου μού αγόρασε το πρώτο μου ποδήλατο από τη Μυτιλήνη και περνώντας απ' το χωριό το άφησε και θα συνέχιζε να πάει να την επισκεφτεί, εγώ πήγα μαζί του και δεν ασχολήθηκα με το ποδήλατο. Αυτό θα το είχα κάθε μέρα, ευκαιρία για επίσκεψη στη γιαγιά πού θα την έβρισκα; 😍
Έπεται συνέχεια. Η παραπάνω φωτογραφία που δείχνει τη γιαγιά με τον παππού μου το Γιάννη, είναι μοντάζ. Την έχει φτιάξει την εποχή εκείνη(!) ο φωτογράφος του χωριού (ο Γκάγκαλης) από δυο διαφορετικές φωτογραφίες. Δουλειά με το χέρι, φωτογράφιση της κάθε μιας για απομόνωση των προσώπων και μετά να τις βάλει δίπλα δίπλα. Τη φωτογραφία απ' όπου είχε πάρει την είχε ο πατέρας μου και τη θυμάμαι. Και μούχε κάνει εντύπωση που έγραφε από πίσω: "Η γριά με το γέρο με τα γυαλιά". Τον παππού μου τον θυμάμαι απ' αυτή τη φωτογραφία και μόνο. Είχε πεθάνει όταν γεννήθηκα εγώ, σε μικρή σχετικά ηλικία (αλλά κι ο πατέρας μου και τ' αδέρφια του σε μικρή ηλικία πέθαναν, πριν τα 70). Αλλά κι η γιαγιά μου την εποχή εκείνη πρέπει να ήταν σε ηλικία παρόμοια με τη δικιά μου σήμερα. Άντε σήμερα να πεις τον εξηντάρη γέρο!
Ήρθε η μικρασιατική καταστροφή και το Πλωμάρι πήρε την κατιούσα. Και πάλι καλά δηλαδή, αφου σήμερα έχει κάπου τρεις χιλιάδες κόσμο. Αλλά τα μεγαλεία φύγανε. Τα εργοστάσια πάνε (μόνο δυο + δυο ποτοποιίες έχουν μείνει - δυο μεγάλες με εξαγωγές κλπ και δυο μικρές, τοπικές κυρίως). Η μετανάστευση, εσωτερική (κυρίως προς Αθήνα) και εξωτερική (Αμερική παλιότερα κι αργότερα Αυστραλία) λιγόστεψαν τον πληθυσμό αλλά παράλληλα έδωσαν τη δυνατότητα σ' αυτούς που έμειναν να μπορούν να συντηρηθούν. Είπαμε η γιαγιά μου ήταν 8 αδέρφια. Έφυγαν τα 6 στην Αμερική, η πατρική περιουσία μοιράστηκε στα δυο (στις δυο για την ακρίβεια) που έμειναν στο Πλωμάρι.
Από τα 8 αδέρφια που πήγαν στην Αμερική μόνο η μία ήρθε ξανά για μια επίσκεψη και το 1965 ήρθε κι ο γιος της ο Στέφανος με τη γυναίκα του και την κόρη του. Κι είχε και φωτογραφική μηχανή. Έγχρωμη παρακαλώ! Εδώ η γιαγιά με τη γυναίκα του ανιψιού της.
Όμως παρακόρη πήγε στην εποχή της ακμής. Ο όρος παρακόρη, είναι ένας ευφημισμός της υπηρέτριας. Σύμφωνα με το ΛΚΝ "παρακόρη η [parakóri] Ο30 : (παρωχ.) 1. κορίτσι που βοηθούσε στις δουλειές του σπιτιού, συνήθ. από γνωστή ή συγγενή οικογένεια. 2. θετή κόρη, ψυχοκόρη." Ακριβώς έτσι στάλθηκε η γιαγιά. Και στη Σμύρνη ντυνόταν και φερόταν σαν Σμυρνιά. Στα 1919 επέστρεψε στο Πλωμάρι, μεγάλωσε πια κι ήταν σε ηλικία γάμου. Της κάνουν προξενιά τον παππού μου. Που δεν είχε τίποτα απ' αυτά πούχε η νεαρή Ρηνιώ. Ψαράς ήτανε. Και φτωχός, αλλά αυτό δεν ήταν παράξενο, οι περισσότεροι φτωχοί ήταν.Ο παππούς από την πρώτη στιγμή που τους γνώρισαν της ξηγήθηκε: "Άκου να σου πω Ρηνιώ. Εδώ δεν είναι Σμύρνη. Φτωχοί άνθρωποι είμαστε. Τώρα που θα παντρευτούμε θ' αλλάξουν τα πράγματα. Και τα ομπρελάκια θα τα πετάξεις και τα φουστανάκια θα τα πετάξεις. Βρακιά θα φορείς". "Και τον πήρες γιαγιά;" ρώτησε με έκπληξη η ξαδέρφη μου όταν κάποια στιγμή μας τα διηγόταν αυτά η γιαγιά! "Τον πήρα, τι νάκανα" μας λέει (να σημειωθεί πως την εποχή εκείνη όλες οι γυναίκες στα χωριά μας φόραγαν βράκες. Αργότερα άρχισαν να φοράνε φουστάνια αλλά βρακούσες υπήρχαν μέχρι τη δεκαετία του 80, αρχές 90). Η ζωή τους πέρασε με στερήσεις (καθόλου παράξενο) που γίνονταν πιο έντονες όταν το ψάρεμα δεν πήγαινε και πολύ καλά (και γιατί να πάει) και αυτά που έβγαιναν έφταναν ίσα - ίσα για τα τσιγάρα του (άρα για το σπίτι δεν περίσσευαν - είχε προτεραιότητες, βλέπετε). Τη γιαγιά τη Ρηνιώ την αγαπούσα ιδιαίτερα. Ίσως γιατί δεν την έβλεπα τακτικά αφού εκείνη έμενε στο Πλωμάρι κι εμείς στην Πλαγιά (τα 4 χιλιόμετρα ήταν πολλά εκείνα τα χρόνια) μπορεί γιατί ήταν χαρούμενη και άνετη, αγαπούσε τα γλέντια και τα πανηγύρια και πήγαινε τακτικά όπου και όσο μπορούσε. Μικρός κυνηγούσα τα αυτοκίνητα φωνάζοντας "πάρε με γιαγιά Ρηνιώ". Αλλά κι όταν τελειώνοντας την πρώτη δημοτικού ο πατέρας μου μού αγόρασε το πρώτο μου ποδήλατο από τη Μυτιλήνη και περνώντας απ' το χωριό το άφησε και θα συνέχιζε να πάει να την επισκεφτεί, εγώ πήγα μαζί του και δεν ασχολήθηκα με το ποδήλατο. Αυτό θα το είχα κάθε μέρα, ευκαιρία για επίσκεψη στη γιαγιά πού θα την έβρισκα; 😍
Η φωτογραφίας την ίδια μέρα από τον Στέφανο. Είναι με τη θεία και τα ξαδέρφια μου, όσοι μέναμε στην περιοχή. Ήταν κι ο θείος μου απ' την άλλη μεριά, αλλά δεν χώραγε στο φακό! Έτσι βγήκε άλλη φωτογραφία που έλειπε ο πατέρας μου 😊
Άλλο ένα περιστατικό μ' αυτήν: Η γιαγιά ψήφιζε ό,τι της έλεγε ο γιος της. Καθόλου παράξενο, πήγαινε πάντα με το έτοιμο ψηφοδέλτιο στη μπλούζα μέσα. Και πήγαινε συνοδεία, δεν ήταν εύκολο να πάει περπατώντας απ' το σπίτι της μέχρι το γυμνάσιο που ήταν το εκλογικό κέντρο. Κατέβαινε λοιπόν ο πατέρας μου με κούρσα (ταξί, αλλά τότε ιδιωτικά δεν υπήρχαν, αν έλεγες κούρσα εννοούσες ταξί) και την έπαιρνε να πάνε για ψήφο. Κάποια φορά βαρέθηκε, δεν ήταν κρίσιμες οι εκλογές κατά την άποψή του, δεν κατέβηκε. Κάποιοι άλλοι που είδαν πως η ώρα πέρναγε κι η γιαγιά δεν πήγαινε να ψηφίσει, πάνε απ' το σπίτι και την παίρνουνε λέγοντας της πως τους έστειλε ο Δούκας και την πάνε για ψήφο, δίνοντάς της, βέβαια, το ψηφοδέλτιο που εκείνοι υποστήριζαν κι ήταν διαφορετικό απ' του πατέρα μου. Έγινε κάποιος χαμός αλλά όλα είχαν τελειώσει.
Τα χρόνια πέρασαν, μεσολάβησε μια χούντα και στις εκλογές του 74 το ρόλο του απεσταλμένου τον έπαιξε η μάνα μου. Πάει από το σπίτι, παίρνει τη γιαγιά, της δίνει το ψηφοδέλτιο και πάνε στο εκλογικό τμήμα. Μπαίνει μέσα η γιαγιά, ψηφίζει και επιστρέφουν. Στην επιστροφή λέει πως ψήφισε το ψηφοδέλτιο που της έδωσε, αλλά το έλεγξε πρώτα: "Ξέρω πως ο Δούκας είναι με την ΕΔΑ. Το κοίταξα, είδα πως έγραφε ΕΔΑ, οπότε το έριξα". Βέβαια, το 74 δεν έγραφε ΕΔΑ αλλά ΕΑ. Ε, δεν το πήρε χαμπάρι. Ήταν η τελευταία φορά που ψήφισε. Στις επόμενες εκλογές είχε μεταναστεύσει κι αυτή στην Αθήνα, όπου και πέθανε.Έπεται συνέχεια. Η παραπάνω φωτογραφία που δείχνει τη γιαγιά με τον παππού μου το Γιάννη, είναι μοντάζ. Την έχει φτιάξει την εποχή εκείνη(!) ο φωτογράφος του χωριού (ο Γκάγκαλης) από δυο διαφορετικές φωτογραφίες. Δουλειά με το χέρι, φωτογράφιση της κάθε μιας για απομόνωση των προσώπων και μετά να τις βάλει δίπλα δίπλα. Τη φωτογραφία απ' όπου είχε πάρει την είχε ο πατέρας μου και τη θυμάμαι. Και μούχε κάνει εντύπωση που έγραφε από πίσω: "Η γριά με το γέρο με τα γυαλιά". Τον παππού μου τον θυμάμαι απ' αυτή τη φωτογραφία και μόνο. Είχε πεθάνει όταν γεννήθηκα εγώ, σε μικρή σχετικά ηλικία (αλλά κι ο πατέρας μου και τ' αδέρφια του σε μικρή ηλικία πέθαναν, πριν τα 70). Αλλά κι η γιαγιά μου την εποχή εκείνη πρέπει να ήταν σε ηλικία παρόμοια με τη δικιά μου σήμερα. Άντε σήμερα να πεις τον εξηντάρη γέρο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Απόψεις; Ιδέες; Αντιρρήσεις; Παραλλαγές;
Όλα ευπρόσδεκτα.