Στο χωριό μου λοιπόν υπήρχαν δυο μηχανές κι άλλες δυο στο διπλανό χωριό, τον Τρύγονα. Οι μηχανές ήταν ατμοκίνητες. Για την παραγωγή του ατμού καιγόταν πυρήνα, το κουκούτσι δηλαδή της αλεσμένης ελιάς αλλά όχι όπως έβγαινε στο εργοστάσιο αλλά αφού πήγαινε στα πυρηνελαιουργεία και έβγαιναν από μέσα του και τα τελευταία υπόλοιπα λαδιού που είχαν μείνει (πυρηνέλαιο). Για τις ανάγκες τους, για να βλέπουν όταν δούλευαν οι εργάτες, είχαν και μια ηλεκτρογεννήτρια που κι αυτή έπαιρνε κίνηση από την ατμομηχανή.
Ο ιδιοκτήτες της μηχανής του Τρύγονα, είχε την ιδέα (ήδη από τη δεκαετία του 40!) να βάζει την ηλεκτρογεννήτρια να δουλεύει και τις άλλες εποχές κι όχι μόνο το χειμώνα όταν άλεθαν ελιές και να πουλάει το ρεύμα. Εννοείται όχι όλο το εικοσιτετράωρο μόνο το βράδυ όταν σκοτείνιαζε και πάλι όχι όλη τη νύχτα για κάποιες ώρες. Το ρεύμα αυτό το έπαιρναν οι κοινότητες για κοινοτικό φωτισμό, αλλά και κάποια σπίτια. Φωτισμό, πολύ σχετικό, πολύ ασθενικό, που όμως ήταν κάτι σε σχέση με το να περιμένει κανείς μόνο από το φως του φεγγαριού. Το άναμμα των φώτων ήταν και ένα χρονικό ορόσημο: "Ίψαν ου μπαμπέλια, πάου ου μαμά μου" έλεγε ένας ξάδερφός μου μικρός (Άναψαν τα λαμπάκια, πάω στη μαμά μου).
Βέβαια, αυτό το ρεύμα δεν ήταν να κάνεις και πολλές δουλειές (και δεν έχω ιδέα για το πόσα βολτ ήταν). Αλλά και οι ηλεκτρικές συσκευές στα σπίτια ήταν ανύπαρκτες. Το μαγείρεμα γινόταν με τα ξύλα. Ο φούρνος το ίδιο. Ζεστό νερό, το ίδιο. Το σίδερο με τα κάρβουνα. Ψυγείο; Τι είν' αυτό; Και λοιπά. Μέχρι που (μάλλον το 60) ανακοινώνεται πως θα έρθει στο χωριό η ΔΕΗ. Είχε τότε ένα εργοστάσιο μέσα στην πόλη της Μυτιλήνης (εκεί που είναι σήμερα το σουπερμάρκετ του Μαϊμάρκετ, πρώην Βερόπουλος, δίπλα στο πάρκινγκ).
Θα ερχόταν ρεύμα με προδιαγραφές άρα έπρεπε να μπουν τα πράγματα σε σωστές βάσεις: Οι εγκαταστάσεις στα σπίτια έπρεπε αν αλλαχτούν, τα καλώδια να είναι με συγκεκριμένο μέγεθος, οι ασφάλειες το ίδιο και πάει λέγοντας (εννοείται πως και παλιότερα υπήρχαν τέτοια πράγματα αλλά έπρεπε να μπουν νέου τύπου - έπρεπε ή είπαν πως έπρεπε για να γίνεται τζίρος, δεν το ξέρω. Επίσης, στους δρόμους άρχισαν να σκάβονται τρύπες για να στηθούν οι στύλοι και τα απλωθούν τα καλώδια.
Εγώ μικρός μεν, αλλά θυμάμαι που τα χάζευα από το μπαλκόνι μας. Μου είχαν κάνει τεράστια εντύπωση έτσι όπως έβαζαν ένα φτυάρι σαν κουτάλα μέσα στην τρύπα για να βγάλουν λίγο λίγο το χώμα αλλά και το σκάψιμο με μπαλί (ένα μακρύ σίδερο που το χτυπούσαν για να βγει το χώμα). Κι αυτά γιατί έπρεπε οι τρύπες να είναι στενές, ίσα να χωρέσει ο (ξύλινος) στύλος. Οι δε εναερίτες που κρεμασμένοι στους στύλους στερέωναν τα καλώδια ήταν κάτι το εξωτικό. Για να τους μιμηθώ κι εγώ, έπαιρνα βρακοζώνες και τις άπλωνα στους τοίχους σαν να ήταν καλώδια. Οι βρακοζώνες είναι (ήταν) λεπτά σχοινάκια που φτιάχνονταν από κλωστές πλεγμένες όπως η κοτσίδα και τις χρησιμοποιούσαμε πέρα από την προφανή χρήση που λέει το όνομά τους (για να δένουν τις βράκες τους άνδρες και γυναίκες που να σημειωθεί πως ήταν τεράστιες) αλλά και για να δένουν κάποια μικροπράγματα π.χ. σακούλια. Εξάλλου, εκτός από το διάσιμο, μια τέχνη που εξασκούσε η μητέρα μου (η προετοιμασία του στημονιού, από κλωστή σε καλάμι να γίνει αυτό που θα μπει στην κρεβατή - αργαλειό - για φάσιμο).
Το σπίτι είχε γίνει (πάλι) γιαπί από τους ηλεκτρολόγους που έσκαβαν τους τοίχους για να περάσουν την καινούρια καλωδίωση (που ακόμα η ίδια είναι στο σπίτι). Είχε μπει ένα φως σε κάθε δωμάτιο και μια πρίζα για όλο το σπίτι! Και ναι μεν οι καλωδιώσεις του φωτισμού είναι ακόμα οι ίδιες αλλά οι πρίζες έχουν δεχτεί διαδοχικές επεκτάσεις για να μπορέσουν να εξυπηρετήσουν τις σύγχρονες ανάγκες. Έχω χάσει το λογαριασμό πόσες είναι πια.
Την εποχή εκείνη εγώ κυκλοφορούσα με μια φυσαρμόνικα στο λαιμό. Που μάλλον μου την είχε πάρει η γιαγιά μου η Ρηνιώ από πανηγύρι. Και την είχα αγαπήσει τόσο που δεν την αποχωριζόμουνα ούτε στον ύπνο μου (τότε δεν φοβόντουσαν μην πνιγεί το μωρό απ' την αλυσίδα της φυσαρμόνικας). Και την είχα, όχι για να παίζω μουσική (σιγά που ήξερα) αλλά για να της βάζω νερό! (Στην παραπάνω φωτογραφία που είναι τραβηγμένη από τον θείο μου τον Αντώνη στις 5 Αυγούστου του 61, όπως γράφει από πίσω της, φαίνεται καθαρά η χρήση!) Και κοιμόμουνα στο ίδιο δωμάτιο που κοιμόντουσαν κι οι γονείς μου. Ήταν, βλέπετε τεράστιο, πάνω από τέσσερα τετραγωνικά: 2,10 χ 2,10!
Με την ξαδέρφη μου την Δέσποινα και την αγαπημένη της κούκλα.
Ένα βράδυ την ώρα που κοιμάμαι, βάζω τις φωνές. Κάτι με πονούσε στο μικρό δάχτυλο. Ανοίγει το φως ο πατέρας μου και βλέπει έναν σκορπιό να κυκλοφορεί. Μου την είχε κάτσει. Παίρνει τη φυσαρμόνικα απ' το λαιμό μου και τη μετατρέπει σε φονικό όργανο!Συνεχίζεται, αλλά θ' αργήσει η συνέχεια, προηγούνται άλλα που είναι επίκαιρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Απόψεις; Ιδέες; Αντιρρήσεις; Παραλλαγές;
Όλα ευπρόσδεκτα.