Το 1971 ο πατέρας μου ανέλαβε μια ακόμα οικοδομή. Κι αποφάσισε ν' αγοράσει (ξανά) μπετονιέρα. Βρήκε μια μεταχειρισμένη στη Γέρα και την πήρε. Κι εγώ ανέλαβα ο επίσημος χειριστής της. Στην αρχή να ρίχνω το νερό και το τσιμέντο και να την αδειάζω. Τότε ακόμα τα υλικά τα ρίχναμε με τον τενεκέ. Αργότερα τα απλοποιήσαμε τα πράγματα. Το αμμοχάλικο έπεφτε κατ' ευθείαν με το φτυάρι. Αφού το νερό ήταν συγκεκριμένο η ποσότητα που θάπεφτε μετά ήταν αυτή που έπρεπε.
Στην οικοδομή δούλευα κάθε καλοκαίρι από κει και πέρα. Τελευταία χρονιά το καλοκαίρι του 1982. Έφυγα για να πάμε με την Μαρία εκδρομή στην Κέρκυρα. Φτάνοντας στον Πειραιά μαθαίνω πως την προηγούμενη μέρα ο πατέρας μου δεν ολοκλήρωσε το μεροκάματο. Ήταν το πρώτο σημάδι για τα προβλήματα με την καρδιά του που τον οδήγησαν στο να σταματήσει να δουλεύει αυτός (άρα κι εγώ - απ' την άλλη τα επόμενα καλοκαίρια ήμουνα φαντάρος ή δούλευα στην εταιρία, άρα δεν θα είχα την δυνατότητα για οικοδομή).
Από τη δουλειά τότε μούμειναν διάφορες γνώσεις για το πώς γίνεται το μπετό για κάτω ή για το σκελετό, για το καλούπωμα, το σιδέρωμα και το χτίσιμο, γνώσεις βέβαια που μόνο θεωρητικό ενδιαφέρον έχουν σήμερα.
Κάποιες φορές ο πατέρας μου νοίκιαζε τη μπετονιέρα σε άλλους. Όμως απαραίτητη προϋπόθεση ήταν να υπάρχει χειριστής της δικής του εμπιστοσύνης - και συνήθως αυτός ήμουν εγώ, αν δεν είχα μαθήματα. Βέβαια, ενώ στην τιμή ήταν και το μεροκάματο το δικό μου, εγώ μεροκάματο στα χέρια μου δεν έβλεπα. Πάντα τα χρήματα ήταν στο κοινό ταμείο απ' το οποίο έβγαιναν ανάλογα με τις ανάγκες. Τις οποίες ανάγκες έπρεπε να δεχτεί και να εγκρίνει η μάνα μου. Έγραφα ας πούμε για την πρώτη μου φωτογραφική μηχανή (που και τότε υπήρχαν διαφωνίες, αλλά ήμουν κάποιας ηλικίας πια). Για την ακρίβεια εκείνη δεν ήταν η πρώτη. Την πρώτη την είχα αγοράσει το καλοκαίρι του 73 ή του 74 με 50 δραχμές. Από την αμοιβή που μου αναλογούσε που δούλευα με την μπετονιέρα στο στρώσιμο των δρόμων. Αλλά ήταν μάλλον παιχνίδι, όλα πλαστικά. Και καβγαδίσαμε με τη μάνα μου και δεν την χρησιμοποίησα ποτέ.
Και μιας και αναφέρθηκα στη δουλειά στην τσιμεντόστρωση των δρόμων. Τότε ακόμα την μπετονιέρα τη γεμίζαμε με μετρημένα τα υλικά. Κι εγώ εκτός απ' το να τη χειρίζομαι κουβάλαγα και υλικά με το καρότσι. Που για να τα βγάλω πέρα στην ανηφόρα (που δεν ήταν και στρωμένος ο δρόμος) έβαζα μέσα τόσο υλικό όσο μπορούσα να σπρώξω (14 χρονών, για). Το βλέπει ο πατέρας μου και μου βάζει τις φωνές. Η δικιά μου αντίδραση να βάλω τα κλάματα. Με πιάνει ο Μανώλης ένας εργάτης που δούλευε μαζί του πάντα και μου λέει: Γιατί κλαις. Αυτή η αντίδραση δεν έχει αποτέλεσμα. Σου φωνάζει; Φώναξέ του και συ. Κι από τότε έκοψα τα κλάματα σαν αντίδραση κι είδα κι έπαθα να σταματήσω να φωνάζω όταν κάτι μ' ενοχλεί (κι όχι πως το σταμάτησα και τελείως).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Απόψεις; Ιδέες; Αντιρρήσεις; Παραλλαγές;
Όλα ευπρόσδεκτα.