03 Ιουλίου 2020

Ο πατέρας μου - 2

Με την επιστροφή απ' την Αυστραλία
Συνέχεια και τέλος η αφήγηση για τον πατέρα μου.
Το 1982 το καλοκαίρι δουλεύουμε σε οικοδομή στο Πλωμάρι (ναι, πέρασα κι από κει). Κάποια μέρα φεύγω, το καλοκαίρι τελειώνει, το πανεπιστήμιο αρχίζει με την εξεταστική του Σεπτεμβρίου και έχουμε κανονίσει με την Μαρία να πάμε μια μικρή εκδρομή στην Κέρκυρα, ενώ θα ήταν και η πρώτη φορά που θα γνώριζα τους γονείς της. Παίρνω τηλέφωνο για να πω πώς έφτασα και να δω τι κάνουνε και μαθαίνω πως το πρωί πήγε στη δουλειά αλλά σταμάτησε ενδιάμεσα γιατί δεν αισθανόταν καλά. Το να σταματήσει το μεροκάματο στη μέση ήταν εξαιρετικό γεγονός και θορυβήθηκα. Ξεκίνησε εξετάσεις και η διάγνωση ήταν "ανεπάρκεια μητροειδούς βαλβίδας". Ξεκίνησε αγωγή, οι γιατροί του έλεγαν να σταματήσει τη δουλειά. Δεν τους άκουσε με την πρώτη αλλά έβλεπε πως στην πράξη δυσκολευόταν όλο και περισσότερο κι έτσι κάποια στιγμή τα παράτησε όλα. Όχι μόνο την οικοδομή (γρήγορα) αλλά και τις αγροτικές ασχολίες.

Γενικά ήταν εύκολος σε συναλλαγές κι αγοροπωλησίες. Ήθελε μια αποθήκη, αγόρασε. Του λένε ξέρεις, αυτό δίπλα δεν το χρειαζόμαστε θέλεις να το πάρεις; Το πήρε. Δεν το χρειαζόταν όμως κι εκείνος κι έτσι με την πρώτη ευκαιρία το έδωσε. Όταν είδε πως δεν μπορούσε να ασχοληθεί με τις ελιές ενώ παράλληλα ούτε εγώ είχα σχετικό ενδιαφέρον άρχισε να πουλάει τα κτήματα που είχε αποκτήσει. Για κάποιο ζήταγε 1,5 εκατομμύριο δραχμές. Βρήκε κάποιον που του έδινε 1,2. Το έδωσε. Η μάνα μου διαφώνησε. Μα, τις λέει α)είσαι σίγουροι πως θα το δώσεις τόσα που το ζητάς; β) Με τον πληθωρισμό που υπάρχει, αν πάρουμε αυτά τα λεφτά σ' ένα χρόνο θα είναι όσα τα 1,2 σήμερα (την εποχή εκείνη ο πληθωρισμός ήταν 15 - 20%). Έτσι στο τέλος έμειναν μόνο τρία κομμάτια.
Με προσωρινή άδεια κυκλοφορίας δυο ημερών έξω από τη Μόρια
Λόγω του προβλήματος στην καρδιά πήρε αναπηρική σύνταξη. Έτσι, όταν πήγα φαντάρος του ζήτησα να πάει σε στρατιωτική επιτροπή να τον κρίνει ανάπηρο κι αυτή ώστε να υπηρετήσω ένα χρόνο μόνο. Το έκανε με βαριά καρδιά Το πήρε σαν προσβολή, σαν δεν ξέρω κι εγώ τι αλλά πήγε. Όταν έφτασε εκεί του λένε δείξε μας τα χέρια σου. Τα χέρια του προφανώς ήταν ροζιασμένα. Ένα χρόνο ήταν που παρουσιάστηκε το πρόβλημα. Είχε αραιώσει τη δουλειά μεν, αλλά δεν την είχε σταματήσει τελείως. Οπότε η επιτροπή έκρινε πως είναι "ανίκανος να ασκεί το επάγγελμα του αγρότη - οικοδόμου, ικανός δε για τα παρεμφερή". Τώρα, ποια είναι τα παρεμφερή που θα μπορούσε να ασκήσει δεν το ρώτησε, ούτε ποτέ άσκησε κάτι άλλο.

Το χειμώνα του 84 ήμουνα φαντάρος ακόμα. Υπηρετούσα λίγο έξω από την πόλη της Μυτιλήνης κι όταν έβγαινα με διανυκτέρευση (ή και με έξοδο καμιά φορά το Σάββατο) πήγαινα στο χωριό. Το μηχανάκι ήταν δύσκολο (κι ειδικά το χειμώνα). Μιας και δεν προλάβαινα το λεωφορείο, πήγαινα με οτοστόπ (που κι αυτό απαγορευόταν αλλά τι άλλο νάκανα). Ένα Σάββατο μεσημέρι πετυχαίνω κάποιον γνωστό μου. Και μου λέει γιατί δεν λες του πατέρα σου να σου πάρει αυτοκίνητο. Σιγά που θάνοιγα το στόμα μου εγώ να πω κάτι τέτοιο. Τέλος πάντων επιστρέφω στο στρατόπεδο και στα μέσα της βδομάδας πέφτει τηλέφωνο. Με ρωτάει η μάνα μου αν το επόμενο Σαββατοκύριακο θα ξαναπάω. Μάλλον της λέω κάπως ανήσυχος αλλά μου εξηγεί πως ήθελαν να συζητήσουμε κάτι. Τι ήταν αυτό; Να μου πει να διαλέξω ένα αυτοκίνητο μέχρι ένα εκατομμύριο. Του το είχε πει ο γνωστός που λέγαμε, τούπε και πως τα αυτοκίνητα ακριβαίνουν πολύ χρόνο με το χρόνο (ο πληθωρισμός που λέγαμε) κι έτσι το αποφάσισε στα γρήγορα. (Εγώ διάλεξα αυτοκίνητο με ένα εκατομμύριο, αλλά χωρίς τις πινακίδες. Αυτές για να τις βγάλω τον επόμενο χρόνο ήθελαν άλλα 150 χιλιάρικα).
1989 Έχει έρθει από Αυστραλία ο αδερφός του Σοφοκλής κι ήρθαν σπίτι μας με μια ξαδέρφη τους.
Με την καρδιά του δεν πήγαιναν καλά τα πράγματα. Το 89 του λένε πως πρέπει να κάνει εγχείρηση. Άρχισε να ψάχνει το πού. Βρήκε άκρες με τη Θεσσαλονίκη αλλά κάτι δεν του άρεσε. Έψαξε για Αγγλία και δεν θυμάμαι πού αλλού. Ο αδερφός του του πρότεινε να πάει να την κάνει στην Αυστραλία. Αποφάσισε να πάει να τους δει αλλά όχι για εγχείρηση. Εκεί ο αδερφός τους ο Φώτης είχε κανονίσει να κάνει τις σχετικές εξετάσεις και την εγχείρηση άσχετα τι έλεγε ο ίδιος ώστε αν αλλάξει γνώμη να μπορεί να την κάνει. Το αποφάσισε, μπήκε στο νοσοκομείο. Το προηγούμενο βράδυ βάζει τα κλάματα, δεν θέλω να πεθάνω εδώ, αφήστε με να φύγω να πεθάνω στο χωριό μου. Πήγαν τον ηρέμησαν και τελικά την έκανε. Σχετικά καλά πήγαν τα πράγματα (είχε μια μετεγχειρητική λοίμωξη) επέστρεψε στην Ελλάδα.
1985 Απ' τις τελευταίες φορές στις ελιές. Διάλειμμα για φαγητό.
Ένα χρόνο μετά (το 92) έφυγε από το σπίτι αλλά δεν επέστρεψε το μεσημέρι. Ανησύχησε η μάνα μου και τον έψαχνε σε γνωστούς και φίλους. Τελικά τον βρήκε ξαπλωμένο σ' ένα κοντινό κτήμα. Είχε πάθει εγκεφαλικό. Τον πήγαν στη Μυτιλήνη, στο νοσοκομείο και με ειδοποίησαν στο Άργος που ήμουν τότε. Φεύγουμε για Αθήνα. Επειδή η Ειρήνη ήταν μικρή ήταν στο Άργος και η θεία η Βενετία για να την προσέχει. Μου λέει θα έρθω κι εγώ μαζί. Παίρνω τηλέφωνο για αεροπορικά εισιτήρια για Μυτιλήνη, προφανώς δεν υπάρχει τίποτα. Μου λένε να πάω στο αεροδρόμιο και να μπω στη λίστα αναμονής. Μας πάει η Μαρία και κάνω συμφωνία με τη θεία: Αν φύγει ένας, φεύγω εγώ. Αν φύγει και δεύτερος, να έρθει. Εκεί οι γνώσεις που είχα αποκομίσει όταν δούλευα κούριερ για του πώς λειτουργεί το αεροδρόμιο αποδείχτηκαν πολύτιμες. Αφήνω τη θεία στην ουρά που δήλωναν για τη λίστα αναμονής και στέκομαι εγώ στην ουρά για τα εισιτήρια (για να μπεις στη λίστα έπρεπε να έχεις ήδη πληρώσει το εισιτήριό σου μιας και απ' τη στιγμή που σε φώναζαν έπρεπε να επιβιβαστείς σε χρόνο μηδέν). Παίρνω τα εισιτήρια και τα πάω προς τη θεία την ώρα που ανοίγει η λίστα αναμονής της Μυτιλήνης. Της δίνω τα εισιτήρια στον αέρα και τα παραδίνει. Είμαστε οι πρώτοι στη σχετική λίστα.
Η ώρα περνάει. Ακούμε - μαθαίνουμε για το πώς πάει η επιβίβαση. Υπάρχουν δυο κενά. Θα μείνουν για μας ή όχι. Κλείνει η επιβίβαση. Οι δυο θέσεις έμειναν. Μας φωνάζουν. Παρουσιαζόμαστε και μαζί με μας ένας ακόμα. Μα, εγώ ήμουνα δεύτερος διαμαρτύρεται. Δεν είχε πάρει χαμπάρι πώς ένας αντιπροσώπευε δυο άτομα. Μπαίνουμε στ' αεροπλάνο και τελικά τον βάζουν και τον τρίτο. Φτάνουμε στη Μυτιλήνη. Πάμε στο νοσοκομείο. Ο πατέρας μου έχει συνέλθει και επικοινωνεί πλήρως με μας, μόνο που ο λόγος του δεν είναι πολύ καθαρός.
1990 Χαλάρωμα στην παραλία
Διώχνουμε τη μάνα μου που ήταν ξενυχτισμένη να πάει στο χωριό να ξεκουραστεί. Ο πατέρας μου της λέει να μου φέρει ούζο να πάρω μαζί μου όταν θα επιστρέψω. Η μάνα μου του λέει πως δεν έχουμε στο σπίτι. "έ.. του χ...." Κάτι λέει που δεν τον καταλαβαίνουμε. Το επαναλαμβάνει κι είναι πιο δύσκολο. Τσαντίζεται. "Ε, γαμώτο". Ακούγεται πεντακάθαρα (αφού δεν το προσπάθησε). Του το επισημαίνουμε. Το επαναλαμβάνει ήρεμα: "Έχει το Χαρέλη". Χαρέλης ήταν (και είναι) ο μπακάλης του χωριού, δηλαδή αν δεν έχουμε στο σπίτι μπορείς να αγοράσεις!
1991 στο χωριό. Όλα φαίνονται μια χαρά...
Η μάνα μου φεύγει και κανονίζουμε να στείλει κάποια πράγματα το απόγευμα μ' έναν φίλο μου και νάρθει την επόμενη μέρα. Όλα φαίνονται ωραία. Έρχονται οι γιατροί και τους ρωτάω αισιόδοξα. Μου βάζουν πάγο: αν δεν περάσουν 72 ώρες, δεν μπορούμε να ξέρουμε τίποτα. Αν δεν έρθει άλλο εγκεφαλικό, όλα θα πάνε καλά. Χρειάζεται την πάπια. Του λέω να τον σκουπίζω και δεν δέχεται με τίποτα. Το μεσημέρι τρώει κάτι. Η ώρα τρεις. Τον βλέπω πως κάτι δεν πάει καλά. Φωνάζω το νοσοκόμο κι αυτός το γιατρό. Συναγερμός. Πέφτουν πάνω του, τον προσπαθούν κάνα τέταρτο και τα παρατάνε. Μου δίνουν συλλυπητήρια. Παίρνω τηλέφωνο στο χωριό σε μια φίλη της μάνας μου να την ειδοποιήσει. Πάει στο σπίτι την ώρα που παραδίδει τα πράγματα για τη Μυτιλήνη. Αφήνει το φίλο μου να φύγει για να της το πει μαλακά.

Έρχεται ο Δημητράκης στο νοσοκομείο μη έχοντας ιδέα. Του εξηγώ το μάταιο των πραγμάτων.

Η κηδεία έγινε την επόμενη μέρα. Κυριακή, η τελευταία της αποκριάς. Πού βρέθηκε τόσος κόσμος; Είχαν έρθει πάρα πολλοί από το Πλωμάρι που δεν το είχαμε κατά νου. Βόλευε πούταν Κυριακή, άρα δεν είχαν δουλειές, βόλευε κι ο καλός καιρός (λιακάδα στις 8 Μάρτη;). Αλλά αυτό έδειχνε και το πόσο αγαπητός ήταν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Απόψεις; Ιδέες; Αντιρρήσεις; Παραλλαγές;
Όλα ευπρόσδεκτα.