11 Ιουλίου 2020

Η μάνα μου - Υφαντουργία

Απ' τον πατέρα στη μάνα. Λογική κι αναμενόμενη συνέχεια. Μια γυναίκα που από μικρή ήταν μέσα στη δουλειά, στο κυνήγι της δραχμής Έκανε διάφορες δουλειές για να βγάλει λεφτά (αλλά και απλά να επιβιώσει) μ' αποτέλεσμα να μην ξοδεύει εύκολα τα λεφτά της ούτε να ρισκάρει. Ήταν μικρό παιδάκι ακόμα που πήγε εξοχή στους παππούδες της στο Καραγάτσι, μια περιοχή δάσους κάποια χιλιόμετρα μακριά απ' το χωριό. Κι αντί να κάθεται προσπαθώντας να περνάει καλά (όσο καλά μπορούσε την εποχή εκείνη) έκανε συμφωνία με τον παππού να μαζέψει πέικα (τη φλούδα του πεύκου που την πουλούσαν στα βυρσοδεψεία) κι όσα λεφτά πάρει, δικά της. Αλλά δεν το συζήτησε και με τη γιαγιά της η οποία είχε τις αντιρρήσεις της. Αφού ο πέικας ήταν δικός της (μαζεμένος από το δικό της δάσος) δικαιούταν τουλάχιστον τα μισά λεφτά. Τα απαίτησε και τα πήρε!

Το γεγονός ότι έχασε τα μισά λεφτά που μάζεψε με κόπο και ιδρώτα δεν την πτόησε και επιστρέφοντας στο χωριό φρόντισε να αγοράσει κι από ένα παγιαυλέλ' (πήλινο σφυριχτήρι, - πλαγίαυλος) δώρο για τα μικρότερα αδερφάκια της! Είπαμε πως δεν ξόδευε εύκολα τη δραχμή αλλά όχι και πως δεν σκεφτόταν και τους άλλους!

Στη διάρκεια της κατοχής ήταν παρακόρη (υπηρέτρια μ' άλλα λόγια) στη θεια την Αμερισούδα, αδερφή της μάνας της. Η θεία έμενε σε μια περιοχή που την ξέρουμε σαν "Μπαχτσέδες", είναι κοντά στη θάλασσα αλλά έχει αρκετό γλυκό νερό για να ποτίζει την περιοχή κι έτσι είναι φυτεμένη με εσπεριδοειδή αλλά και λαχανικά. Ήταν χήρα με τρία παιδιά, το ένα απ' τα οποία ήταν ο νονός της μάνας μου. Πήγε λοιπόν εκεί λίγο να βοηθάει τη θεία στο σπίτι αλλά κυρίως στον κήπο και εξασφάλιζε τον επιούσιο. Κι επειδή μιλάμε για την περίοδο της κατοχής και της πείνας που είχε πέσει τότε, το να έχεις να φας ήταν εξαιρετικά σημαντικό.
Πήλινη Αγιασιώτικη μινιατούρα βρακούς (γυναίκας με βράκα) στο ροδάνι (και δίπλα η ανέμη).
Αργότερα ξανά υπηρέτρια σ' έναν θείο της που είχε επιστρέψει απ' την Αμερική κι ήταν μόνος του. Αλλά ενδιάμεσα πήγαινε και μάθαινε σε μια μοδίστρα κι έτσι αργότερα ήξερε να ράβει ρούχα για την οικογένειά της. Ακόμα και ν' ακολουθήσει κάποιο φιγουρίνι αν και δεν τολμούσε εύκολα να ασχοληθεί με κάτι ακριβό, πάντα υπήρχε ένας φόβος μην το καταστρέψει. Πάντως, όταν οι μοδίστρες στο χωριό λιγόστεψαν κι αφού κι η άλλη μεγάλη της αγάπη και επιτυχία τα πανιά είχαν πάψει να φτιάχνονται τοπικά το γύρισε στο "χρυσό ψαλίδι". Επεμβάσεις σε ρούχα έτοιμα που χρειάζονταν προσαρμογή (στένεμα, κόντεμα τα εύκολα φάρδεμα και μάκρεμα τα δύσκολα και υπό προϋποθέσεις - πρέπει το ρούχο να έχει τις κατάλληλες προδιαγραφές, μπαλώματα και τέτοια).
Ήταν απ' τις λίγες που ήξεραν τη διαδικασία προετοιμασίας του πανιού. Το να πάρει πολλές κλωστές και να τις κάνει στημόνι. Το πρώτο στάδιο ήταν (και λέω ήταν γιατί σήμερα κανείς δεν ασχολείται με τον αργαλειό) οι κλωστές που έρχονταν σε μεγάλες θηλιές να μπουν σε καλάμια. Κάτι σαν καρούλια δηλαδή από καλάμι που ήταν εύκολη πρώτη ύλη. Αυτή η διαδικασία γινόταν από την οποιαδήποτε, δεν ήθελε κάποια ιδιαίτερη τεχνική, μόνο να έχεις τα απαραίτητα εργαλεία: την ανέμη που έμπαινε η κλωστή και το ροδάνι ένα σύστημα περιστροφής έτσι ώστε η κλωστή να τυλίγεται γύρω από το καλάμι που στερεωνόταν σε ένα σίδερο.
Μετά απ' αυτό όμως έπρεπε οι διάφορες ξεχωριστές κλωστές να μπουν σε μια σειρά και να φτάσουν στο προκαθορισμένο επιθυμητό μήκος (που συνήθως μετριόταν με τα πόδια, τις πατούσες τη μια μπροστά απ' την άλλη). Η διαδικασία αυτή λεγόταν διάσιμο ή σύρσιμο του πανιού και για να γίνει έπρεπε να πηγαινοέρχεται ανάμεσα σε κάποια καρφιά, όπως φαίνεται στις παραπάνω φωτογραφίες που τη μια την έχω τραβήξει εγώ ενώ την άλλη δεν ξέρω, την βρήκα σε κάποια ιστοσελίδα. Μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία αυτή πηγαινοέρχεσαι πολλές φορές (π.χ. παραπάνω έχει εφτά πηγαινέλα για ένα πακέτο κλωστών. Συνολικά το φάρδος του πανιού ήταν 440 κλωστές. Αν κάθε φορά είχε κλωστές από 20 καλάμια χρειάζονταν 22 πακέτα. Με 7 φορές το καθένα σημαίνει πάνω από 150 διαδρομές!) οπότε όταν κάποιος πηγαινοέρχεται συνέχεια από τα ίδια μέρη λένε "πανί διάζεσαι και πηγαινοέρχεσαι συνέχεια". Όταν ολοκληρωνόταν η διαδικασία, μαζεύονταν όλο αυτό το μακρινάρι με τέχνη κάπως σαν αλυσίδα έτσι ώστε να μην μπλεχτεί.
Επόμενη φάση είναι (ήταν) το τύλιγμα. Σχετικά εύκολη διαδικασία αλλά πάντα χρειάζονται τα κατάλληλα εργαλεία. Εδώ, βασικό ρόλο έπαιζε η τσουγκράνα, κάτι σαν μια τεράστια αραιή χτένα που φρόντιζε οι κλωστές να μοιράζονται σε ικανό πλάτος στο αντί (αυτό που λέει το τραγούδι πως την έδερνε η μάνα της). Ένα στρογγυλό ξύλο που έμπαινε στη μια άκρη του αργαλειού (ενώ ένα αντίστοιχο υπήρχε και στην άλλη μεριά). Για να τυλιχτεί σωστά το πανί κάποιος κάθεται κάπως πιο μακριά και το κρατάει στο χέρι αφήνοντας να περνάει με περιορισμό, το τραβάει. Συνήθως για μεγαλύτερη αντίσταση οι κλωστές όλες μαζί πέρναγαν απ' τη μέση αυτουνού που κράταγε την κόντρα. Για το τύλιγμα κάποιες φορές χρησιμοποιούταν ο αργαλειός αλλά η απόσταση και η θέση δεν ήταν τόσο βολικά.
Στη φωτογραφία φαίνονται τα τσατάλια (αλλά όχι σε στιγμή χρήσης τους).
Έτσι κάπου μπήγονταν δυο ξύλα σε σχήμα Υ (τα τσατάλια - σαν αυτά της σφεντόνας αλλά σε τεράστιο μέγεθος) που ήταν αυτά που κράταγαν το αντί. Επειδή όπως ήταν μέσα στο χώμα σάπιζαν, ο πατέρας μου έφτιαξε δυο σε σωλήνα σιδερένιο μέσα που τους στερέωσε με τσιμέντο κι ήταν μόνιμα. Και πολλές φορές ερχόταν κόσμος για τη διαδικασία αυτή και μόνο!
Τα μιτάρια και μια μιταροτήρα, ένα ξύλο στο οποίο φτιάχνονται τα μιτάρια ώστε να έχουν θηλιές ίσου (ακριβώς) πλάτους. Τα συγκεκριμένα που τα έχει φτιάξει η μάνα μου, είναι από κλωστή που βάζουν στα παραγάδια, για να είναι γερά. Πίσω απ' τη μιταροτήρα διακρίνεται ένα "κλιγάδ" (τυλιγάδι, ένα εργαλείο για να τυλίγεις την κλωστή και να την κάνεις θηλειά, αλλά και ένα σφίχτεριο, ένα γωνιακό ξύλο που χρησιμοποιούνταν για να σφίγγει το μπροστινό αντί και να τεντώνει το πανί.
Φάση τρίτη: παραμάτισμα. Κάθε μια κλωστή απ' τις 440 (συνήθως για κανονικού πλάτους πανί) πρέπει να περάσει μέσα από κάποιες θηλιές που κρέμονται ανάμεσα σε δυο ξύλα, τα μιτάρια. Αυτά μπορεί να είναι δύο για απλό φάσιμο (= ύφανση) ή τέσσερα αν θέλεις να επιτύχεις κάποια σχέδια. Αν είναι δυο το πράγμα είναι απλό: μια κλωστή από το ένα, μια από το άλλο. Αν όμως είναι πολλά το από ποιο απ' τα μιτάρια θα περάσει και με ποια σειρά είναι αυτό που κάνει άλλο σχέδιο. Μετά από τα μιτάρια περνιούνται οι κλωστές από το χτένι, η μια δίπλα στην άλλη ώστε να έχουν σταθερές αποστάσεις.
Φάση τελευταία το να τα βάλεις όλ' αυτά στην κρεβατή (=αργαλειό). Πρέπει να μπει το αντί πίσω, κρεμαστούν τα μιτάρια από τα καρούλια και να δεθούν από κάτω με κάποια ξύλα που κανονίζουν ποια κλωστή θα πάει από πάνω από κάτω και ν' αρχίσει να γεμίζει το πανί είτε με κλωστή αν πρόκειται για κάτι λεπτό είτε με κομμάτια ρούχων αν είναι για το στρώσιμο του σπιτιού είτε με μαλλί (φυσικό ή τεχνητό) αν πρόκειται για χρήσεις που θέλαν περισσότερη ομορφιά και γούστο.
Σ' όλες αυτές τις διαδικασίες ανακατευόμουνα κι εγώ γι' αυτό και μπορώ να τις περιγράψω τόσο καλά. Απ' την αρχή μέχρι το τέλος, σε όλα είχα μπλεχτεί. Μάλιστα, από κάποια στιγμή και μετά πήγαινα εγώ να δείξω πώς θα γίνεται το φάσιμο για να γίνουν τα σχέδια που ήθελαν. Πιο μπροστά η ενασχόλησή μου ήταν να βοηθάω στο τύλιγμα αν δεν υπήρχε άλλος ή να γεμίζω τις σαΐτες για να υφαίνει η μάνα μου.
Είχε υφάνει πάρα πολλά μέτρα (παρόλο που ξαναλέω πως αυτό δεν ήταν η κύρια ασχολία της). Υπήρχαν εποχές που ασχολιόταν καθημερινά με ένα διαφορετικό πανί και δεν προλάβαινε, υπήρχε ουρά! Σπάνια έφτιαχνε και κάνα μικρό το απόγεμα για να προλάβει. Πληρωνόταν για όλ' αυτά (υπήρχε τιμολόγιο τόσο το μέτρο το διάσιμο, τόσο το τύλιγμα, τόσο το παραμάτισμα αυτό τόσο εκείνο) κι αν αντί της ενδιαφερόμενης καθόμουν εγώ υπήρχε και η δική μου αποζημίωση (που, βέβαια, δεν την έβλεπα ποτέ). Τα χρήματα έμπαιναν σε κοινό ταμείο (αν και πάντα υπήρχαν κάποια εφεδρικά - πάντα κάπου είχε καταχωνιασμένα λεφτά, ακόμα και μέχρι τα τελευταία της).
Χτένι και ξυλόχτενο (αυτό που στηρίζει το χτένι και με το οποίο χτυπιέται η καινούρια κλωστή ώστε να πάει όσο πιο κοντά γίνεται στις προηγούμενες). Κι αυτό ειδική παραγγελία, να είναι μεταλλικό κι όχι καλαμένιο, ώστε να αντέχει! Όταν σταμάτησε να τα χρησιμοποιεί, τα είχε στολίσει στο σπίτι στο χωριό κι εκεί μένουν ακόμα!
Κάπως έτσι κατάφερε να αγοράσει και το πρώτο της κτήμα. Που αγοράστηκε με δικά της λεφτά, γύρω στο 63. Ήταν το καμάρι της.
Την τέχνη της υφαντουργίας την άσκησε όλα τα χρόνια που είχε ζήτηση. Κάποια στιγμή έκανε και μαθήματα στα πλαίσια της λαϊκής επιμόρφωσης ενώ τελευταία φορά έφτιαξε πανί το καλοκαίρι του 98 για να δουν τη διαδικασία τα παιδιά.

Συνέχεια στο επόμενο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Απόψεις; Ιδέες; Αντιρρήσεις; Παραλλαγές;
Όλα ευπρόσδεκτα.