Τις τελευταίες μέρες ξεκίνησα να γράφω τις αναμνήσεις μου από τα χρόνια που δούλευα αναπληρωτής. Στο πρώτο μέρος είχα για τις μέρες που ψαχνόμουνα (και μάθαινα) πώς και πού μπορώ να δουλέψω σαν αναπληρωτής. ενώ στο προηγούμενο για την πρώτη φορά που δούλεψα, το 1990. Σειρά έχει τώρα το 1991. Τη χρονιά αυτή ήμασταν πιο προσγειωμένοι και ενημερωμένοι. Όχι τελείως, πάλι είχαμε την αισιοδοξία του νέου κι έτσι εκτός από Αρκαδία και Αχαΐα που είχαμε βάλει το 1990 για τη χρονιά αυτή διαλέξαμε την Ηλεία και για αουτσάιντερ την Αργολίδα. Η αισιοδοξία έγκειται ακριβώς στο γεγονός πως ακόμα βάζαμε αουτσάιντερ! Που όμως στην περίπτωση αυτή μας έκατσε!
Μέσα Σεπτέμβρη. Δευτέρα πρωί πρωί, ακόμα δεν είχαμε ξυπνήσει και χτυπάει το τηλέφωνο:
- Μπορώ να μιλήσω με την κ. Μαρία;
- Ναι, μισό λεφτό ποιος τη ζητάει;
- Από τη Δευτεροβάθμια στο Ναύπλιο είμαι και την θέλω να έρθει για αναπληρώτρια.
- Καλά ζητάτε την Μαρία κι όχι εμένα που είμαι παλιότερος! Πώς γίνεται αυτό. Εμένα δεν με ειδοποιήσατε.
- Έχετε κάνει αίτηση για πληροφορική;
- ... Όχι.
- Ε, γι' αυτό. Για πληροφορικό ψάχνουμε.
- Ααααα! Ορίστε. Μιλήστε με την ίδια.
Η Μαρία είχε παρακολουθήσει δυο σεμινάρια πληροφορικής 400 και 300 ωρών αντίστοιχα (ένα σε κάθε εγκυμοσύνη :) ). Κι όταν κάναμε τις αιτήσεις είπαμε να βάλει και τις βεβαιώσεις από τα σεμινάρια αυτά μήπως και προκύψει κάτι. Και προέκυψε. Γιατί τα χρόνια εκείνα δεν υπήρχαν απόφοιτοι από σχολές πληροφορικής. Καλά καλά δεν υπήρχαν τέτοιες σχολές στην Ελλάδα. Τότε ξεκινάγανε και σ' αυτές δίδασκαν άνθρωποι που είχαν διδαχτεί την πληροφορική με διάφορους τρόπους. Κι επειδή οι υπολογιστές αναπτύσσονταν με γρήγορους ρυθμούς κι υπήρχαν μεγάλες ανάγκες γίνονταν διάφορα σεμινάρια. Και μου είχαν πει να πάω κι εγώ να παρακολουθήσω αν ήθελα να δουλέψω σαν πληροφορικός. Αλλά η δική μου απάντηση ήταν πως αν ήθελαν να διδάξω ευχαρίστως, αλλά να παρακολουθήσω σεμινάριο μου ακουγόταν αστείο. Κι αυτό γιατί στο Μαθηματικό που σπούδαζα είχα επιλέξει και τέλειωσα το κομμάτι αυτό που αργότερα ανεξαρτητοποιήθηκε και έφτιαξε το τμήμα Πληροφορικής του Πανεπιστημίου. Μόνο που σε μας τους αδιόριστους δεν αναγνωριζόταν (ενώ αν ήμουνα διορισμένος θα γινόταν δεκτό).
Της λένε λοιπόν πως υπάρχει θέση πληροφορικής στο Άργος και να παρουσιαστεί για ανάληψη υπηρεσίας. Δέχεται, αλλά ζητάει δυο μέρες προθεσμία να ετοιμαστεί (κακώς τελικά, αλλά πού να ξέραμε. Είπαμε: νέοι, ωραίοι κι άσχετοι. Έστω και όχι εντελώς τώρα πια). Συμφωνάνε και την Τετάρτη φορτώνουμε τα συμπράγκαλά μας στο αυτοκίνητο, βάζουμε μέσα και τα παιδάκια μας (τώρα πια υπήρχε κι η Ειρήνη, ήταν τριών μηνών) και πάμε στο Ναύπλιο. Ορκίζεται και εκεί μαθαίνει πως οι ώρες ήταν μοιρασμένες στα τέσσερα Γυμνάσια του Άργους, απ' τα οποία δυο ήταν πρωινά και δυο απογευματινά. Το εργαστήριο ήταν σε ένα απ' όλα και τα παιδιά από τα άλλα μετακινιόντουσαν σ' αυτό (δεν ήταν μακριά, το ένα ήταν συστεγαζόμενο).
Το σχολείο που θα είχε σαν έδρα της ήταν τη μέρα εκείνη απογευματινό. Έτσι, αφού τρώμε κάπου πάμε να αναλάβει υπηρεσία. Εγώ με τα παιδιά μένω στο αυτοκίνητο σε μια σκιά στο πάρκο. Και την περιμένω και δεν έρχεται. Γιατί στο σχολείο της είπαν να περιμένει κι αυτή σαν νέα και ψαρωμένη δεν μίλησε να πει πως έχει και δυο παιδιά απέξω, το ένα απ' τα οποία ήθελε και τάισμα, η Ειρήνη θήλαζα, αλλά καθόταν να έρθει η ώρα να ασχοληθούν μαζί της.
Εγώ είμαι στο αυτοκίνητο σε αναμμένα καρφιά. Να βγω να την ζητήσω; Πώς ν' αφήσω τα μωρά. Ο Δημήτρης να νυστάζει.
- Γύρε αγοράκι μου το κεφαλάκι σου στο τζάμι και κοιμήσου.
Και μιας και πάντα ήταν εύκολος στον ύπνο έγειρε και κοιμήθηκε. Η Ειρήνη να γκρινιάζει γιατί πεινούσε. Είχα λίγο ζεστό νερό που της δίναμε συμπλήρωμα, έβαλα δυο μεζούρες γάλα και της το έδωσα αλλά δεν την έφτανε. Κι εγώ δεν είχα γάλα να τη θηλάσω. Μόνο η μάνα της μπορούσε κι η μάνα της αργούσε.
Με τα πολλά έρχεται η Μαρία. Που όταν στο σχολείο τη φώναξαν να συζητήσουν για τις ώρες και τα υπόλοιπα και τους είπε πως έχει μωρό στο δρόμο την έδιωξαν άρον άρον να πάει στο παιδί της και τα υπόλοιπα να τα κανονίσουν την επόμενη μέρα. Στο αυτοκίνητο είχαμε κάμποσα πράγματα στη σκάρα από πάνω, ζητήσαμε και τ' αφήσαμε σε μια αποθήκη του σχολείου να μην μας τα κλέψουν έτσι ανοιχτά που ήταν και ξαμολιόμαστε για να βρούμε σπίτι, αλλά κι ένα ξενοδοχείο για τη νύχτα. Φτάσαμε μέχρι το Ναύπλιο, δεν θυμάμαι τι είδαμε και πόσο κόστιζε και τελικά καταλήξαμε σ' ένα ξενοδοχείο στην πλατεία του Άργους.
Το δωμάτιο που μας έδωσαν ήταν κάπως. Η πόρτα του είχε τζάμια που έβλεπαν στο διάδρομο και κάθε φορά που άναβε το φως απέξω φωτιζόμασταν κι εμείς μέσα. Χώρια τη φασαρία από κόσμο που μπαινόβγαινε φωνάζοντας. Κι είχαμε και μια να διαμαρτύρεται γιατί δεν της είχαν φέρει ακόμα τις πίτσες. Δράμα. Το πρωί τα μαζέψαμε και φύγαμε. Ρίξαμε καμιά ματιά για σπίτι, αλλά υπήρχε προβληματισμός και επιφύλαξη να δώσουν το σπίτι τους σε οικογένεια νεαρών (που λέει ο λόγος) χωρίς σταθερή δουλειά. Ακόμα και παρά τις διαβεβαιώσεις του επιστάτη πως η κοπέλα έχει δουλειά και θα πληρώνει το νοίκι.
Το μεσημέρι στο σχολείο μας ήρθε δώρο εξ ουρανού. Μια συναδέλφισσα που είχε ακούσει την ιστορία μας, πρότεινε στη Μαρία να μας διαθέσει το υπόγειό της που ήταν ανεξάρτητο και είχε και τουαλέτα. Να μείνουμε μέχρι να βρούμε σπίτι. Μείναμε εκεί καμιά δεκαπενταριά μέρες. Όχι μόνο μας έδωσαν στέγη αλλά και τροφή αφού συνήθως τρώγαμε στο σπίτι τους. Βρήκαμε κάποιο σπίτι που ο ιδιοκτήτης του ήθελε να το βάψει πριν μας το δώσει. Και δεν μας το έδωσε άβαφο παρόλο που τον παρακαλούσα.
Και ναι μεν η Μαρία βρήκε δουλειά, αλλά εγώ δεν είχα προοπτικές. Η Αργολίδα έχει λίγα σχολεία και δεν έχει πολλά κενά. Τις μέρες εκείνες είχε δυο στο Κρανίδι (φαντάσου να μένεις στο Άργος και να δουλεύεις στο Κρανίδι, ακόμα και σήμερα είναι δύσκολο, πόσο μάλλον τότε) που όμως πιθανότατα θα τις έπαιρναν κάποιοι που ήταν μερικές θέσεις πριν από μένα στον πίνακα των αναπληρωτών (ας πούμε εγώ ήμουνα το 27 κι αυτοί το 23 και το 24). Κι έτσι κι έγινε. Το σκηνικό είχε αντιστραφεί απ' την προηγούμενη χρονιά. Τότε δούλευα εγώ και ήταν η Μαρία στο σπίτι με το παιδί, τώρα δούλευε η Μαρία κι ήμουν εγώ στο σπίτι με τα μωρά.
Στο τέλος του μήνα, τότε που μετακομίζουμε στο σπίτι μας, μαθαίνω πως στο προηγούμενό μου σχολείο, στο Λύκειο της Δάφνης θα υπήρχε κενό μαθηματικού αφού ο μόνιμος καθηγητής του σχολείου είχε πάρει απόσπαση για το πανεπιστήμιο (όπως την προηγούμενη χρονιά). Δίλημμα. Τι να κάνω. Να πάω; Κι αν πάω πού να μένω; Είτε νοίκιαζα είτε πηγαινοερχόμουνα το κόστος μεγάλο, χώρια που θα ήθελα να πληρώνω για να κρατάνε τα μωρά. Όσα έπαιρνα θα τα έδινα. Θα μου έμεναν μόνο τα ένσημα και κάποια έξτρα χρήματα που παίρναμε κάθε τρίμηνο. Συν η δυνατότητα να παίρνω επίδομα ανεργίας το καλοκαίρι, αλλιώς θα το εισέπραττα μέχρι τα Χριστούγεννα και τέλος.
Το σκέφτομαι από δω, το σκέφτομαι από κει και αποφασίζω να πάω. Με το που βγαίνει το κενό παρουσιάζομαι εγώ. Κι αρχίζω το δρομολόγιο Άργος Δάφνη και πίσω καθημερινά. 110 χιλιόμετρα και μιάμιση ώρα να πάω κι άλλα τόσα να γυρίσω.
Στη βδομάδα πάνω, νέο τηλεφώνημα. Εμφανίστηκε κενό στο Λυγουριό (και στον Άγιο Δημήτριο, παραδίπλα που τότε είχε σχολείο). Ναι, αλλά εγώ είχα ήδη αναλάβει υπηρεσία στην Αχαΐα. Ε, καλά παραίτηση και αναλαμβάνεις στην Αργολίδα. Όπως και έγινε αν και επισήμως αυτό απαγορευότανε. Αλλά μιας και τότε δεν ήταν τόση η μηχανοργάνωση και η επικοινωνία, κανένας δεν το έψαξε, κανένας δεν είπε τίποτα και βρίσκομαι την επόμενη μέρα να διαλέγω το Γυμνάσιο του Αγίου Δημητρίου (η μια απ' τις δυο χρονιές που δούλεψα σε Γυμνάσιο) κι απ' τα 110 χιλιόμετρα να βρίσκομαι στα 35.
Ορκίζομαι στο Ναύπλιο και πάω στο σχολείο να αναλάβω. Μετακινήσεις μικρές, καιρός καλός, το μηχανάκι νάναι καλά, νάχει κι η Μαρία τ' αυτοκίνητο στο Άργος αν το χρειαστεί. Σκάω μύτη στο σχολείο και με ρωτάνε από πού έχω πάει. Απ' το Άργος. Ενθουσιασμός. Με τι; Με μηχανάκι. Απογοήτευση. Γιατί δυο κοπέλες ήταν αναπληρώτριες απ' το Άργος και δεν είχαν αυτοκίνητο. Η μια θα έπαιρνε σε λίγο καιρό, αλλά ακόμα κι έτσι θα ήταν καλύτερα αν μοιραζόταν η οδήγηση. Ε, κανένα πρόβλημα. Θα έπαιρνα κι εγώ το αυτοκίνητο. Κι έτσι τα 35 χιλιόμετρα τα μοιραζόμασταν στα τρία. Εξαιρετικά οικονομικά σε σχέση με τα 110 όλα δικά μου.
Αλλά και σε σχέση με το κράτημα των παιδιών μου ήρθαν βολικά. Όταν είπα στο χωριό μου πως θα δούλευα έτσι, προσφέρθηκε η θεία μου να έρθει εκείνη να βοηθήσει. Πάω στο βαπόρι να την παραλάβω και βγαίν' η μάνα μου. Σκέφτηκε πως ήταν ευκαιρία να δει λίγο τα εγγόνια της πριν αρχίσουν οι ελιές το χειμώνα οπότε ταξίδεψε εκείνη. Έκατσε κάνα μήνα και σκατζάρησε με τη θεια μου. Κι όλα πήγαιναν μια χαρά μέχρι που το Μάρτη με ειδοποίησαν πως ο πατέρας μου ήταν στο νοσοκομείο με εγκεφαλικό. Πήγα, τον είδα, μιλήσαμε αλλά το μεσημέρι πέθανε. Κι η θεία μου επέστρεψε στο χωριό να συμπαρασταθεί στη μάνα μου. Και παρακαλέσαμε μια γειτόνισσα που έμενε στο πάνω πάτωμα να έχει το νου της το μωρό (ο Δημήτρης ήδη πήγαινε στον παιδικό σταθμό). Κι έτσι φτάσαμε μέχρι το τέλος της χρονιάς τον Ιούνιο που δεν αφήσαμε το σπίτι μη ξέροντας τι θα προκύψει το Σεπτέμβρη.
Συνεχίζεται
Ετικέτες
- αλλαντικά
- αυγό
- Γερμανία
- διαιτητικά
- επετειακά
- ζαχαροπλαστική
- ζυμαρικά
- ζύμη
- κέικ
- κοινωνία
- κρεατικά
- κρέμα
- κρεμμύδια
- λαδερό
- λαχανικά
- Λέσβος
- μαρμελάδα
- μεζές
- οδηγίες
- οσπρια
- πατάτα
- ποτό
- πουλερικά
- προσωπικές ιστορίες
- ρύζι
- σαλάτα
- σάλτσα
- σούπα
- σχάρα
- σχολείο
- τηγάνι
- τουριστικοί προορισμοί
- τυρί
- φαγητό
- φούρνος
- φρούτο
- χρήμα
- ψάρι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Απόψεις; Ιδέες; Αντιρρήσεις; Παραλλαγές;
Όλα ευπρόσδεκτα.