Η θέρμανση την εποχή εκείνη γινόταν με μαγκάλια που έκαιγαν πυρήνα. Κι ο πληθυντικός έχει να κάνει με το χωριό κι όχι με το κάθε σπίτι ξεχωριστά. Το κάθε σπίτι ένα μαγκάλι άναβε. Ο πυρήνας ή η πυρήνα (έτσι κι αλλιώς και για αρσενικά και για θηλυκά το άρθρο "η" χρησιμοποιούμε, αλλά στις άλλες πτώσεις φαίνεται και μάλλον θηλυκό το έχουμε) είναι αυτό που μένει μετά το άλεσμα κι αφού πάρουμε το λάδι με συμπίεση (θα τα γράψω κι αυτά, αλλά αφού πάω σε κάνα μουσείο να βγάλω φωτογραφίες). Στην περίπτωση εκείνη μένει ένα κατάλοιπο που αποτελείται από την ψίχα της ελιάς (αυτό που τρώγεται) αλλά και το κουκούτσι σπασμένο (σήμερα έχουν αλλάξει όλ' αυτά), Το κατάλοιπο αυτό το μάζευε το ελαιουργείο και το πούλαγε σε πυρηνελαιργοστάσια (αν είναι έτσι ο όρος, πυρηνομηχανές τις λέγαμε και την εποχή εκείνη υπήρχε ένα στο Πλωμάρι που έκλεισε κι έμεινε ένα στο Ντίπι, στο μυχό του κόλπου της Γέρας).
Στις πυρηνομηχανές γινόταν θερμική επεξεργασία. Με πολύ ψηλή θέρμανση (με ατμό) έβγαιναν και τα τελευταία υπολείμματα λαδιού, το πυρηνέλαιο (που βέβαια δεν είναι και πρώτης ποιότητας για το φαγητό). Με τον τρόπο αυτό είχαμε την πυρήνα τη στεγνή. Απ' αυτή ένα μέρος επέστρεφε στο ελαιοτριβείο για να χρησιμοποιηθεί ως καύσιμη ύλη για να δουλέψει το εργοστάσιο (ήταν ατμοκίνητα) ενώ το υπόλοιπα το έπαιρναν κάποιο που το έκαιγαν ελαφρά και το μετέτρεπαν σε κάτι σαν πολύ ψιλό κάρβουνο. Αυτό το πούλαγαν στα χωριά που το χρησιμοποιούσαμε για να ζεσταινόμαστε.
Η ζέστη που έβγαινε απ' το μαγκάλι με της πυρήνα, δεν ήταν και εξαιρετικά δυνατή, Για να συντηρείται η καύση βάζαμε ένα αλουμινόχαρτο από αυτά που υπήρχαν στα κουτιά απ' τα τσιγάρα (στην κασετίνα). Με ένα κομμάτι βαμβάκι με οινόπνευμα για αρχή κι από κει και πέρα η καύση συνέχιζε όσο υπήρχε υλικό. Κι αν βλέπαμε πως τέλειωνε η πυρήνα, βάζαμε απ' την άλλη μεριά.
Την εποχή που συζητάμε, αρχές δεκαετίας του 60, μωρό ήμουνα και κοιμόμουνα μέσα στο (τεράστιο, περίπου 2χ2) δωμάτιο που κοιμόντουσαν κι οι γονείς μου. Σ' αυτό το χώρο βάζαμε και το μαγκάλι για να μας κρατάει(;) ζεστούς τις νύχτες του χειμώνα. Και μια βραδιά ξυπνάω με τάση για εμετό. Μίλαγα μεν τότε, αλλά στο περίπου τα πράγματα. Και πού να ξέρω πώς το λένε το συναίσθημα που ένιωθα; Οπότε βάζω τις φωνές: "Στόμα τατά" πως θέλω να κάνω κακά (αυτό το ήξερα) αλλά από το στόμα.
Ξυπνάνε οι δικοί μου. Πάει να σηκωθεί η μάνα μου, αλλά δεν μπορούσε να κουνήσει. Πάει να σηκωθεί ο πατέρας μου αλλά ούτε κι αυτός μπορούσε. Είχε αρχίσει ήδη η παράλυση από το μονοξείδιο που έβγαινε απ' το μαγκάλι. Το καλό ήταν που ο πατέρας μου το κατάλαβε ποια ήταν η αιτία. Και μιας και δίπλα ακριβώς στο κρεβάτι υπάρχει ένα παράθυρο, κατάφερε να σηκώσει το χέρι του και να το ανοίξει. Αυτό ήταν. Σε πέντε λεπτά είχαμε επανέλθει όλοι!
Από τότε το μαγκάλι δεν το ξαναβάλαμε στο δωμάτιο που κοιμόμασταν (αλλά βέβαια δεν το εγκαταλείψαμε). Όταν ήμασταν στη Μυτιλήνη που δεν είχε πυρήνα, ζεσταινόμασταν με μια σόμπα καθαρού πετρελαίου (πρόγονο της Κεροσάν). Την φέραμε και στο χωριό αλλά δεν ήταν εύκολη. Έβαλε ο πατέρας μου μια σόμπα με πετρέλαιο που δεν ξέρω ποιος είχε βρει την πατέντα της. Πιο εύκολη μεν στη χρήση, πολύ καλή σε απόδοση αλλά αφενός μεν η καπνιά στα μπουριά αφετέρου η δυσκολία να φέρεις πετρέλαιο (τότε δεν είχε βενζινάδικο το χωριό) αλλά και η βρωμιά στο γέμισμα (και το κόστος), την άφησαν στην άκρη.
Ξαναγυρίσαμε στο μαγκαλάκι. Αλλά τώρα πια όχι με πυρήνα αλλά με καρβουνίδι: Όταν κλαδεύαμε την άνοιξη έπρεπε να φύγουν τα κλαδιά απ' τη μέση. Συνήθως αυτό γινόταν (και γίνεται παντού) με κάψιμο. Κάποιος λοιπόν σκέφτηκε όταν έχουν αρχίσει να καίγονται τα κλαδιά και να έχει γίνει μια ωραία θράκα, να σκεπάζει τη θράκα αυτή με χώμα. Χωρίς οξυγόνο καύση δεν υπάρχει κι έτσι η θράκα με τα ψιλά ψιλά κάρβουνα (πόσο χοντρά να είναι τα κλαδιά) σβήνει κι αυτά τα ψιλολόγια είναι το καρβουνίδι. Αφού το αφήναμε κάποιες μέρες, το ξεθάβαμε και το μαζεύαμε σε σακούλια.
Όταν μεγάλωσα αρκετά κι ήμουνα στο Γυμνάσιο (το εξατάξιο) υπήρχε η εξής ρουτίνα το χειμώνα: Οι δικοί μου έλειπαν στις ελιές κι έτσι το μεσ ημέρι (γύρω στη μιάμιση) που γύριζα στο σπίτι άναβα το μαγκάλι και καθόμουνα να φάω και να διαβάσω. Κατά τις τέσσερις έβγαινα από το σπίτι. Ήταν η ώρα για διάλειμμα, να πάω να ετοιμάσω το στάβλο που θα γύριζαν απ' το βουνό να είναι καθαρός με φαγητό για τα ζώα κλπ. Τότε λοιπόν, μετά από καμιά πενηνταριά μέτρα, ένιωθα το κεφάλι να πάει να σπάσει, το αίμα να χτυπάει στα μηνίγγια. Και συνειδητοποιώ πως αυτό οφείλεται στο μαγκάλι. Το συζητάμε κι αποφασίζει ο πατέρας μου να βάλει σόμπα με ξύλα (είχε ήδη πάρει μια τέτοια ο παππούς μου). Τα ξύλα τα είχαμε, έτσι κι αλλιώς.
Η σόμπα αυτή ήταν φτιαχτή από μπουκάλα υγραερίου! Χρησιμοποιήθηκε για πολλά χρόνια (πάνω από δέκα). Και το Γενάρη του 89 πάω σε μια έκθεση "Θέρμανση - ψύξη" γιατί ο πεθερός μου σκεφτόταν να βάλει καλοριφέρ στο σπίτι του. Εκεί βλέπω α) ένα φορητό ερκοντίσιον και β) έναν ατομικό λέβητα πετρελαίου. Το πρώτο το πήρα εγώ για το σπίτι μου ενώ το δεύτερο με το που το είπα στον πατέρα μου πως υπάρχει τέτοια δυνατότητα το πήρε εκείνος και εδώ και τριάντα χρόνια το σπίτι στο χωριό ζεσταίνεται με καλοριφέρ.
Από τότε το μαγκάλι δεν το ξαναβάλαμε στο δωμάτιο που κοιμόμασταν (αλλά βέβαια δεν το εγκαταλείψαμε). Όταν ήμασταν στη Μυτιλήνη που δεν είχε πυρήνα, ζεσταινόμασταν με μια σόμπα καθαρού πετρελαίου (πρόγονο της Κεροσάν). Την φέραμε και στο χωριό αλλά δεν ήταν εύκολη. Έβαλε ο πατέρας μου μια σόμπα με πετρέλαιο που δεν ξέρω ποιος είχε βρει την πατέντα της. Πιο εύκολη μεν στη χρήση, πολύ καλή σε απόδοση αλλά αφενός μεν η καπνιά στα μπουριά αφετέρου η δυσκολία να φέρεις πετρέλαιο (τότε δεν είχε βενζινάδικο το χωριό) αλλά και η βρωμιά στο γέμισμα (και το κόστος), την άφησαν στην άκρη.
Ξαναγυρίσαμε στο μαγκαλάκι. Αλλά τώρα πια όχι με πυρήνα αλλά με καρβουνίδι: Όταν κλαδεύαμε την άνοιξη έπρεπε να φύγουν τα κλαδιά απ' τη μέση. Συνήθως αυτό γινόταν (και γίνεται παντού) με κάψιμο. Κάποιος λοιπόν σκέφτηκε όταν έχουν αρχίσει να καίγονται τα κλαδιά και να έχει γίνει μια ωραία θράκα, να σκεπάζει τη θράκα αυτή με χώμα. Χωρίς οξυγόνο καύση δεν υπάρχει κι έτσι η θράκα με τα ψιλά ψιλά κάρβουνα (πόσο χοντρά να είναι τα κλαδιά) σβήνει κι αυτά τα ψιλολόγια είναι το καρβουνίδι. Αφού το αφήναμε κάποιες μέρες, το ξεθάβαμε και το μαζεύαμε σε σακούλια.
Όταν μεγάλωσα αρκετά κι ήμουνα στο Γυμνάσιο (το εξατάξιο) υπήρχε η εξής ρουτίνα το χειμώνα: Οι δικοί μου έλειπαν στις ελιές κι έτσι το μεσ ημέρι (γύρω στη μιάμιση) που γύριζα στο σπίτι άναβα το μαγκάλι και καθόμουνα να φάω και να διαβάσω. Κατά τις τέσσερις έβγαινα από το σπίτι. Ήταν η ώρα για διάλειμμα, να πάω να ετοιμάσω το στάβλο που θα γύριζαν απ' το βουνό να είναι καθαρός με φαγητό για τα ζώα κλπ. Τότε λοιπόν, μετά από καμιά πενηνταριά μέτρα, ένιωθα το κεφάλι να πάει να σπάσει, το αίμα να χτυπάει στα μηνίγγια. Και συνειδητοποιώ πως αυτό οφείλεται στο μαγκάλι. Το συζητάμε κι αποφασίζει ο πατέρας μου να βάλει σόμπα με ξύλα (είχε ήδη πάρει μια τέτοια ο παππούς μου). Τα ξύλα τα είχαμε, έτσι κι αλλιώς.
Η σόμπα αυτή ήταν φτιαχτή από μπουκάλα υγραερίου! Χρησιμοποιήθηκε για πολλά χρόνια (πάνω από δέκα). Και το Γενάρη του 89 πάω σε μια έκθεση "Θέρμανση - ψύξη" γιατί ο πεθερός μου σκεφτόταν να βάλει καλοριφέρ στο σπίτι του. Εκεί βλέπω α) ένα φορητό ερκοντίσιον και β) έναν ατομικό λέβητα πετρελαίου. Το πρώτο το πήρα εγώ για το σπίτι μου ενώ το δεύτερο με το που το είπα στον πατέρα μου πως υπάρχει τέτοια δυνατότητα το πήρε εκείνος και εδώ και τριάντα χρόνια το σπίτι στο χωριό ζεσταίνεται με καλοριφέρ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Απόψεις; Ιδέες; Αντιρρήσεις; Παραλλαγές;
Όλα ευπρόσδεκτα.