Συνήθως όπου πηγαίναμε παίρναμε μαζί μας και κάτι να τσιμπήσουμε. Έχουμε πάει λοιπόν στην εκκλησία, έχουμε κάνει τις προσευχές μας για αποκατάσταση της ακουστικής ικανότητας και πάμε σε μια βρύση στην είσοδο του χωριού να φάμε και νάμαστε κοντά στο νερό. Δυστυχώς όμως, η βρύση είναι στεγνή (είχαν ήδη αρχίσει να σφραγίζουν τις δημόσιες βρύσες, αφού είχε αρχίσει η υδροδότηση από κεντρικό δίκτυο). Την κοιτάμε απορημένοι αφού τις άλλες φορές δεν είχαμε τέτοιο πρόβλημα γι' αυτό και πήγαμε προς τα εκεί. Από το απέναντι σπίτι μας βλέπουν που γυρνάμε γύρω της και ψάχνουμε μήπως έχει κάπου έναν διακόπτη για να την ανοίξουμε και μας φωνάζουν πως η βρύση δεν λειτουργεί πια. Αλλά όχι μόνο αυτό: σε πέντε λεπτά έχει κατέβει η κυρία που μας ενημέρωσε με μια κανάτα νερό και μερικά ποτήρια και μας φωνάζει να μας δροσίσει.
Το γεγονός μου έκανε τεράστια εντύπωση μιας και στο χωριό μου ούτε θα έβγαινε να πει πως την έχουν σφραγίσει τη βρύση αλλά και θα κλεινόταν καλά μέσα μην τυχόν και της ζητούσες νερό. Όχι να στο προσφέρει από μόνη της. Αλλά είναι η νοοτροπία της περιοχής πως τον άλλον που ζητάει κάτι να τον εξυπηρετήσουμε με τον καλύτερο τρόπο. Π.χ. το 93 στον διπλανό Παλιόκηπο ψάχναμε να βρούμε έναν παλιό συμφοιτητή μας κι αυτόν που ρωτήσαμε όχι μόνο μας εξήγησε πού θα τον βρούμε αλλά συγχρόνως πήγαινε μπροστά για να μας οδηγήσει σ' αυτόν. Όμως το περιστατικό με το νερό δεν ήταν το μόνο. Παρόμοια εμπειρία και από την Αγιάσο. Καλοκαίρι του 1980 και αποφασίζουμε να πάμε εκδρομή απ' το χωριό μου στην Αγιάσο. Είμαστε τέσσερα άτομα, δυο αγόρια και δυο κορίτσια, οι δυο ζευγάρι οι άλλοι απλά φίλοι. Η μετακίνηση θα γινόταν με την συγκοινωνία και, βέβαια, απευθείας σύνδεση απ' την Πλαγιά στην Αγιάσο δεν υπάρχει (εκτός απ' τη μέρα της Παναγιάς ή την καθαροδευτέρα - αλλά κι αυτή είναι έκτακτη). Θα πηγαίναμε με το τοπικό λεωφορείο μέχρι τη διασταύρωση (εκεί που χωρίζει ο δρόμος από τη Μυτιλήνη αν θα πάει προς Γέρα - Πλωμάρι ή προς το υπόλοιπο νησί) και εκεί θα παίρναμε το λεωφορείο για Αγιάσο. Είχαμε κάνει τους υπολογισμούς μας, φύγαμε μεσημέρι απ' το χωριό και η ανταπόκριση θα ήταν περίπου στο τέταρτο, μια χαρά αναμονή.
Φτάνει το λεωφορείο και μπαίνουμε μέσα κι ο εισπράκτορας (είχε και τέτοιους τότε) προσπαθεί να μας εξυπηρετήσει: Σιτ - ντάουν - πλιζ. Ο άλλο απ' την παρέα τον επιπλήττει για την ξενομανία κι αυτός μας λέει πως έτσι που μας είδε μ' εκείνα τα "καμτζόρια", μας πήρε για τουρίστες (=αλλοδαπούς). Καμ'τζόρ είναι το γιλέκο αλλά και γενικά το ρούχο που κρέμεται κάπως. Τέλος πάντων, φτάνουμε στο χωριό πες τέσσερις το μεσημέρι. Η Αγιάσος είναι στις πλαγιές του Ολύμπου (έχουμε και στη Μυτιλήνη Όλυμπο, τι θαρρείτε) και το λεωφορείο σ' αφήνει στα χαμηλά του χωριού. Για να το περπατήσεις αρχίζεις κι ανεβαίνεις. Κι εμείς που όχι μόνο θέλαμε να το περπατήσουμε αλλά και να βρούμε κάποιο μέρος να κοιμηθούμε το βράδυ (το ζευγάρι ήταν κι εξοπλισμένο, είχε και σκηνή) κι επειδή τέτοιο μέρος μέσα στο χωριό δεν περιμέναμε πως θα βρούμε, βουρ τον ανήφορο για να βγούμε απ' το χωριό. Και κάποια στιγμή ιδρωμένοι κι αποκαμωμένοι καθόμαστε σε κάτι σκαλιά στα μέσα του ανήφορου, να πάρουμε μια ανάσα. Πιο μπροστά μας παρόμοιο δρομολόγιο κάποιο άλλοι (όντως ξένοι αυτοί). Και ξαφνικά από απέναντι που κάθονται κάποιες γυναίκες και ψιλοκουβεντιάζουνε έρχεται μια κυρία με μια κανάτα και δυο ποτήρια: "πάρ'τι μουρέλια λίγου νιρό, θα νι διψάσατε μεσ' τούτην τ' ζέστα".
Κόκαλο εμείς. Το πήραμε βέβαια με ευγνωμοσύνη και μούμεινε στη μνήμη (κι αυτό). Ναι, στην Αγιάσο έγινε που οι Αγιασώτες είχαν (και έχουν) τη φήμη πως τίποτα δεν δίνουν τσάμπα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Απόψεις; Ιδέες; Αντιρρήσεις; Παραλλαγές;
Όλα ευπρόσδεκτα.