Καλοκαίρι του 78. Η πρώτη χρονιά σαν φοιτητής έχει ολοκληρωθεί. Ολοκληρωθεί τρόπος του λέγειν αφού από τον Απρίλη και μετά έχουν διακοπή τα μαθήματα ή μάλλον έχει αποφασιστεί από την σχολή (ΦΜΣ - φυσικομαθηματική Ιωαννίνων) πως η χρονιά θα ολοκληρωθεί τον επόμενο Φλεβάρη. Μια απόφαση σκοπιμοτήτων και εκβιασμού των φοιτητών που παλεύαμε για ένα πιο δίκαιο τρόπο σπουδών (κάποια στιγμή θα γράψω και γι' αυτό). Τα μαθήματα συνεχίζονται χαλαρά αφού έχουμε όλον τον καιρό να τα ολοκληρώσουμε, είναι μαθήματα ενός εξαμήνου και θα πάει στο ενάμιση και βάλε ενώ από κάποιο πολιτιστικό σύλλογο του πανεπιστημίου προγραμματίζεται μια εκδρομή στη Βουλγαρία.
Να θυμίσω πως τότε τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά από σήμερα. Η Βουλγαρία η κοντινότερη κομμουνιστική χώρα και στα πανεπιστήμια οι αριστερές παρατάξεις να κυριαρχούν. Μαζευτήκαμε πάνω από 100 άτομα για την εκδρομή - δυο λεωφορεία. Μεταξύ αυτών και εγώ και ο Γιώργος, που μέναμε σε διπλανά δωμάτια στην εστία κι είχαμε δέσει πολύ γρήγορα. Πάμε στην εκδρομή, γυρίζουμε (εντάξει, όχι στα Γιάννενα, κατευθείαν Αθήνα) και μου προτείνει ο Γιώργος να πάω από το χωριό του πριν φύγω για το δικό μου. Και ασμένως εδέχθην!
Το χωριό του στον Αργολικό κάμπο, μικρή παράκαμψη για μια δυο μέρες όλες κι όλες. Πρώτη φορά που πάω στην Πελοπόννησο (αν και την πέρναγα με το λεωφορείο πηγαίνοντας για Γιάννενα). Και ξέρω πως ήταν 7 Ιούλη γιατί το χωριό είχε πανηγύρι της Αγίας Κυριακής. Κι επειδή βλέπω πως ήταν Παρασκευή, μάλλον δεν προλάβαινα το βαπόρι για το χωριό (που την εποχή εκείνη τις Παρασκευές έφευγε νωρίς, ενώ Σάββατο σπάνια έχει ακόμα και τώρα.
Πρέπει νάμεινα δυο μέρες. Τη μια, τη γιορτή, κάναμε βόλτα στο Ναύπλιο, ανεβήκαμε και στο Παλαμήδι. Την επόμενη όμως, το πρόγραμμά τους έλεγε καπνά. Και το γεγονός πως είχαν φιλοξενούμενο δεν θάλλαζε το πρόγραμμά τους. Θα σηκώνονταν αχάραγα να φύγουν και μούπαν να κοιμηθώ και θα βλεπόμασταν το πρωί που θα γύριζαν. Και σιγά μην κοιμόμουνα εγώ. Το εγερτήριο πρέπει νάταν κατά τις 4. Ετοιμαστήκαμε και φύγαμε για το χωράφι να είμαστε εκεί με το πρώτο φως της μέρας. Πήγαμε με το τρακτέρι που πίσω του έσερνε μια πλατιφόρμα με καφάσια που θα έμπαιναν μέσα τα καπνά που θα κόβαμε.
Τα καπνά μαζεύονται με τη δροσιά. Όταν αρχίσει να ζεσταίνει ο ήλιος το φύλλο σκληραίνει μαλακώνει (με διορθώνει ο Γιώργος γιατί θα υπάρχει πρόβλημα με την επόμενη διαδικασία) και δεν κάνει για μάζεμα. Καθημερινά περνάνε κι από άλλα φυτά και κόβονται πρώτα τα χαμηλά φύλλα, το πρώτο χέρι, μετά τα από πάνω, το δεύτερο και πάει λέγοντας, συνολικά τέσσερις ή πέντε φορές σε κάθε φυτό. Εγώ άσχετος απ' όλ' αυτά, μου τα εξηγούνε στη διαδρομή και εν συντομία, φτάνουμε στο χωράφι κι μου δείχνουν ποια είναι στο κατάλληλο μέγεθος για κόψιμο. Αλλά γρήγορα αποδεικνύεται πως πρώτον η ταχύτητά μου σε σχέση με τους άλλους που το είχαν ξανακάνει μπορούσε να συγκριθεί με την ταχύτητα της χελώνας και δεύτερο και το σπουδαιότερο μετά από μένα έπρεπε να ξαναπεράσει κάποιος γιατί εγώ έκοβα πολύ λίγα, φοβόμουν να κόψω πάνω απ' τα πιο χαμηλά. Έτσι άλλαξα ρόλο, τους πήγαινα άδειες κλούβες και κουβάλαγα και στοίβαζα τις γεμάτες στην πλατφόρμα. Κατά τις 7:30 δόθηκε το σύνθημα της επιστροφής.
Γυρνάμε στο σπίτι και ξεφορτώνονται οι κλούβες σε ένα υπόστεγο που ήταν έξω απ' το σπίτι και καθόμαστε για βελόνιασμα. Άλλη άγνωστη δουλειά. Είχαν έρθει και κάποιες γειτόνισσες για βοήθεια. Καθίσαμε όλοι στο υπόστεγο, πήραμε ο καθένας από ένα βελόνι: ένα μακρύ πλατύ σίδερο με τρύπα στο ένα μέρος και μυτερό στο άλλο. Από την τρύπα περασμένος ο σπάγκος. Το βελόνι στερεωμένο στην αριστερή μασχάλη (όλοι δεξιόχειρες). Ένα ένα φύλλο έπρεπε να τρυπηθεί ακριβώς στο μίσχο και να σωριαστεί στην άκρη του βελονιού. Όταν γέμιζε το βελόνι, σπρώχνονταν τα φύλλα στην κλωστή. Με δυο τρία βελόνια φτιαχνόταν μια αρμαθιά που δενόταν σε μια βέργα. Η βέργα στην άκρη κι όταν τέλειωναν τα φύλλα, μεταφέρονταν οι βέργες σε ένα χώρο που έμπαινε η μια δίπλα στην άλλη για να ξεραθούν. Παραπέρα, τι γίνεται δεν είδα :)
Βέβαια ούτε στο βελόνι ήμουνα καλός. Αφού δεν τόχα ξανακάνει. Αλλά δεν υπήρχε και κάτι άλλο να κάνω οπότε το προσπαθούσα. Μέχρι το μεσημέρι δεν είμαι σίγουρος αν είχα περάσει μια αρμαθιά, αλλά δεν το νομίζω. Και λέει η μάνα του Γιώργου να μας τηγανίσει κολοκύθια και δεν θυμάμαι τι άλλο για να φάμε. Επ! αυτή τη δουλειά την ξέρω καλά. Για να μην πω καλύτερα από κείνη. Γιατί εγώ ήξερα να αφήνω το κολοκύθι με αλάτι να βγάλει τα νερά του και να το αλευρώνω για να το τηγανίσω ενώ εκείνη το έκοβε κατευθείαν στο τηγάνι. Την έστειλα να συνεχίσει το βελόνιασμα κι ανέλαβα τα κολοκύθια και γενικά το μαγείρεμα εγώ. Κι ήμασταν όλοι ευχαριστημένοι!
Α ρε τι με θύμησες μεγαλωμένος σε καπνοχώρι, παρ΄όλο που η οικογένειά μου δεν έβαζε καπνά. Τι δουλειά όμως την έκανα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠλατφόρμα και όχι πλατιφόρμα... και τρακτέρ... Πόσοι βρέθηκαν με τις βελόνες καρφωμένες στο πόδι.. μελούρα από το καπνό.. Στην περιοχή μας άφησε πάρα πολύ χρήμα το 80-2000. Τώρα η δουλειά ειναι απείρως ευκολότερη, αν και έχουν μειωθεί πολύ οι παραγωγοί...
θαυμάζω όχι μόνο το συγγραφικό σου ταλέντο αλλά κυρίως το μνημονικό σου που μου ξαναθύμισε πολλές λεπτομέρειες που εγώ τις είχα ξεχάσει, όπως ότι ανεβήκαμε στο Παλαμήδι του Ναυπλίου. Μια μικρή προσθήκη μόνο για το κράτημα της βελόνας του καπνού: Συνήθως την κρατούν στηριγμένη στη μασχάλη του αριστερού χεριού με το αριστερό χέρι ώστε να δουλεύουν και να βελονιάζουν τα καπνόφυλλα με το "καλό" χέρι, το δεξί. Εκτός κι αν κάποιος συνεχίζει να είναι "ζερβοκουτάλας", (παρά τις μπούφλες που έφαγε για να μην είναι) οπότε οι όροι αντιστρέφονται: Κρατάει με το δεξί, βελονιάζει με το αριστερό. Όσο για τη φιλοξενία ήταν μια πρώιμη και πρωτοποριακή εφαρμογή του αγροτουρισμού, πολλά χρόνια πριν τον ανακαλύψουν και τον εφαρμόσουν παγκοσμίως. Καλή συνέχεια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ για τα σχόλια και τις επισημάνσεις.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌταν έγραφα πως το βελόνι ήταν στην αριστερή μασχάλη, ούτε που το συνειδητοποίησα. Το είχα μάλλον σαν εικόνα στο νου μου και το ανέφερα! Έστω και μετά από σαραντατόσα χρόνια, κάτι μάθαμε :)