Στην εξοχή, στα Κρέμια το 1962. Δεξιά το χέρι που φαίνεται είναι του πατέρα μου!
Συνέχεια με αναμνήσεις για τη μάνα μου και τέλος με τα οικογενειακά. Τότε που ήταν να παντρευτούνε με τον πατέρα μου, μπήκε θέμα πού θα γίνει η εγκατάσταση του νέου ζευγαριού: στην Πλαγιά ή στο Πλωμάρι. Απέκλεισε κάθε μετακίνηση. Και επέβαλε την εγκατάσταση στο χωριό της. Το αν αυτό ήταν καλύτερο ή όχι κανείς δεν μπορεί να πει. Αλλά εκείνη το θεωρούσε αδιανόητο να αλλάξει μέρος.Μπήκε ξανά θέμα αλλαγής γύρω στο 1965. Για την Αθήνα αυτή τη φορά. Ήταν η εποχή της μεγάλης εσωτερικής μετανάστευσης (παράλληλα με την εξωτερική - ήδη είχαν φύγει για το εξωτερικό δυο αδέρφια του πατέρα μου). Το καλοκαίρι του 65 είχαμε πάει στην Αθήνα για να κάνω εγώ αφαίρεση στα κρεατάκια που είχα και μια θεία μου κάποιες εξετάσεις. Εκεί συναντήσαμε ξαδέρφια του πατέρα μου, ένας απ' τους οποίους είχε θυρωρείο. Και έπεσε η ιδέα να βρεθεί ένα θυρωρείο να πάρουμε κι εμείς που θα το κράταγε βασικά η μάνα μου κι ο πατέρας μου θα δούλευε στην οικοδομή που ήξερε. Παρόμοια κίνηση έκανε και κάποιος άλλος απ' το χωριό την ίδια εποχή. Εκείνος έφυγε για Νέα Σμύρνη κι ήμασταν σε διαδικασίες κι εμείς. Θυρωρείο βρέθηκε, αλλά τελικά δεν φύγαμε. Βασικός λόγος το ότι η μάνα μου δυσκολευόταν σε τέτοιες μετακινήσεις.
Χριστούγεννα του 82, η πρώτη επίσκεψη της (μέλλουσας) νύφης στα πεθερικά.
Όμως, όσο και να δυσκολευόταν, το καλοκαίρι του 67 αναγκάστηκε να συμφωνήσει σε μια τέτοια μετακίνηση στη Μυτιλήνη. Μόλις είχαν αγοράσει το πρώτο κτήμα με δάνειο από την Αγροτική τράπεζα αλλά οι προοπτικές για δουλειά του πατέρα μου στην οικοδομή ήταν πολύ περιορισμένες. Όπως έχω ξαναπεί, ναι μεν δεν τον έστειλαν εξορία, αλλά παράλληλα δεν τον άφηναν σε χλωρό κλαδί. Όπου έβρισκε δουλειά, γινόταν διακριτική επίσκεψη από την αστυνομία για παρατηρήσεις πως δίνουν δουλειά σε "κουμμουνιστή" και κινδύνευαν να χαρακτηριστούν ως συνοδοιπόροι μ' αποτέλεσμα να τον διώχνουν. Μιας και γνώριζε αρκετούς πολιτικούς μηχανικούς που ερχόντουσαν να επιβλέψουν εκεί που δούλευε, κανόνισε μαζί τους να του βρουν δουλειά στη Μυτιλήνη. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μετακομίσουμε κι οι υπόλοιποι. Αλλά όχι για πολύ. Τέλος Μάρτη του 68 επιστρέψαμε στο χωριό!
Καλοκαίρι του 83, γνωρίζονται τα συμπεθέρια. Εγώ λείπω γιατί υπηρετώ στο στρατό στη Μυτιλήνη, αλλά άδεια δεν μου δίνουν ούτε για ένα τέτοιο γεγονός.
Όταν ήταν να γυρίσουμε από τη Μυτιλήνη, έφυγε ο πατέρας μου να φέρει ένα φορτοταξί (μικρό φορτηγάκι δημόσιας χρήσης, - μπορεί και τρίκυκλο) να πάρει τα πράγματά μας. Με το πού έρχεται, είναι φορτωμένο πάνω ένα ηλεκτρικό ψυγείο. Έκπληξη. Σε ερώτηση τι είναι, η απάντησή του ήταν πως είναι για κάποιον στο χωριό. Το είχε αγοράσει (με δόσεις των 500 δραχμών) αλλά δεν το είπε στη μάνα μου πριν το ξεφορτώσει στο χωριό (αν και εκείνη την ψυλλιάστηκε τη δουλειά). Κι αυτό γιατί η μάνα μου γενικώς δεν ήθελε να ξοδεύει για τέτοιες ευκολίες (τις οποίες μετά τις απολάμβανε κι η ίδια).Παντρεύουν το μοναχογιό τους!
Όπως ανέφερα, ο πατέρας μου έλεγε πως αφού δουλεύει πρέπει να απολαμβάνει κάποιες μικροδιευκολύνσεις της ζωής. Έτσι αγόραζε διάφορα - κυρίως ηλεκτρικές συσκευές. Στο μόνο που η ίδια συμφώνησε αμέσως ήταν η αγορά πετρογκάζ (συσκευής μαγειρέματος με υγραέριο). Δεν ξέρω αν στο σπίτι τους είχαν χρησιμοποιήσει ξύλα για μαγείρεμα (όπως θυμάμαι στο σπίτι της γιαγιάς μου) αλλά σίγουρα χρησιμοποιούσαν γκαζιέρα (με καθαρό πετρέλαιο). Που ναι μεν ήταν πολύ πιο εύκολο να έχεις φωτιά την ώρα που τη θέλεις, αλλά η μουτζούρα στα κατσαρολικά και η μυρωδιά ένα γύρω (και στα χέρια) την ώρα που τη γέμιζες, ήταν άλλο πράγμα.Κάποια στιγμή εκείνος έφερε στο σπίτι ένα φουρνάκι "ΚΑΖΑ" στο φυλλάδιο των "οδηγιών" έγραφε κάπου: "Δοκιμάστε τον. Έχετε και το δικαίωμα της επιστροφής". Τον είδε. Της άρεσε αλλά σκεφτόταν και το κόστος. Και για να πικάρει τον πατέρα μου, γράψαμε δίπλα στο έχετε ένα "ΔΕΝ" ώστε να του πει πως τον πήρε και δεν μπορεί να τον γυρίσει πίσω! Βέβαια, όταν τον δοκίμασε, δεν σκέφτηκε να τον επιστρέψει.
Δική της ιδέα ήταν να πουλάμε μέρος της παραγωγής που δεν χρειαζόμασταν. Γιαούρτι, αυγά κρεμμυδάκια κι ό,τι άλλο μας περίσσευε. Κι ο πωλητής ήμουν εγώ. Γύριζα όλο το χωριό διαλαλώντας την πραμάτεια μου. Από το 70 περίπου μέχρι ΄το 77 που έφυγα για φοιτητής. Γιατί όταν ο πατέρας μου αγόρασε την αποθήκη με τον στάβλο, άρχισαν να έχουν αρκετά πρόβατα κι αρκετές κότες αφού είχαν μέρος να τα βάλουν. Ναι αλλά τα ζώα δεν φτάνει να τα σταβλίζεις χρειάζονται και χώρο για να τρώνε και να μένουν τον καιρό που δεν είναι απαραίτητο να είναι μέσα (από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο δηλαδή, αρκετόν καιρό). Επειδή δεν είχε κάποιο βολικό κτήμα να τα έχει μέσα κι επειδή η ενοικίαση κάθε χρόνο ήταν προβληματική, αποφάσισε ν' αγοράσουν ένα κατάλληλο κτήμα. Λεφτά δεν υπήρχαν μεν αλλά η Αγροτράπεζα έδωσε τη λύση μιας και έδινε και δεύτερο δάνειο. Για τέτοιες αγορές έλεγε πάντα ναι.
Περαστικοί από Αθήνα κατά την επιστροφή από Αυστραλία.
Να κάνω μια παρεμβολή εδώ, σχετικά με το πού έμεναν τα ζώα στο χωριό μου. Στην αρχή, όπως ανέφερα και παλιότερα, ήταν στο ισόγειο (που το λέμε κατώι) τα ζώα και πάνω οι άνθρωποι. Έτσι ήταν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 60. Μπορεί η θεία που είχε το δικαίωμα να τα έχει στο σπίτι μας να παραιτήθηκε και να το άφησε το κατώι στους δικούς μου, αλλά στη γειτονιά ή στου παππού μου θυμάμαι νάναι ο γάιδαρος κάτω. Αργότερα άρχισαν σιγά σιγά να βγάζουν τα ζώα σε άλλες οικοδομές, παλιά σπίτια που ήταν κοντά εκεί που έμεναν. Αρχές της δεκαετίας του 70 τα πράγματα αλλάζουν πάλι και γίνονται γειτονιές με στάβλους. Φεύγουν οι στάβλοι από ανάμεσα στα σπίτια και πάνε σε περιοχές που δεν μένει κόσμος. Και λίγο αργότερα νέα (και οριστική πια) αλλαγή. Έξω από το χωριό. Σε κοντινά περιφραγμένα κτήματα (ή και πιο μακρινά όταν ανοίχτηκαν αγροτικοί δρόμοι).
Στην Αυστραλία ένας ξάδερφός μου δούλευε σε εταιρία με φορτηγά που τα είχαν και σε μινιατούρες. Η μάνα μου πήρε ένα τέτοιο φορτηγό - παιχνίδι για τον Δημήτρη και το κουβάλησε στο αεροπλάνο!Από τις τελευταίες φωτογραφίες της. Στα γενέθλια του Δημήτρη, στην Αμυγδαλέζα. Το 2016, κάνα μήνα πριν πεθάνει.
Πηγαίο, ζωντανό, όμορφο
ΑπάντησηΔιαγραφήΚούκλα πάντα η αγαπητή μας σύζυγος σου.
Κι εσύ, δεν λέω...