07 Μαΐου 2022

Η περιπέτεια μιας επιστροφής

Η τελευταία φωτογραφία της εκδρομής. Έλληνες και Βούλγαροι, λίγο πριν τον αποχαιρετισμό.

Η επιστροφή απ' την εκδρομή στη Βουλγαρία ήταν σκέτη περιπέτεια. Ο νόμος του Μέρφι χτύπησε επανειλημμένα. Ό,τι μπορούσε να πάει στραβά, στράβωσε. Βέβαια, όλα ξεπεράστηκαν, αλλά με πολύ άγχος και αγωνία. Τα προβλήματα φάνηκαν από πολύ νωρίς, αφού η καλή μέρα φαίνεται απ' το πρωί έτσι φάνηκε κι η κακή, μόνο που δεν το υπολογίσαμε. Την ώρα που ήταν να φύγουμε, ας πούμε 8, μαζευόμαστε όλοι με τα συμπράγκαλά μας αλλά δεν είναι οι οδηγοί. Γιατί είχαν ξενυχτήσει σε μια ντισκοτέκ μέχρι τις 5 ή 6 το πρωί και δεν ήταν εύκολο να συνέρθουν και να πάρουν το τιμόνι. Αλλά τους ξυπνήσαμε και ξεκινήσαμε με μια καθυστέρηση.

Η προβλεπόμενη αρχικά διαδρομή. Ο χρόνος που αναφέρεται είναι για σήμερα (και για αυτοκίνητο) 

Τελευταία μέρα και κανονικά δεν περιλάμβανε μεσημεριανό. Συμφωνήσαμε λοιπόν, να δώσουμε όλοι ένα ποσό (3 - 5 δολάρια) και να κλείσουμε φαγητό κάπου στο ενδιάμεσο. Σαν τέτοιο επιλέχτηκε μια ταβέρνα κάπου στα βουνά ανάμεσα Φιλιππούπολη και Μπλακόεβγκραντ, μάλλον στο Μπόροβιτς που έχει χιονοδρομικό, άρα υπάρχουν μαγαζιά για φαγητό που το καλοκαίρι κάθονται. Όμως η ξεναγός που μας συνόδευε δεν το κατάλαβε. Ίσως έφταιγε και που δεν μίλαγε Ελληνικά, η συνεννόηση (και η ξενάγηση) γινόταν στα Γαλλικά που κάποιος ήξερε καλά (κατά δήλωση). Κι έτσι όπως επιστρέφαμε, δεν στρίψαμε για το βουνό αλλά συνεχίσαμε και κάποια στιγμή βλέπουμε κάτι κτίρια που τα ξέραμε. Ήμασταν στη Σόφια! (Μην ξεχνάμε πως τότε δεν υπήρχαν τζιπιές κι άλλα τέτοια βοηθήματα. Ακόμα και οι χάρτες ήταν σπάνιοι. Κι είχαμε και την σιγουριά πως η κοπέλα ήξερε να μας πάει).

Κι αφού έχουμε κλείσει (και πληρώσει) το γεύμα μας στο Μπόροβιτς έπρεπε να πάμε από κει και να μην φύγουμε στον κανονικό δρόμο προς τα σύνορα. Πάμε από κει ξενηστικωμένοι αφού είχαμε μείνει μέχρι τόσο αργά και μας παίρνουν απ' τα μούτρα γιατί αργήσαμε και μόλις και δεν είχαν φύγει, να το κλείσουνε. Και βέβαια το φαγητό ήταν κρύο αφού ήταν έτοιμο κάνα δίωρο - τρίωρο πριν. Τέλος πάντων, φάγαμε και συζητάμε τι να κάνουμε να μειώσουμε την καθυστέρηση. Κι αποφασίζουμε να κόψουμε την επίσκεψη στο μοναστήρι της Ρίλας που είχαμε για μετά.

Παίρνουμε το δρόμο προς τα σύνορα. Το ένα λεωφορείο μπροστά το άλλο πίσω. Μέχρι που κάποια στιγμή εμείς που ήμασταν στο πρώτο χάνουμε το άλλο. Ο οδηγός δεν το βλέπει πια στον καθρέφτη του. Κόβει ταχύτητα και περιμένει να εμφανιστεί αλλά τίποτα. Αφού προχωράμε αρκετά και δεν φαίνονται, κάνουμε αναστροφή, έχοντας το νου μας αν το δούμε. Περνάμε τη διασταύρωση για τη Ρίλα, δεν τους βρίσκουμε και κάπου αρχίζουμε να ψυλλιαζόμαστε πως οι άλλοι ακολούθησαν το αρχικό πρόγραμμα. Κάποια στιγμή βρίσκουμε ένα περιπολικό, τους σταματάμε και ζητάμε να επικοινωνήσουν με τον ασύρματο αν πέρασε κάποιο λεωφορείο προς τα πάνω (δεν έπιαναν τα κινητά 😂). Με τα πολλά μας επιβεβαιώνουν πως πέρασαν, επικοινωνούν με το μοναστήρι και με το που μπαίνει μέσα το λεωφορείο ειδοποιούν τον οδηγό πως τον περιμένουμε στη διασταύρωση κάτω, οπότε κάνει αναστροφή και φεύγει. Τελικά το χρόνο της διαδρομής τον φάγαμε (είτε πηγαίνοντας είτε περιμένοντας), το μοναστήρι δεν το είδε κανένας μας.

Περιμένοντας στη Θεσσαλονίκη. Είναι στην επιστροφή γιατί δίπλα μου έχω έναν χαρτοφύλακα που αγόρασα από τη Σόφια!

Συναντιόμαστε επιτέλους ξανά και παίρνουμε το δρόμο για τα σύνορα με ακόμα μεγαλύτερες καθυστερήσεις. Οι δυο ώρες (ας πούμε) έχουν γίνει τέσσερις. Φτάνουμε στον βουλγάρικο έλεγχο. Μας ζητάνε τις κάρτες που μας είχαν δώσει μπαίνοντας. Δυο δεν τις έχουν. Δεν μας αφήνουν να φύγουμε. Να πάτε πίσω να τις βρείτε. Μα τις χάσαμε, πού να τις βρούμε. Δεν μας ενδιαφέρει, χωρίς να τις παραδώσετε δεν περνάτε σύνορα (γιατί όποιος τις είχε στα χέρια του μπορούσε να κυκλοφορεί και να εμφανίζεται σαν τουρίστας). Και θα πάτε μαζί με την αρχηγό της εκδρομής αφού αυτή είναι υπεύθυνη για σας. Ναι, αλλά είναι υπεύθυνη και για τους υπόλοιπους. Οι υπόλοιποι θα πάνε στη χώρα τους και δεν έχουν ανάγκη. Αμάν. Τι κάνουμε τώρα; (Για την ιστορία, ο ένας απ' τους δυο που ήταν χωρίς κάρτα τη βρήκε αργότερα, την είχε στη βαλίτσα του αλλά δεν το θυμόταν).

Η Ήρα, η αρχηγός ζητάει να επικοινωνήσει με την ελληνική πρεσβεία. Α, της λένε, δεν γίνεται. Σας έχουμε σφραγίσει το διαβατήριο πως έχετε βγει απ' τη Βουλγαρία. Θα πάτε απ' την άλλη, θα σας το σφραγίσουν για είσοδο και τότε βλέπουμε. Μα εμείς θέλουμε να φύγουμε. Γιατί να ξαναμπούμε. Τότε δεν μπορείτε να τηλεφωνήσετε. Αδιέξοδο. Η συζήτηση τραβάει σε μάκρος. Κάποια στιγμή η Ήρα βάζει τα κλάματα. Το αδιέξοδο παραμένει, οι διαπραγματεύσεις δεν φαίνεται να προχωρούν. Μετά από κάνα δίωρο στο δεν φεύγετε, γυρίστε πίσω, δεν μπορούμε να γυρίσουμε, αφήστε μας στο τέλος κάμπτονται και μας αφήνουν να περάσουμε.

Φτάνουμε απ' την ελληνική μεριά στα σύνορα σχεδόν μεσάνυχτα. Περνάμε τα διαβατήρια κι έρχεται το τελωνείο. Έχετε κάτι να δηλώσετε; Μπαααα. Όχι. Τίποτα φωτογραφικές; (Ήταν το πιο συνηθισμένο). Όχι. Αν τις δηλώναμε θα πληρώναμε δασμούς που το κόστος θα ήταν ίδιο αν και ψηλότερο απ' το να τις αγοράζαμε στην Ελλάδα. Το ξέραμε κι είχαμε προσπαθήσει να πάρουμε τα μέτρα μας. Π.χ. εγώ την είχα βάλει στον πάτο σ' ένα σακβουαγιάζ, από πάνω ρούχα και πάνω πάνω την φωτογραφική που είχα φεύγοντας (που μου είχαν πει πως δεν ήταν μεγάλης αξίας και δεν την είχαν καταγράψει κατά την έξοδο) με το σκεπτικό πως θα έβλεπαν την μια και δεν θα έψαχναν παραπέρα να βρουν και την άλλη. Μια κοπέλα που ήταν πολύ αδύνατη είχε πάρει μαζί της ένα δίχτυ, είχε βάλει τη μηχανή μέσα και είχε κρεμάσει το δίχτυ ανάμεσα στα πόδια της (χωράγανε στα χερούλια του). Ο καθείς και τον τρόπο του.

Μπροστά ήταν το άλλο λεωφορείο. Βγάζουμε όλοι τα πράγματα μας δίπλα στα λεωφορεία κι αρχίζουν να ψάχνουν. Βρίσκουν καμιά 15αριά μηχανές στο άλλο. Έρχονται και στο δικό μας. Βρίσκουν μερικές καθώς και μια θήκη κάτω από ένα κάθισμα (οι καλές μηχανές είχαν σκληρές δερμάτινες θήκες). Απ' τις μηχανές που βρήκαν η μια ήταν "παλιά", την είχε η κοπέλα αγορασμένη στην Ελλάδα, αλλά δεν την δήλωσε στην έξοδο. Την πήραν και της ζήτησαν να βρει από κει που την αγόρασε χαρτιά να τους πάει ότι είχε εκτελωνιστεί κανονικά αν ήθελε να την πάρει ή αλλιώς να πληρώσει δασμούς (ξανά). Κατά την είσοδο στη χώρα υπάρχει ένα όριο αξίας από πράγματα που αγόρασες στο εξωτερικό που είναι αδασμολόγητο. Αν το περάσεις πληρώνεις (σήμερα με την ΕΕ δεν υπάρχει τέτοιο θέμα, αλλά με τις άλλες χώρες εξακολουθεί να ισχύει, απλά το ποσό είναι αρκετά μεγάλο σήμερα). Σημειωτέον πως αν έχεις δηλώσει κάτι στο τελωνείο κατά την εισαγωγή ο δασμός είναι κάποιο ποσό, αν δεν το δηλώσεις αλλά το βρούνε οι τελωνειακοί, έχει επιπλέον πρόστιμο.

Εν πάση περιπτώσει, γίνεται μεγάλη φασαρία με τη θήκη. Γιατί η θήκη από μόνη της δεν άξιζε αλλά μια θήκη σημαίνει μια μηχανή. Ποιανού είν' η θήκη; Δικιά μου λέει κάποιος. Πού είν' η μηχανή; Δεν υπάρχει μηχανή, τη θήκη μου την έδωσε κάποιος πολιτικός πρόσφυγας να την δώσω σε συγγενείς του. Σιγά μην τόχαβαν. Του ψάχνουν τα πράγματα, κάνουν άνω κάτω το λεωφορείο, μηχανή δεν βρίσκεται. Ο τελωνειακός έχει βάλει δυο φορές το χέρι του εκεί που ήταν η μηχανή (σε ένα κοίλωμα πάνω απ' την πόρτα του λεωφορείου που ήταν εργαλειοθήκη) χωρίς ν' ακουμπήσει τη μηχανή. Προτροπές για να παραδοθεί η μηχανή τόσο απ' τους τελωνειακούς, όσο κι από κάποιον συνεπιβάτη, μπαμπά συμφοιτήτριας που είχε έρθει κι αυτό στην εκδρομή μαζί μας κι είχε αγοράσει ένα στερεοφωνικό. Που αν οι μηχανές μας είχαν 3χίλιαρο, το δικό του μηχάνημα είχε πενταπλάσιο κόστος (άρα οι δασμοί θάταν εξαιρετικά ψηλοί). Με δική του ιδέα, να παραδοθεί η μηχανή κι εμείς να δώσουμε από κάτι για να καλύψουμε το κόστος. Πράγματι έτσι έγινε. Παραδέχεται στον τελωνειακό πως υπάρχει μηχανή και θα του την δώσει, πάει, βάζει το χέρι του στην εργαλειοθήκη και την βγάζει και μένει ο άλλος με ανοιχτό το στόμα.

Αφού είχαν μαζέψει κάμποσες μηχανές από τα δυο λεωφορεία, δεν προχωράνε σε παραπέρα έλεγχο. Μαζέψτε τα και φύγετε. Επιτέλους ξεκινάμε ξανά για Θεσσαλονίκη που φτάνουμε χαράματα.

Κανονικά η εκδρομή τέλειωνε εδώ. Και τα λεωφορεία θα τράβαγαν άδεια για Αθήνα. Έλα όμως που αρκετοί ήθελαν να γυρίσουν στα Γιάννενα (είτε γιατί ήταν Γιαννιώτες κι απ' τα πέριξ είτε γιατί είχαν αφήσει τα πράγματά τους εκεί και ήθελαν να τα πάρουν). Έτσι συμφωνήθηκε το ένα λεωφορείο να κάνει παράκαμψη και να τους πάει μέχρι Γιάννενα κι από κει να κατέβει για Αθήνα. Κάποιοι ζητήσαμε να μας πάρει το άλλο προς Αθήνα όπως και έγινε (με το αζημίωτο όλα). Αλλά η αναχώρηση των λεωφορείων θα γινόταν κατά το μεσημέρι, οι οδηγοί δεν άντεχαν άλλο. Έτσι πήγα μέχρι τις 40 εκκλησιές, πήρα το ακορντεόν μου και μετά κάναμε βόλτες μέχρι να έρθει η ώρα και να πάρουμε δρόμο. Τέλος εκδρομής.

Να σημειώσω πως απ' την Αθήνα δεν έφυγα κατευθείαν για το νησί. Έκανα μια στάση στην Αργολίδα, κι έμαθα πώς μαζεύουν τα καπνά! Πρώτη φορά που δεν καθυστέρησα τόσο την επιστροφή μου.

3 σχόλια:

  1. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Γιάννη, πολύτιμες ΚΑΙ αποκαλυπτικές οι καταγραφές σου από αυτή την εκδρομή! Ζηλεύω που δεν ήμουν μαζί σας. Στεναχωριέμαι για τη "στενότητα" σκέψης και δράσης των κρατικών οργάνων -"ένθεν κακείθεν"... Καλή συνέχεια στις αναμνήσεις σου.

      Διαγραφή
    2. Δεν το βλέπω για στενότητα σκέψης. Υπάρχουν κάποιοι κανόνες που οφείλει κανείς να ακολουθεί. Αλλιώς πληρώνει το τίμημα.
      Τώρα, αν κάποιοι γλιστράνε σαν χέλια και δεν πληρώνουν τίποτα, αυτό είναι άλλο θέμα.Συμβαίνει Παντού και πάντα. Τι να κάνουμε...

      Διαγραφή

Απόψεις; Ιδέες; Αντιρρήσεις; Παραλλαγές;
Όλα ευπρόσδεκτα.