04 Νοεμβρίου 2022

Εν Αθήναις

Εκτός απ' τη δουλειά υπάρχει κι η κανονική ζωή. Αυτή λοιπόν είχε τα δικά της σκαμπανεβάσματα. Όπως έλεγα τις προάλλες, τον Μάη του 85 με αφορμή το γάμο της Πέρσας ήμουν για τρεις μέρες στην Αθήνα (βασικά στα πεθερικά μου στη Δραπετσώνα έμενα) για να βρω και σπίτι. Κι όντως βρήκα. Εύκολα. Το σπίτι ήταν στη Χατζηκώστα 8β, ένα δρομάκι απέναντι από το Ιπποκράτειο. Στην ευρύτερη περιοχή των Αμπελοκήπων κι ενώ ο χάρτης εξειδικεύει σε Κουντουριώτικα, αυτά ήταν πιο πάνω προς το Λυκαβηττό, εκεί που ήμασταν εμείς λέγεται Στέγη Πατρίδος, δεν ξέρω γιατί, ίσως γιατί είναι εκεί η αμερικάνικη πρεσβεία 😀. Η περιοχή διαλέχτηκε για να έχει συγκοινωνία με διάφορα μέρη ώστε όπου και να βρίσκαμε δουλειά να μπορούμε να πάμε με τη συγκοινωνία. Μακριά νυχτωμένοι από την πραγματικότητα, πολλές γραμμές λεωφορείων πέρναγαν πράγματι από κει, καμιά δεν χρησιμοποιήσαμε για δουλειά, πού να ξέρουμε πως δεν θα βόλευαν καθόλου.

Το σπίτι ήταν αρκετά μεγάλο στο ισόγειο μιας δίδυμης πολυκατοικίας με 6 - 7 ορόφους. Δίδυμη γιατί ήταν δυο κτίρια, μ' ένα στενό άνοιγμα ανάμεσά τους, αυτό που φαίνεται στην οδογράφηση της Γκουγκλ. Το φυσικό φως πολύ λίγο. Ο ήλιος έμπαινε μόνο στην κρεβατοκάμαρα για πολύ λίγο και μέχρι μισό μέτρο το πολύ, από τη μπαλκονόπορτα. Μόνο που δεν υπήρχε μπαλκόνι. Μόλις άνοιγες την μπαλκονόπορτα έβλεπες τα κάγκελα. Πάντως μπορούσες να τινάξεις μια κουρελού ή να βγάλεις τα σεντόνια σου ν' αεριστούν.

Το "μπαλκόνι" είν' αυτό πάνω απ' τη μηχανή (και τα παράθυρα που είχαμε)

Η πολυκατοικία ήταν απ' τις παλιές αριστοκρατικές. Με πλατιά σκάλα και χαλιά. Κι αφού δεν είχαμε μπαλκόνι κάπου έπρεπε να στεγνώνουμε τα ρούχα μας. Τ' ανεβάζαμε με το ασανσέρ κι από κει πηγαίναμε στην ταράτσα απ' τη σκάλα. Μέχρι που κάποιος μας έσκασε το μυστικό: το ασανσέρ είχε δυο καμπίνες. Μια αυτή που βλέπαμε και χρησιμοποιούσαμε κι άλλη μια μικρή από πίσω (υπηρεσίας). Οι δυο καμπίνες ανεβοκατέβαιναν μαζί εκτός απ' την περίπτωση της ταράτσας. Η μεν κύρια σταμάταγε στον τελευταίο όροφο αλλά η άλλη που χρησιμοποιούσαν τα δουλικά, έφτανε στην ταράτσα. Εκεί υπήρχε κι ένα πλυσταριό που το είχαν μετατρέψει σε δωμάτιο που το νοίκιαζε η Γιωργία. Τη γνωρίσαμε τότε και κάναμε πολύ παρέα. Λίγο πιο μικρή ηλικιακά από μας, δούλευε νοσοκόμα και τα βράδια πήγαινε στο νυχτερινό, να βγάλει το λύκειο.

Παρένθεση: Η Γιωργία είχε κλειδιά από το σπίτι μας και πολλές φορές τρώγαμε μαζί. Κάποια μέρα δεν ξέρω που θα ήμασταν με τη Μαρία κι ανέλαβε η Γιωργία να φτιάξει κάποια απ' το φαγητό: τη σαλάτα και το τζατζίκι. Πώς γίνεται το τζατζίκι με ρωτάει, να πάρε τον κεσέ αυτόν με το γιαούρτι, τρίψε αυτό το αγγούρι και δυο τρεις σκελίδες σκόρδο κι ανακάτεψέ τα. Έλα όμως που δεν ήξερε τι είναι η σκελίδα και δεν ρώτησε. Παίρνει να καθαρίσει το σκόρδο, οι δυο τρεις σκελίδες της φαίνονται λίγες, καθαρίζει ένα κεφάλι, καθαρίζει ένα δεύτερο αλλά της φαίνεται πολύ και δεν το βάζει όλο. Με το που ανοίγουμε την πόρτα μας πιάνει η μυρωδιά. Βάλαμε λίγο απ' αυτό, προσθέσαμε κι άλλο γιαούρτι και αγγούρι και φάγαμε. Το άλλο πήγε άδοξα.

Μεγάλο το σπίτι, έπρεπε κάπως να το γεμίσουμε. Τα πράγματα που είχαμε ήταν αυτά που είχαμε και φοιτητές. Το κρεβάτι της Μαρίας με το στρώμα το δικό μου από πάνω, δυο καρέκλες ένα τραπέζι. Το πρώτο από τα έπιπλα που αποκτήσαμε ήταν η τραπεζαρία. Την είχε πάρει η πεθερά μου και την κονομήσαμε εμείς. Το επόμενο που αρχίζουμε να ψάχνουμε είναι για σαλόνι. Κάπου στη Νίκαια βρήκαμε ένα, πήγαμε με το αυτοκίνητο και το πήραμε. Ευτυχώς από λεφτά καλά πηγαίναμε. Αφενός πως τον προηγούμενο καιρό δούλευε η Μαρία, αφετέρου πως τώρα δούλευα εγώ, είχαμε μαζέψει και κάπου 180 χιλιάδες σε μετρητά από το γάμο (οι 100 από μια θεία της) μια χαρά τα βολεύαμε. Και τις προκαταβολές για το σπίτι είχαμε να δώσουμε (κι ήταν πολλά, δυο νοίκια εγγύηση κι ένα να τρέχει κι οι 10 μέρες του Μάη κι έξτρα εγγύηση για το τηλέφωνο πρέπει νάφυγε κάπου ένα ενενηντάρι) και μας έμειναν να εξοπλίσουμε το σπίτι μας.

Η εικόνα της αρχής είναι από το Google Street. Αυτή είναι δικιά μου, τραβηγμένη βέβαια καμιά 40αριά χρόνια πιο ύστερα 😀

Το επόμενο που ψάχναμε η κρεβατοκάμαρα. Είχαμε πάει σε διάφορα καταστήματα επίπλων (40, 45, 120 και δεν συμμαζεύεται) κι έχουμε βρει ένα πολύ εντυπωσιακό κρεβάτι: άσπρη λάκα, με καθρεφτάκια και ραδιοκασετόφωνο στη μέση. 96 χιλιάδες. Είμαστε έτοιμοι να το πάρουμε. Και την εποχή εκείνη έρχονται στην Αθήνα κι ο Γιώργος με την Παναγιώτα. Να στήσουν κι αυτοί το σπιτικό τους και να παντρευτούνε. Τους επισκεπτόμαστε και βλέπουμε το κρεβάτι τους. Από σουηδικό, χωρίς πολλές φιοριτούρες, τόχαν πάρει μόλις 40 χιλιάρικα. Και μπαίνει το δίλλημα: Να πάρουμε εκείνο το σούπερ ντούπερ κρεβάτι με τα 96 ή να πάρουμε ένα απλό με 40 και με τ' άλλα 40 να πάρουμε ένα πλυντήριο; Πρυτάνευσε η λογική κι ένα πλυντήριο ρούχων ήρθε να προστεθεί στο νοικοκυριό μας. Παρεμπιπτόντως: αν είχαμε πάρει αυτό με τη λάκα σήμερα δεν θα το είχαμε, αφενός μεν γιατί ήταν κιτσάτο κι αφετέρου γιατί με τις μετακομίσεις που κάναμε θάχε καταγδαρθεί και δεν θα βλεπότανε. Ενώ το σουηδικό κρατάει ακόμα!

Από έπιπλα εξοπλιστήκαμε κι έτσι είπαμε να πάρουμε και κάτι για την ψυχαγωγία μας. Σύμβουλος αγοράς ο Κώστας. Πάμε στην πλατεία Λαυρίου και παίρνουμε: έναν ενισχυτή Σάνυο (όχι και πολύ καλή αγορά, αλλά είπαμε να συμβιβαστούμε μ' αυτόν και σε επόμενη φάση να τον αλλάξουμε με κάτι καλύτερο - αυτή η επόμενη φάση δεν ήρθε ποτέ), ένα πικάπ Κένγουντ κι ένα κασετόφωνο συγγνώμην, ντεκ ήθελα να πω, μάλλον Γκρούντινγκ. Α, ναι, και ηχεία ΑΡ (έι αρ) εξαιρετικά. Δεν πήραμε ραδιόφωνο γιατί δεν μας έφταναν τα λεφτά, βρήκαμε όμως ποιο θα είναι και το αφήσαμε για κάνα δυο μήνες.

Μ' αυτά και μ' αυτά έχουν φτάσει τέτοιες μέρες και πλησιάζουν τα γενέθλιά μου. Έρχεται η μάνα μου απ' το χωριό να μας δει και μας φέρνει και δώρο 100 χιλιάρικα να τα βγάλουμε πέρα που θα πεινάγαμε. Οπότε πάμε και παίρνουμε το ραδιόφωνο. Τεχνίκ, ψηφιακό παρακαλώ, την εποχή εκείνη (που υπήρχε μόνο το ραδιόφωνο της ΕΡΤ - και τηλεόραση δεν πήραμε, βλέπαμε κάποιες λίγες φορές σε μια μικρή ασπρόμαυρη που είχε πάρει η αδερφή της Μαρίας και της την είχε δώσει). Με το που το βλέπει αυτό η μάνα μου έφριξε, αλλά τι να μας πει. Επιστρέφοντας στο χωριό έδωσε το ραπόρτο στον πατέρα μου. Αυτός ήταν πρακτικός άνθρωπος. Ανάγκη για μετρητά τα παιδιά δεν έχουνε. Αυτό που θα βοηθούσε πραγματικά είναι νάχανε δικό τους σπίτι. Οπότε, έχουμε 3 εκατομμύρια, βρείτε ένα σπίτι κι αγοράστε.

Κι έτσι αρχίσαμε να ψάχνουμε για σπίτι. Σύμβουλος αγοράς ο Δημήτρης, δικηγόρος από το χωριό εγκαταστημένος στην Αθήνα που γενικά ασχολιόταν με σπίτια εκπροσωπώντας συγχωριανούς του εξωτερικού. Αλλά γι' αυτά σε επόμενο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Απόψεις; Ιδέες; Αντιρρήσεις; Παραλλαγές;
Όλα ευπρόσδεκτα.