Το σημερινό δεν είναι φοιτητική αλλά μεταφοιτητική ιστορία, έχει όμως γούστο (και τραβάει σε μάκρος). Συνέβη δηλαδή όταν δεν ήμουνα πια φοιτητής, ακόμα κι η Μαρία είχε πάρει πτυχίο κι είχαμε παντρευτεί. Και τα δυο αυτά γεγονότα έγιναν το καλοκαίρι του 84. Μετά το γάμο ανοίξαμε σπιτικό στη Μυτιλήνη. Εγώ ακόμα φαντάρος κι η Μαρία να ψάχνει για κάνα μάθημα. Κάτι άρχισε να φαίνεται, κάποιες ώρες στο τοπικό φροντιστήριο, κάποια ιδιαίτερα, ξεκινήσαμε τον έγγαμο βίο. Τα Γιάννενα όμως ήταν πάντα αγαπημένα κι έτσι αποφασίσαμε στα γενέθλιά μου, το Νοέμβρη να πάμε να δούμε τα παλιά. Θα μέναμε στον Αντρέα και την Ντίνα που είχαν παντρευτεί κι αυτοί τα προηγούμενα Χριστούγεννα. Το ταξίδι προσπαθούσαμε να το κάνουμε με το χαμηλότερο δυνατό κόστος.
Την εποχή εκείνη, δυο φορές τη βδομάδα, μάλλον Δευτέρα και Πέμπτη ένα στρατιωτικό αεροπλάνο σηκωνόταν από το αεροδρόμιο της Ελευσίνας και πήγαινε Χίο - Μυτιλήνη - Σκύρο τη μια φορά και με την ανάποδη σειρά την άλλη. Ένα Ηρακλής ΣΕ-130 (Herkules C-130) ήταν αλλά συνήθως εμείς στο στρατό το λέγαμε Ντακότα. Το αεροπλάνο μετέφερε στρατιωτικό υλικό αλλά και προσωπικό απ' τη μια μεριά στην άλλη. Προτεραιότητα είχαν οι αξιωματικοί, οι μόνιμοι υπαξιωματικοί και οι κληρωτοί (αυτοί που υπηρετούσαν τη θητεία τους δηλαδή), μ' αυτή τη σειρά. Και οι οικογένειές τους. Οπότε δήλωσα κι εγώ να πετάξουμε με τη Μαρία για Αθήνα σε μια από τις πτήσεις και να επιστρέψουμε πάλι.
Ο στρατιώτης που μου έκλεισε τη θέση μου λέει πως δεν ξέρει αν επιτρέπεται για συζύγους στρατιωτών, ξέρει μόνο για συζύγους αξιωματικών. Βέβαια πόσοι ήμασταν οι παντρεμένοι φαντάροι; Ελάχιστοι. Εν πάση περιπτώσει μας έγραψε στη λίστα κι η διευκρίνηση θα γινόταν κατά την επιβίβαση. Έλα όμως που εκείνη τη μέρα βαρέθηκε νάρθει στο αεροδρόμιο ο αξιωματικός και υπεύθυνος για τον έλεγχο ήταν ο ίδιος φαντάρος. Δεν άφησε τη Μαρία να επιβιβαστεί. Μπήκα εγώ (γλυτώσαμε ένα εισιτήριο) κι η Μαρία έβγαλε με την Ολυμπιακή που έφευγε καμιά ώρα αργότερα. Δώσαμε ραντεβού στην Εθνική, εκεί που βγαίνει ο δρόμος από το αεροδρόμιο της Ελευσίνας ώστε να κάνουμε οτοστόπ για να προωθηθούμε προς τα Γιάννενα. Είχαμε βρει ποια λεωφορεία θα πάρει και μιας κι εμείς με το στρατιωτικό θα είχαμε στάση στην Σκύρο θα φτάναμε με μικρή χρονική απόσταση.
Όταν σηκώθηκε το αεροπλάνο μας, διαπιστώθηκε πως ο ένα κινητήρας είχε πρόβλημα. Το μάθαμε όταν φτάσαμε στη Σκύρο, θα περιμέναμε να τον αλλάξουμε (το συγκεκριμένο αεροδρόμιο είναι της πολεμικής αεροπορίας κι είχε τα απαιτούμενα). Πράγματι τον αλλάζουν και συνεχίζουμε την πτήση μας και κάποια στιγμή φτάνουμε στην Ελευσίνα. Μπαίνω στο λεωφορείο που πήγαινε προς Αθήνα και φτάνοντας στην εθνική κατεβαίνω και σκαρφαλώνω πάνω. Κοιτάζω περαδώθε, δεν βλέπω τη Μαρία και πάω προς ένα βενζινάδικο (έτσι είχαμε συνεννοηθεί). Ούτε εκεί είναι.
Παίρνω τηλέφωνο στο πατρικό της σπίτι. Το σηκώνει η πεθερά μου και μου λέει πως με περιμένει στη Σελ. Μα εγώ ήμουνα στη Σελ. Έχει άλλη Σελ εδώ κοντά, ναι είναι άλλη μια κάνα χιλιόμετρο πιο πίσω. Α, εκεί θα είναι, πάω στην άλλη. Ούτε εκεί. Αμάν, τι έχει γίνει; Ξανά τηλέφωνο. Είχε ξανατηλεφωνήσει κι εκείνη κι επιβεβαίωσε πως με περιμένει στη Σελ (δεν υπήρχαν τα κινητά για άμεση επικοινωνία). Ρε, παιδιά, υπάρχει άλλη Σελ εδώ γύρω. Α, ναι, υπάρχει στον αποκάτω δρόμο (αυτόν που ακολουθούσε το λεωφορείο). Πάω προς τα κει και τη βλέπω μπαϊλντισμένη να απομακρύνεται για να ψάξει. Τέλος καλό όλα καλά. Βρεθήκαμε. Άντε ν' ανέβουμε στο δρόμο για το οτοστόπ που λέγαμε.
Η ώρα πρέπει νάταν γύρω στη μία. Ξέραμε πως στις δυόμιση είχε λεωφορείο του ΚΤΕΛ που ξεκινούσε απ' τον σταθμό του Κηφισού για Γιάννενα. Άρα αν δεν βρούμε κάποιο αυτοκίνητο με το οτοστόπ, θα πάμε με το λεωφορείο. Στηνόμαστε και σταματάει ένα αυτοκίνητο. Είναι αγροτικό, έχει τελειώσει απ' τη λαϊκή και γύρναγε σπίτι του. Στο Λουτράκι. Άρα θα μας πήγαινε μέχρι τον Ισθμό. Μια χαρά. Στο δρόμο η χαρά λιγόστεψε γιατί καταλάβαμε πως τα είχε τσούξει για τα καλά. Αλλά τι να κάνουμε; Κάναμε υπομονή να φτάσουμε, δεν ήταν και πολύ μακριά. Φτάνουμε, ευχαριστούμε, κατεβαίνουμε.
Περνάμε τη διώρυγα, μπορεί να τσιμπήσαμε και κάνα σουβλάκι, και ξανά το χέρι. Σταματάει κάποιος. Πού πάτε; Γιάννενα. Μπείτε. Μπαίνουμε ξεκινάμε και μας εξηγεί πως αυτός θα έπαιρνε το δρόμο προς Τρίπολη αλλά είπε να μας πάει μέχρι τη διασταύρωση ώστε να βρεθούμε σε σημείο που όποιος πέρναγε θα πήγαινε προς Πάτρα και δεν θα είχε τόσες πολλές διακλαδώσεις. Φτάνουμε στη γέφυρα, ευχαριστούμε, κατεβαίνουμε. Προχωράμε μέχρι να βρεθούμε στο δρόμο της Πάτρας.
Σηκώνουμε το χέρι. Σταματάει κάποιος. Μπαίνουμε. Αυτός θα πήγαινε προς Πύργο κι έτσι θα μας έφτανε μέχρι το Ρίο, τη διασταύρωση για τα καραβάκια. Μια χαρά. Αλλά δεν έπρεπε να μιλάμε μεταξύ μας ούτε χαμηλόφωνα. Οφείλω να ομολογήσω πως το έτρεχε αρκετά. Γι' αυτό, μας είπε πως ήθελε να είναι συγκεντρωμένος και πως οι δικές μας συζητήσεις τον αποσπούσαν. Συμμορφωθήκαμε βεβαίως. Φτάνουμε στη διασταύρωση, ευχαριστούμε, κατεβαίνουμε.
Προχωράμε προς τα καραβάκια, περνάμε απέναντι και μιας και δεν μας πήρε κανείς από το καραβάκι που ήμασταν, προχωράμε προς τη διασταύρωση για Ναύπακτο, αφενός μεν να μην σηκώνουμε το χέρι σε ανθρώπους που δεν πήγαιναν προς τι δική μας κατεύθυνση κι αφετέρου να πιάσουμε αυτούς που έρχονταν από Ναύπακτο μεριά. Σηκώνουμε το χέρι. Σταματάει ένα αυτοκίνητο λίγα μέτρα πιο πέρα έχοντας πέσει στα φρένα άγρια. Μας ζητάει συγγνώμην που δεν μας είδε εγκαίρως. Πάει μέχρι Αγρίνιο. Ένα βήμα ακόμα. Φτάνουμε, ευχαριστούμε, κατεβαίνουμε.
Σηκώνουμε το χέρι. Σταματάει ένα φορτηγό. Πού πάτε παιδιά; Στα Γιάννενα. Α, μαζί θα πάμε, ελάτε. Μπαίνουμε μέσα κι έχουμε εμπειρία πώς φαίνεται ο δρόμος από την καμπίνα μιας νταλίκας. Αυτός είναι από τη Λευκάδα αλλά κάνει διαδρομές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Προχωράμε, περνάμε Αμφιλοχία, περνάμε Άρτα. Λίγο μετά την Άρτα, στους Χαλκιάδες μας λέει πως θα στρίψει για λίγο να δει τον κουμπάρο του. Δεν μας προβληματίζει αφού μαζί πάμε. Αν και αρχίζει να σκοτεινιάζει. Καθυστέρηση κάνα τέταρτο - εικοσάλεπτο. Επιστρέφουμε στο δρόμο μας. Φτάνουμε στη διασταύρωση προς Πρέβεζα. Σταματάει στην άκρη και μας λέει πως μέχρις εδώ ήταν η παρέα μας αυτός θα πάει αριστερά. Σοκ και δέος. Αλλά τι να κάνουμε; Ευχαριστούμε και κατεβαίνουμε.
Το κακό είναι πως την ώρα που ήμασταν προς το σπίτι του κουμπάρου πρέπει να πέρασε το λεωφορείο των δυόμιση από Αθήνα που το είχαμε στο νου μας για μπακάπ. Τώρα τι κάνουμε στην ερημιά και τη σκοτεινιά; Στεκόμαστε κάτω από ένα φως του δρόμου και ξανά οτοστόπ. Αυτός που μας παίρνει αυτή τη φορά πάει μέχρι τη Φιλιππιάδα. Τουλάχιστον να πάμε στο σταθμό των λεωφορείων. Που μας επιβεβαιώνει πως το λεωφορείο των δυόμιση έχει περάσει και τώρα το επόμενο είναι σε πάνω από μια ώρα. Τρώμε κάτι και λέμε να περιμένουμε. Αλλά μιας κι ώρα είναι μπόλικη λέμε να δοκιμάσουμε την τύχη μας στο δρόμο (και με το μάτι στο ρολόι).
Βγαίνουμε πάλι απ' το χωριό και σε λίγο σταματάει ένα αυτοκίνητο. Είναι νεαροί. Δεν είχε θέση για δυο. Στριμωχνόμαστε όμως όλοι (κι αυτοί που ήταν ήδη μέσα κι εμείς). Αυτό ήταν Σιτροέν κι είχε την ένδειξη της ταχύτητας με αριθμούς κι όχι με βελόνα στο κοντέρ. Εντυπωσιάζομαι, δεν έχω ξαναδεί. Τέλος πάντων φτάνουμε στα Γιάννενα. Ευχαριστούμε, κατεβαίνουμε και πάμε προς το σπίτι των παιδιών που δεν το είχαμε ξαναδεί. Είναι στην Καλούτσιανη. Το βρίσκουμε. Χτυπάμε το κουδούνι αλλά δεν ήταν κανείς μέσα.
Κάνουμε μια βόλτα στην πόλη μπας και τους εντοπίσουμε. Πάμε σε μια καφετέρια στην Πυρσινέλλα που ξέραμε πως σύχναζαν. Δεν είν' εκεί. Βλέπουμε μια αφίσα για μια ταινία που είχ' εκείνη τη μέρα στην εστία (όπως κάθε Πέμπτη περίπου). Λέμε να πάμε να τη χαζέψουμε. Αλλά τελικά σκεφτόμαστε πως μέχρι να πάμε θάχει τελειώσει. Η ώρα πρέπει νάταν δέκα και μισή με έντεκα. Ξαναπάμε στην Καλούτσα. Πάλι τίποτα. Αποφασίζουμε να κοιμηθούμε στο Ίλιον και να τους ψάξουμε την επόμενη μέρα.
Κοιμόμαστε, ξεκουραζόμαστε και την άλλη μέρα το πρωί χτυπάμε το κουδούνι τους. Είναι στο σπίτι. Το προηγούμενο ήταν στην ταινία στην εστία (που δεν πήγαμε). Τέλος της περιπέτειας. Την Κυριακή επιστροφή, εγώ Δευτέρα πρωί με τη Ντακότα, η Μαρία δεν θυμάμαι, μάλλον πρέπει να πέρασε απ' τους δικούς της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Απόψεις; Ιδέες; Αντιρρήσεις; Παραλλαγές;
Όλα ευπρόσδεκτα.