Η ιδέα για το σημερινό μούρθε όταν έγραφα για τη χαρτοπαιξία. Που γινόταν στους καφενέδες. Στο χωριό πρόλαβα τους καφενέδες, πριν γίνουν καφενεία. Τι εννοώ; Πως την εποχή που ήμουν μικρός η λέξη καφενείο μόλις και είχε αρχίσει να χρησιμοποιείται, ειδικά όταν μιλάγανε σε μας τους μικρούς ενώ η λέξη που λεγόταν ανάμεσα στους μεγάλους ήταν καφενές. Γι' αυτό κι εγώ θα μιλήσω για τους καφενέδες που ήταν στο χωριό τις δεκαετίες του 60 και του 70 που εγώ έμενα στο χωριό, σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει, πολλοί απ' αυτούς έχουν κλείσει, λίγοι έχουν αλλάξει ιδιοκτήτη κι ένας μόνο συνεχίζει μέσα στην οικογένεια, με εκσυγχρονισμένη όμως μορφή.
Ο καφενές ήταν ανδρικό στέκι. Οι άντρες πήγαιναν στον καφενέ όταν δεν δούλευαν στα κτήματα ή στην οικοδομή κλπ. Οι γυναίκες όταν γύριζαν από έξω ήταν στο σπίτι για να κάνουν τις δουλειές. Αν τέλειωναν και δεν είχαν τι να κάνουν, κάθονταν στη γειτονιά, στα σκαλάκια κάποιου σπιτιού, εκεί ήταν το δικό τους καφενείο. Οι καφενέδες σέρβιραν βέβαια καφέ (αλλιώς τι καφενέδες θάτανε) αλλά και φουσκουμλιά, αναψυκτικά (γκαζόζα - λεμονάδα - πορτοκαλάδα). Επίσης συνηθισμένο ήταν να έχουν γλυκά του κουταλιού (οπωσδήποτε βύσσινο αλλά και νεραντζάκι ή άλλα - εννοείται φτιαγμένα στο σπίτι απ' τη γυναίκα του καφετζή, αργότερα άρχισαν να έρχονται κουτιά μεγάλα με έτοιμα γλυκά απ' τη Χιο). Το βύσσινο δίνει και βυσσινάδα βεβαίως κι απ' τη Χιο ερχόταν και σουμάδα που πινόταν ζεστή (με κανέλλα).
Οπωσδήποτε σε κάθε καφενέ υπήρχε και λουκούμι. Το λουκούμι ήταν το συνηθισμένο έπαθλο στη χαρτοπαιξία. Ο κερδισμένος έπαιρνε το λουκούμι. Αν ήθελε το έτρωγε επιτόπου, αν όχι το έπαιρνε τυλιγμένο σε χαρτί για το σπίτι του (εμείς τα μικρά ήμασταν που τα απολαμβάναμε συνήθως).
Από οινοπνευματώδη στον καφενέ είχε κονιάκ. Με "μεζέ" σταφίδες και ζαβλαπίδες (στραγάλια). Το ούζο ήταν σε κάποια καφενεία μόνο (κι αυτό βράδυ) με μεζέ από 5 πιάτα. Μπύρες μόνο στα εξοχικά εύρισκες στην αρχή. Αργότερα, όποιος καφενές έβγαζε ούζο, έβγαζε και μπύρα, πάλι με 5 πιάτα αλλά ήταν διαφορετικά απ' αυτά του ούζου. Τουλάχιστον στους πρώτους ένα δυο γύρους. Μετά.... Από τα 5 πιάτα τα δυο ήταν το ένα ψωμί το δεύτερο σαλάτα και τα υπόλοιπα με εναλλαγή: Μπορεί να είχε σαρδέλα παστή, κουκιά και τυρί που στο δεύτερο γύρο θα ήταν ντολμαδάκι με φασόλια και γαύρο τηγανητό και πάει λέγοντας. Βέβαια, όταν λέμε πιάτα, μην φανταστεί κανένας πιάτα του φαγητού. Τα πιατάκια του καφέ ήταν. Αν τέλειωναν αυτά, μπορεί νάβγαιναν και μεγάλα πιάτα που ήταν χωρισμένα σε 5 περιοχές! Κι επειδή ο μεζές ήταν λιγοστός για συμπλήρωμα αγοράζονταν φιστίκια απ' τους φιστικάδες που πέρναγαν.
Τα καφενεία ήταν μαζεμένα στο κέντρο του χωριού, σ' αυτό που λέγαμε αγορά (που έχω βάλει την εικόνα της από την Γκουγκλ στην αρχή, όπως είναι σήμερα). Υπήρχαν και δυο προς τα έξω: Τ' Φιλέλ' ι καφινές (Θεόφιλος λεγόταν ο ιδιοκτήτης, εγώ μόλις και τον πρόλαβα να έχει δυο τραπέζια έξω απ' το σπίτι του) και της Σφήγκας. Λιαδάκης λεγόταν στο επώνυμο ο ιδιοκτήτης αλλά είχε το παρατσούκλι Σφήγκα (κι άλλοι καφενέδες ήταν γνωστοί με το παρατσούκλι του ιδιοκτήτη, έτσι κι αλλιώς όποιος είχε παρατσούκλι δεν μπορούσε να βρεθεί με το κανονικό του όνομα). Αυτό ήταν ένα μεγάλο οικόπεδο με μια παράγκα στην άκρη, δούλευε μόνο το καλοκαίρι που έστρωνε τραπέζια κάτω απ' τις ελιές και τις Κυριακές είχε και μουσική.
Τα καφενεία της αγοράς τώρα, όπως τα έχω αριθμήσει στην φωτογραφία:
1 Τ'ς Μαργάρας. Ή μάλλον τ Σκαρλάτ (που δεν το πρόλαβα) που στα μικράτα μου το είχε πάρει ο Γιώργος ο Στεφάνου που όλοι τον ήξεραν ως Μαργάρα. Μόλις και τον θυμάμαι αυτόν τον καφενέ, έχω μια εικόνα από μια συγκέντρωση της ΕΔΑ που είχε γίνει εκεί και μετά βγήκαν από μέσα σαν σε πορεία. Ήταν καφενές με ούζο. Αργότερα μετακόμισε στο 9. Πιο μικρός χώρος, πιο μαζεμένος. Κάποια στιγμή στην αλλαγή της δεκαετίας χτίζεται από Ελληνοαυστραλό ένα σπίτι στον Κάμπο (εκεί που περνάει ο δρόμος Μυτιλήνης - Πλωμαριού) που το ισόγειό του διαμορφώνεται για καφενείο ενώ η αυλή του είναι μεγάλη και στρώνεται με γαρμπίλι. Σε μια μεριά φτιάχνεται με εξέδρα για τη μουσική και μπροστά στρογγυλή πίστα για χορό (με τσιμέντο). Και το μικρό καφενείο μετακομίζει εκεί. Τεράστιο τώρα.
Α, να πω πως στον αρχικό χώρο, εκεί που ξεκίνησε το συγκεκριμένο καφενείο (το κτίριο 1 δηλαδή) σήμερα στεγάζεται το μπακάλικο (τι μπακάλικο δηλαδή, κοτζάμ σουπερμάρκετ είναι) του χωριού.
1973 Όταν οι μικρότερες ξαδέρφες μου με τράβηξαν να χορέψουμε ντε και καλά στην πίστα. |
2 Ο καφενές του Ανέστη (Καραμπάση). Παρά το επώνυμο που ήταν ίδιο με του παππού μου, δεν ξέρω κάποια συγγένεια, έκλεισε απ' τη δεκαετία του 60 και δεν ξανάνοιξε.
3 Τ' Πατρέλ' ι καφινές. Κι αυτός έκλεισε στα μέσα της δεκαετίας του 60 αλλά παρόλο που δεν φαίνεται κάτι κοινό στο όνομα, αυτό ήταν συγγενικός: Ο Αριστείδης (Αριστής) ήταν ο σύζυγος της Πελαγίας ξαδέρφης της μάνας μου κι ο καφενές αυτός ήταν οικογενειακός. Τον είχε ο προπάππος μου και πήγε κληρονομικός. Κι αυτός όπως κι ο διπλανός του επικοινωνούσαν με το σπίτι που ήταν από πάνω (κι έμενε η οικογένεια) μ' ένα πορτάκι δίπλα στη σκάλα από το οποίο γίνονταν οι συνεννοήσεις.
Όταν τον είχε ο προπάππους μου, η θεία μου η Βενετία (αδερφή της μάνας μου) που ήταν μικρή πήγαινε για επίσκεψη να τους δει. Πέρναγε απ' το καφενείο, έβλεπε τον παππού που της έλεγε "καλώς του Βιτουρέλ, άντε, πάνι σ' γιαγιά' σ να σ' δώσ' καρδέλια" (δεν είναι γνωστό γιατί ο παππούς αντί για Βενετία την έλεγε Βιτώρια - μπέρδευε τα ονόματα από Β, το ένα που ήταν απ' το σόι του ενώ το άλλο απ' του γαμπρού του). Πήγαινε στη γιαγιά που της έδινε καρύδια. Την επόμενη φορά της έλεγε για πορτοκάλι. Πήγαινε κι η γιαγιά της έδινε πορτοκάλι. Η θεία μου το είχε απορία: πώς γίνεται να ξέρει η γιαγιά της κάθε φορά τι έλεγε ο παππούς πως θα της δώσει (ή αντίστροφα πώς ήξερε ο παππούς τι είχε να τη φιλέψει η γιαγιά). Πολλά χρόνια αργότερα κατάλαβε τι γινόταν. Μέχρι να τρέξει με τα μικρά ποδαράκια της να κάνει το γύρο του τετραγώνου και να πάει στη γιαγιά απ' την πόρτα του σπιτιού ο παππούς χτύπαγε το ενδιάμεσο πορτάκι κι ενημέρωνε τη γιαγιά: "Έρχιτι του Βιτουρέλ, δος τς καμπόσα καρύδια" κλπ!!!
Αφού παρέμεινε κλειστός για πάρα πολλά χρόνια, τελευταία έχει γίνει εκεί η κουζίνα του 10 (βλέπε παρακάτω).
4 Τ' Κουστέλ ι καφινές. Κι αυτός με ούζο.
5 Τς Μαριέντας. Αυτός κι ο προηγούμενος ανήκαν σε δυο αδέρφια, τον Γρηγόρη και τον Δημήτρη Κωστέλλη. Πώς θα ξεχώριζαν όμως. Στον έναν ήταν μόνο ο Γρηγόρης που κράταγε το καφενείο. Για τους μεζέδες και τα υπόλοιπα οι ετοιμασίες γινόντουσαν στο σπίτι πάνω (που δεν είχε ενδοεπικοινωνία) και κατέβαιναν στο μαγαζί. Αντίθετα του Δημήτρη το σπίτι ήταν λίγο παραπέρα κι έτσι η γυναίκα του (η Μαριέντα, μάλλον Μαρία που δεν ξέρω πώς πήρε αυτό το υποκοριστικό) ήταν στο καφενείο και μαγείρευε ενώ αν έλειπε ο Δημήτρης (ήταν και ψάλτης) έφτιαχνε αυτή τους καφέδες κλπ. Κι οι δυο αυτοί έκλεισαν μετά το 80 όταν συνταξιοδοτήθηκαν οι ιδιοκτήτες τους.
Τη δεκαετία του 80 δίπλα άνοιξε καφενείο ο Παναγιώτης Βουρέλλης. Περισσότερο σε ταβέρνα έφερνε και λιγότερο σε καφενείο. Κάποια στιγμή πήρε και τον καφενέ της Μαριέντας και επεκτάθηκε. Έκλεισε όταν πέθανε ξαφνικά ο ιδιοκτήτης και δεν ξανάνοιξε.
6 Τ' Κατιμιρέλ. Παρατσούκλι προφανώς, Παπαδημητρίου λεγόταν ο ιδιοκτήτης, αυτός δεν είχε ούζο, μόνο καφέδες. Έκλεισε κάποια στιγμή αλλά ξανάνοιξε και σήμερα λειτουργεί σαν καφενείο και ψησταριά (σουβλάκια και τέτοια).
7 Το ζαχαροπλαστείο του Δρίμου. Ναι, το χωριό είχε και ζαχαροπλαστείο. Με μπακλαβάδες και κανταΐφια και τέτοια και κάθε Κυριακή μπουγάτσα. Ούζο δεν είχε εδώ, τα γλυκά δεν ταιριάζουν με άλλους μεζέδες, αλλά καφέ κλπ σέρβιρε. Εδώ δεν είχε και τράπουλες και τέτοια σύνεργα (όλα τα υπόλοιπα καφενεία είχαν τράπουλες, πλάκες και κοντύλια για τους πόντους καθώς και τάβλια).
8 Τ' Πιτσλού ι καφινές. Σταύρος Σταυρέλλλης ο ιδιοκτήτης, δεν θυμάμαι αν έβγαζε ούζο παλιά, μετά τον ανακαίνισε και δεν είχε. Πριν την ανακαίνιση εκείνο που σίγουρα είχε ήταν κουρείο. Μια γωνιά του ήταν χωρισμένη με μια πρόχειρη ξύλινη κατασκευή κι εκεί κούρευε και ξύριζε ο Βασίλης ο Πατρέλλης απ' τον Τρύγονα (το διπλανό χωριό). Μετά την ανακαίνιση δεν ξαναφτιάχτηκε κουρείο, μετακόμισε ο κουρέας σε ξεχωριστό χώρο. Κουρείο υπήρχε και σ' άλλο καφενείο, αλλά δεν θυμάμαι σε ποιο. Όταν αποσύρθηκε ο Σταύρος το πήρε ο γιος του. Αλλά τόκλεισε. Πριν μερικά χρόνια ξανάνοιξε με νέα διεύθυνση, αλλά πάλι φέτος το καλοκαίρι ήταν κλειστό.
9 Τα είπαμε γι' αυτό. Ήταν καφενείο για 5 - 6 χρόνια. Μετά έγινε καπνοπωλείο και αργότερα κρεοπωλείο.
10 Το ποιο ιστορικό καφενείο του χωριού. Τς Μπότας ι καφινές. Παναγιώτης Μαμάκος ο ιδιοκτήτης. Τον Παναγιώτη τον λέμε Μπουτέλ (Παναγιουτέλ). Έλα όμως που ο συγκεκριμένος ήταν πανύψηλος. Έτσι δεν ήταν Μπουτέλ αλλά Μπότα. (Ακόμα ένας είχε το ίδιο θέμα: ι Μπότα ι Μακρής που είχε και τη χάρη και το όνομα).
Στα δικά μου χρόνια το συγκεκριμένο καφενείο πέρασε απ' τα χέρια του πατέρα στο γιο και σταμάτησε τα ούζα. Καφέ κι όποιος θέλει. Απ' το γιο τον Μανώλη, στη γυναίκα του τη Σαπφώ που πέρυσι πήρε σύνταξη κι αυτή. Κι ενώ περίμενα πως θάκλεινε κι αυτό όπως και τόσα άλλα, ο γιος τους ο Παναγιώτης (Τάκης αυτός) το ανακαίνισε και το άνοιξε. Το ανακαίνισε δεν σημαίνει πως του άλλαξε τη φάτσα. Κάθε άλλο, αναγκαίες παρεμβάσεις αλλά που να μην χαλάνε την εικόνα του. Για καφέ (και τους μοντέρνους, φρέντο και τέτοια), για ποτό και φαγητό. Πίτσες (καταπληκτικές, οφείλω να ομολογήσω) στην αρχή (κάτι που δεν είχε το χωριό) αλλά σιγά σιγά βάζοντας κι άλλα πράγματα, παίρνοντας προσωπικό, στήνοντας κουζίνα μεγάλη (σε ξεχωριστό χώρο για να χωράνε - στο 3 που λέγαμε παραπάνω) έχει ανεβάσει πολύ το επίπεδο. Είν' αυτό που στην εικόνα λέει Καφενέων (καφενείο των νέων - μ' άρεσε το λογοπαίγνιο).
11 Κολλητά με του Μπότα ήταν τ' Παφλιώκ ι καφινές (Παφλιώτης ο καφετζής). Κι αυτός έχει κλείσει από χρόνια. Κι αυτός με τα ουζάκια του - τουλάχιστον μέχρι κάποια στιγμή.
12 Στο σημείο αυτό υπάρχει σήμερα μια ψησταριά. Εκεί, σ' αυτό το ίδιο κτίριο ήταν παλιότερα καπνοπωλείο κι ακόμα πιο παλιά το αγροτικό ιατρείο. Όμως ακριβώς από πίσω του είχε ανοίξει για κάποια χρόνια καφενείο. Ο χώρος φτιάχτηκε για καφενείο και πάνω σπίτι, δούλεψε σαν έτσι αρκετά χρόνια τη δεκαετία του 80 αλλά όταν αποσύρθηκε ο ιδιοκτήτης δεν τον πήρε άλλος.
13 Καφενείο που άνοιξε στα μέσα της δεκαετίας του 70. Τ' Λαγουτάρ ι καφινές. Το κτίριο καινούριο κι αυτό, απέναντι απ' την εκκλησία αλλά έξω απ' την Αγορά, εκεί που ήταν συγκεντρωμένοι οι υπόλοιποι καφενέδες. Ο Γιάννης που τον ξεκίνησε ήταν μάστορας στον καφέ. Εκεί πρωτοήπια έναν "με ολίγη" και καταγοητεύτηκα. Ήταν ο καφές που έπινε ο πατέρας μου. Και βρήκα πως ήταν του γούστου μου. Όμως δύσκολα να στον φτιάξουν. Συνήθως τον έκαναν μέτριο (αν όχι γλυκό). Οπότε το γύρισα κι εγώ στον σκέτο κι ησύχασα.
Ο Γιάννης είχε και ούζο και το καλοκαίρι άπλωνε τα τραπεζάκια του αρκετά, δεν υπήρχε άλλος να μαλώνουν μέχρι πού φτάνει ο καθένας. Σήμερα εξακολουθεί κι αυτός να λειτουργεί σαν καφενείο (και με σουβλάκια για το βράδυ) αλλά από άλλους καφετζήδες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Απόψεις; Ιδέες; Αντιρρήσεις; Παραλλαγές;
Όλα ευπρόσδεκτα.