08 Δεκεμβρίου 2022

Κούριερ για Βρυξέλλες

Εμβόλιμο το σημερινό, λόγω φιλοξενίας του στο ιστολόγιο Σαραντάκου. Θα επανέλθει χρονικά όταν έρθει ο καιρός του! Ε, ο καιρός του ήρθε. Νάτο και στη σειρά του!

Είπαμε πως ο Σαραντάκος όλο αφάλες βάζει; Να τις προάλλες έγραφε για εθνικά φαγητά με αφορμή μια σχετική παρουσίαση από κάποιο σάιτ. Και θυμήθηκα για το πώς έμαθα το εθνικό φαγητό των Βέλγων. Κάτι που έγινε όταν δούλευα στην εταιρία. Που από τότε που έγραψα για τον Πειραιώτη, λέω να γράψω την ιστορία μου εκεί συνολικά. Και λέω να τη γράψω με τη σειρά, αλλά έλα που προέκυψε αυτό το ενδιάμεσο. Είπα να γράψω σε σχόλιο μόνο τη μέση και να το κρατήσω για να το βάλω με τη σειρά του. Αλλά μου βγήκε μεγάλο για σχόλιο. Δεν πάει το σχόλιο να είναι το μισό απ' το άρθρο. Κι έτσι αποφάσισα να το γράψω ολόκληρο, απ' τη στιγμή που έφυγα απ' το αεροδρόμιο μέχρι που επέστρεψα, αλλά για να γίνει κατανοητό αυτό θέλει κι άλλη επέκταση, μια μικρή εισαγωγή.

Η εταιρία που δούλευα ήταν εταιρία κούριερ, πράκτορας (ατζέντης) μιας πολυεθνικής. Που είχε κατατάξει την Ελλάδα στη Μέση Ανατολή κι έτσι ό,τι στέλναμε ή παίρναμε πέρναγε απ' το χαμπ (hub - το κέντρο διαλογής, το μέρος που μαζεύονταν δηλαδή όλες οι αποστολές, χύμα κάτω και μπαίναν σε σάκους για τους προορισμούς τους) της Μέσης Ανατολής που ήταν στο Λονδίνο. Και τα πράγματα πηγαινοέρχονταν με φορτωτικές, πράγμα που σήμαινε καθυστερήσεις στα τελωνεία. Έτσι, όταν μεγάλωσαν λίγο οι δουλειές, βάλαμε κούριερ, έναν άνθρωπο δηλαδή που ταξίδευε με το αεροπλάνο πηγαινέλα και μετέφερε τα πράγματα σαν αποσκευές.

Ο Τάκης, ο ιδιοκτήτης - διευθυντής της εταιρίας ήθελε η επικοινωνία να γίνεται με τις Βρυξέλλες που στο εκεί αεροδρόμιο, στο Ζάβεντεμ, ήταν το χαμπ της Ευρώπης. Αλλά πτήσεις βολικές δεν είχε προς τα εκεί. Και προσπαθούσε να μπει αεροπλάνο που θα έκανε αυτή τη δουλειά. Το όνειρο το είχε δει από πολύ νωρίς. Το 86 το φθινόπωρο έγινε μια πρώτη συμφωνία αλλά το αεροπλάνο μόνο μια βδομάδα κατάφερε να κάνει το δρομολόγιο και το έκοψε η ΥΠΑ (υπηρεσία πολιτικής αεροπορίας) για να διασφαλίσει το μονοπώλιο της Ολυμπιακής.

Έγιναν κάποιες διαπραγματεύσεις για να ξαναξεκινήσει το δρομολόγιο (που ήταν Αθήνα - Βιέννη - Βρυξέλλες και επιστροφή) και μέχρι να βρεθεί άκρη (που δεν βρέθηκε σταμάτησε η συνεργασία, έπρεπε να περάσουν άλλα δυο  - τρία χρόνια για να γίνει κατορθωτό κάτι τέτοιο) το δρομολόγιο γινόταν σε συνδυασμό με επιβατικές πτήσεις: Από το Ανατολικό αεροδρόμιο έφευγε ο κούριερ στις 19:30 με τη Λουφτχάνσα για Μόναχο (το αεροδρόμιο τότε ήταν στο Ριμ - Riem - εκεί που είναι τώρα η έκθεση), εκεί έβγαινε, σταμάταγε το αεροπλάνο από τη Βιέννη, τον έπαιρνε μαζί με τα πράγματα και πήγαιναν για Βρυξέλλες. Γίνονταν οι ανταλλαγές που έπρεπε και επιστροφή στη Βιένη απ' όπου με την Όστριαν επιστροφή στην Αθήνα.

Κούριερ δεν είχαμε και ταξίδευε όποιος βρισκότανε. Κάποιο βράδυ λοιπόν, κούριερ είμαι εγώ. Φτάνω στο Μόναχο (γύρω στις 8:30 με τη διαφορά της ώρας), βρίσκω τον συνεργάτη που με πήρε μαζί με τα πράγματα για να με παραδώσει στο ιδιωτικό αεροπλάνο. Πηγαίνοντας προς την πίστα ο αστυνομικός υπηρεσίας φορούσε σκουλαρίκι κάτι που ήταν πολιτιστικό σοκ για μένα. Βρίσκω τους πιλότους, πάμε στο αεροπλάνο αφήνουμε τα πράγματα και επιστρέφουμε στο αεροδρόμιο μιας και τους είχαν πει πως αναχώρηση θα είχε μετά τις 10. Οι πιλότοι μου να ψάχνουν για κάνα ουίσκι αλλά όλα κλειστά. Κάνουμε μια βόλτα, επιστρέφουμε στο αεροπλάνο κι ακούμε στο σύστημα επικοινωνίας πως μας έψαχναν για να φύγουμε.

Ξεκινάμε. Το αεροπλάνο ήταν ένα τζετάκι που, για να παίρνει πολλούς σάκους, του είχαν βγάλει τα καθίσματα κι είχαν αφήσει μόνο δυο στις πλάτες των πιλότων. Ήμασταν μια παρέα. Εγώ παρακολουθούσα το ρολόι που έδειχνε το υψόμετρο. 40.000 πόδια. Δεν καταλάβαμε τίποτα και κατά τα μεσάνυχτα και κάτι φτάνουμε στο Ζάβεντεμ. Μου λένε πως θα φύγουμε στις τρεις. Έχει έρθει η κουνιάδα μου απ' το Λουξεμβούργο να με δει και με παίρνει με τ' αυτοκίνητό της να με κάνει βόλτα στην πόλη.
Πάμε στη Γκραν Πλας και τα πέριξ. Την είδα μαύρη νύχτα, βρήκε και το Μάνεκεν Πις (μιας και δεν έμενε μόνιμα εκεί, δεν ήταν απλό να βρει τα διάφορα σημεία και μάλιστα νύχτα), είδαμε και τον άλλον με τον σκύλο του στο δημαρχείο (τα βασικά αξιοθέατα) και λέμε να φάμε κάτι. Τέτοια ώρα τι να βρεθεί που οι Βέλγοι στις 10 κλείνουν την κουζίνα. Ένας απ' τους γύρω δρόμους είναι γεμάτος με μαγαζιά Ptia - Gyros που είναι ανοιχτά (και όχι, δεν είναι όλα ελληνικά, υπάρχουν και λιβανέζικα και τούρκικα κ.ά.). Ας πάρουμε κάτι απ' αυτά. Όχι να μου λέει εκείνη, δεν ήρθες στο Βέλγιο να φας πιτόγυρο. Θα φάμε μούλες (τα μύδια που λέει και το άρθρο). Της έχουν πει για ένα μαγαζί που είναι ανοιχτό την ώρα εκείνη, σε κάποιο στενό, αλλά πώς να το βρούμε. Με τα πολλά, κατά τις 2 το εντοπίζουμε. Κόσμος τρώει κι απέξω βουνά τα μύδια που σερβίρονται με μεγάλο κομμάτι βούτυρο.
Μπαίνουμε στο μαγαζί και καθόμαστε. Έρχεται το γκαρσόνι και προσπαθούμε να συνεννοηθούμε πως βιαζόμαστε (μην ξεχνιόμαστε πως στις τρεις το αεροπλάνο πέταγε). Τα γαλλικά της λιγοστά, τότε άρχισε να τα μαθαίνει. Ζητάμε μύδια αλλά ο γκαρσόνης έχει αντιρρήσεις. Τα μύδια θέλουν χρόνο. Δεν γίνεται να τα φας στα γρήγορα. (Ιεροσυλία). Τι υπάρχει που μπορούμε να φάμε γρήγορα; Φιλέτο. Εντάξει, φιλέτο, αλλά καλοψημένο (στη γλώσσα τους πάει να πει με λίγο μόνο αίμα). Παραγγέλνουμε και κρασί, μας το ανοίγει και μου βάζει να δοκιμάσω (ο άντρας δοκιμάζει 😃) μου γνέφει η κουνιάδα μου πες πως είν’ εντάξει να τελειώνουμε.


Τρώμε στα γρήγορα, κοιτάμε το ρολόι, τρεις παρά τέταρτο. Το Ζάβεντεμ μπορεί να είναι δίπλα στις Βρυξέλλες αλλά μέχρι να πληρώσουμε και να βρούμε τ’ αυτοκίνητο έχει πάει τρεις. Αμάν, τι θα κάνουμε αν ξεμείνω. Βάζει μπρος και παίρνουμε δρόμο (χωρίς να σταματάει στα κόκκινα και χωρίς να δίνει και πολλή σημασία στους μονόδρομους) φτάνουμε στο χώρο που έπρεπε στις και τέταρτο. Ο χώρος γύρω έρημος. Ενώ όταν έφτασα γινόταν χαμός από κόσμο που δούλευε πυρετωδώς, την ώρα εκείνη νέκρα. Τη χαιρετώ στα γρήγορα και τρέχω στην πίστα. (Δέματα διακινούσαν από κει, όχι ανθρώπους, άρα ούτε διαβατήρια ούτε έλεγχος ούτε τίποτα). Της λέω να περιμένει λίγο κι αν δεν με δει να επιστρέφω, θα έχω προλάβει.

Στην πίστα έπρεπε να βρω και πού ήταν παρκαρισμένο το αεροπλάνο. Θυμόμουνα, αλλά όχι με σιγουριά. Τρέχω προς τα εκεί και βλέπω σε ένα να ρίχνουν μέσα τσουβάλια. Αυτό (πρέπει να) ήταν. Πρόλαβα. Φτάνω την ώρα που πέφτει το τελευταίο τσουβάλι και βλέπω τους πιλότους, ναι οι δικοί μου είναι. Μπαίνω μέσα χωρίς κουβέντα. Κλείνει η πόρτα πίσω μου. Μπαίνουν μπροστά οι μηχανές. Απογείωση!

Επόμενη στάση Βιέννη. Κατά τις πεντέμισι το χάραμα. Για λίγες έστω ώρες, σε ξενοδοχείο και σε κρεβάτι. Όχι τυχαίο ξενοδοχείο. Το Νοβοτέλ του αεροδρομίου. Μπορούσα να κοιμηθώ μέχρι τις 11 ή 12 η ώρα. Με ενημέρωσαν πως είχε και πρωινό μέχρι τις 10. Μέχρις τις 9 και κάτι κατάφερα να κοιμηθώ. Πάμε για πρωινό. Ωχ. Τι 'ναι τούτο μάνα μου; Μπουφές τεράστιος. Ένα μεγάλο ψυγείο με τυριά, άλλο με σαλαμάκια και τέτοια σε ατομική συσκευασία, άλλο με το γάλα τα δημητριακά κλπ, αυγά βραστά αλλά και να σου φτιάξουν όπως τα θέλεις και δεν θυμάμαι τι άλλο. Μεγαλεία.
Κατά τις δώδεκα έρχεται ο υπάλληλος που με είχε αναλάβει και με πήγε στο αεροδρόμιο, μπήκα στο αεροπλάνο και επιστροφή στην Αθήνα. Η Όστριαν χλιδάτη. Με γυάλινα ποτήρια κρασιού (μου σπάσανε) και κουταρούνι (υβρίδιο - κουτάλι που στην άκρη του είχε δόντια πιρουνιού - δεν ξέρω πού το έχω - το βρήκα)!

Το ταξίδι επαναλήφθηκε άλλη μια φορά, μετά από λίγες μέρες. Χωρίς συνάντηση με την κουνιάδα στις Βρυξέλλες, δεν ειδοποίησα να μην τρέχει μέσα στη νύχτα (η επιστροφή για δουλειά το πρωί δεν της ήταν κι ό,τι καλύτερο, χώρια η οδήγηση στις Αρδένες από ξενυχτισμένο άνθρωπο - που όπως μου σημειώνει ήταν και με πυκνότατη ομίχλη, ορατότης μηδέν). Κατά τα άλλα η διαδρομή ίδια, μόνο που αυτή τη φορά το αεροπλάνο ήταν ελικοφόρο. Που σημαίνει πως δεν πήγαινε πάνω από τα 10 - 12 χιλιάδες πόδια, άρα ήταν μέσα στον καιρό. Κι ο καιρός δεν ήταν και πρώτος. Το μεγάλο κακό όμως ήταν ο αέρας. Κοντεύουμε να προσγειωθούμε και βλέπουμε τα μοβ φωτάκια του διαδρόμου. Το αεροπλάνο ευθυγραμμίζεται και πλησιάζει. Και ξαφνικά τα φωτάκια είναι κάμποσο αριστερά μας. Ξανά το φέρνει ο πιλότος στα ίσια του (ήμουνα πίσω του, έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχε πόρτα κι έτσι έβλεπα τα πάντα). Το αεροπλάνο τα δικά του. Πάλι αριστερά τα φωτάκια. Άντε ξανά. Μέχρι τελευταία στιγμή μια αγωνία την είχα. Θα κατέβουμε στον διάδρομο ή θα βρεθούμε στα χόρτα. Τελικά ο πιλότος το κατέβασε στη σωστή θέση.

Στην επιστροφή είχαμε και μια συνεπιβάτιδα. Που πήγαινε στη Βιέννη χωρίς να περνάει έλεγχο διαβατηρίων (το λιγότερο) και χωρίς να πληρώνει εισιτήριο (είχε γνωριμία με έναν απ' τους πιλότους). Και μιας και το ελικοφόρο έκανε παραπάνω ώρα για να γυρίσουμε, όταν με πήγαν στο ξενοδοχείο ο μπουφές είχε ανοίξει για το πρωινό. Οπότε τον τίμησα να είμαι σίγουρος πως θα προλάβω, αλλά πάλι δεν μπόρεσα να εξαντλήσω τον χρόνο του ύπνου!

Σημείωση

Οι φωτογραφίες, προφανώς, δεν είναι από κείνο το ταξίδι. Προφανώς και δεν κουβάλαγα φωτογραφική μαζί μου σε τέτοιο ταξίδι. Η μοίρα μου, όμως, επιφύλασσε να ξαναπάω πολλές φορές στις Βρυξέλλες κι έτσι διάλεξα κάποιες απ' αυτές που έβγαλα στα επόμενα ταξίδια. Αλλά είναι εικόνες σχετικές με σημεία που αναφέρονται στο άρθρο. Με τη σειρά: 1. Η Μεγάλη Πλατεία, η Γκραν Πλας (Grand-Place) 2 - 3. Το Μάνεκιν Πις, το αγοράκι που κατουράει (έχει φτιαχτεί και κοριτσάκι :) ) 4 - 5 Μύδια. Αλλά όχι σαν τα βουνά που είδαμε εκείνη τη νύχτα. 6 - 7 Ο δρόμος με τα "Pita  Gyros". Η πλευρά με τα ελληνικά!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Απόψεις; Ιδέες; Αντιρρήσεις; Παραλλαγές;
Όλα ευπρόσδεκτα.