Η είσοδος. Η σπιτονοικοκυρά καθαρίζει. |
Οι μέρες της αστεγίας κάποτε πέρασαν (όχι που δεν θα περνούσαν - όλα περνάνε, και τα καλά και τα κακά) και μπήκαμε με τον Αντρέα στο καινούριο μας σπίτι. Αιακιδών 35. Αιακιδών είν' ο δρόμος που από την Καλούτσιανη (απ' το τζαμί δίπλα δηλαδή) πάει στην Κιάφα. Μια μικρή πολυκατοικία, με δυο διαμερίσματα στο ισόγειο και τον πρώτο, ένας δεύτερος που φτιαχνότανε τότε, υπόγειο που είχε φτιαχτεί μια γκαρσονιέρα κι έμενε ο Γιώργος κι ένα πλυσταριό στην ταράτσα που έμενε ο Στάθης. Εμείς πιάσαμε στο ισόγειο ένα, ας πούμε δυάρι (κάπως γινόταν με το φωταγωγό, το ακριβώς από πάνω ήταν γκαρσονιέρα κι έμενε μια θεία του ιδιοκτήτη ο οποίος κράταγε δυο τριάρια, ένα στο ισόγειο κι ένα στον πρώτο.
Μετακομίσαμε στο καινούριο μας σπίτι στην πόλη. Μοιράσαμε τις δουλειές (εγώ μαγείρεμα, ο Αντρέας τα πιάτα, το σκούπισμα εναλλάξ). Πήραμε τα πράγματά μας απ' την εστία, αλλά αυτά ήταν ελάχιστα. Πού να εξοπλίσουν σπίτι. Γιατί η εστία μας παρείχε όλο τον ξενοδοχειακό εξοπλισμό και ιματισμό (καρέκλα, τραπέζι, κρεβάτι, σεντόνια, πετσέτες κλπ). Κι εντάξει είχα ήδη αγοράσει μια βιβλιοθήκη (αυτή της φωτογραφίας) και την έστησα. Τη χρειαζόμουνα και στην εστία. Αλλά τα υπόλοιπα;
Άμεσα ξεκινήσαμε τις αγορές. Κάποια πράγματα ήταν κοινά και τα μοιραστήκαμε κι άλλα ήταν επιλογές του καθένα που τα πληρώναμε ο καθένας τα δικά του. Ο Αντρέας πούταν από κοντά έφερε κι απ' το χωριό του. Εγώ πήγα κι αγόρασα, αν και έφερα (ή μου έστειλαν) απ' το χωριό πράγματα για κουζίνα: Πετρογκάζ, ψυγείο, φουρνάκι (Κάζα) και τέτοια. Αγόρασα τραπέζι από εκεί κοντά και πήγα στον Αλέκο το Σπύρου που τον ήξερα απ' το κόμμα και πήρα μια κουβέρτα (αυτή που φαίνεται στη γωνία της φωτογραφίας) και μια πετσέτα που τα έχω ακόμα πάνω από 40 χρόνια αργότερα. Η κουβέρτα μάλιστα ήταν η αγαπημένη μου, αυτή που με βόλευε πιο πολύ από κάθε άλλη και την αποχωρίστηκα τα τελευταία χρόνια μόνο, όταν βρήκα πάπλωμα να με βολεύει.
Για κρεβάτι επέλεξα να είναι πατενταριστό. Καφάσια μαζεμένα από μανάβικα της γειτονιάς κι από πάνω ένα στρώμα διπλό. Γιατί διπλό; Ε, νέα παιδιά ήμασταν, ελπίζαμε πως θα βρεθεί κάποια να μας το γεμίσει. Βέβαια, στο δωμάτιο του Αντρέα δεν χώραγε διπλό κι έτσι περιορίστηκε στο μονό (κι όταν το χρειάστηκε στο τέλος της χρονιάς, αναγκαστικά στριμωχνότανε).
Ανάμεσα στον άλλο εξοπλισμό αγόρασα κι ένα πλυντήριο. Όχι μεγάλο σαν αυτό στην πρώτη φωτογραφία. Αυτό ήταν του σπιτονοικοκύρη (και μάλλον χαλασμένο). Αλλά σαν το δεύτερο. Ένας (μεταλλικός) κύλινδρος μ' ένα λάστιχο στο κάτω μέρος, για να φεύγει το νερό. Μέσα υπήρχε ένα πλαστικό που ανακάτευε το νερό (χωρίς να σακατεύει τα ρούχα, που απλώς γύριζαν μαζί με το νερό). Και το συγκεκριμένο είχε και αντίσταση που μπορούσε να ζεστάνει το νερό (σε τι θερμοκρασία; ανάλογα πόση ώρα το έβαζες).
Το σπίτι έτοιμο να δεχτεί κόσμο. Και παρόλο που ήταν Νοέμβρης εγώ είμαι με σορτσάκι! |
Στο σπίτι αυτό έγιναν μεγάλες μαζώξεις. Η αρχή ήταν με τα γενέθλιά μου. Είχα στείλει πρόσκληση "ο, τη συμφώνω γνώμη του συγκατοίκου του, καλών και εορτάζων" και μαζευτήκαμε καμιά 45αριά άτομα. Πατείς με πατώ σε. Κάπου ο Χρήστος σπάει ένα φλιτζανάκι του καφέ που είχα αγοράσει από κάποιο απ' τα παζάρια που κάναμε για το 10ο συνέδριο του ΚΚΕ. Ήταν αναμνηστικό κι εκείνη την ώρα έπεσα να τον πνίξω. Τον είχα πιάσει απ' το λαιμό κι αν δεν με κράταγαν οι άλλοι δεν ξέρω τι κατάληξη θα είχε (αλλά μάλλον καθόλου καλή). Το σκεφτόμουνα μετά κι έλεγα πόσο εύκολα μπορεί κάποιος να χάσει τον έλεγχό του.
Στο τέλος του Νοέμβρη η γιορτή του Αντρέα. Μου κάνει κόντρα ρελάνς και μαζεύει κοντά 60. Πάλι χωρέσαμε. Όλοι οι καλοί χωράνε. Αποδεδειγμένο.
Στο διαμέρισμα αυτό μείναμε μια χρονιά. Την επόμενη (80-81) ο Αντρέας γύρισε στην εστία κι αποφασίσαμε να μείνουμε με τον Μάξιμο και τον Γιώργο. Τρεις ήμασταν, θέλαμε μεγαλύτερο διαμέρισμα. Μετακομίσαμε στο διπλανό τριάρι. Οι ιδιοκτήτες ετοίμαζαν το οροφοδιαμέρισμα του 2ου ορόφου. Η θεία τους θα πήγαινε στο τριάρι του 1ου όπου στριμώχτηκαν προσωρινά.
Το τριάρι είχε και επιπλέον παροχές. Μου άφησαν την ηλεκτρική κουζίνα (και λέω μου, αφού εγώ μαγείρευα). Κι έτσι είχα άνεση στις δημιουργίες. Είχε μπάνιο κανονικό και άνετο. Χλίδα.
Ο Βασίλης παίζει σε άλλο γιορτάσι, δεν είναι στο σπίτι μας, αλλά δεν πειράζει. |
Όμως οι τρεις γίναμε τέσσερις όταν ο Μάξιμος τάφτιαξε με τη Μαρία και πέντε όταν τάφτιαξα εγώ με τη Μαρία (όχι βέβαια την ίδια 😉). Οπότε μετακόμισαν οι τρεις στο δυάρι που έμενα εγώ τον προηγούμενο χρόνο κι εμείς θα μετακομίζαμε στη γκαρσονιέρα που έμενε η θεία (το σπίτι που είχε πιάσει η Μαρία δεν προσφερόταν από καμιά άποψη κι έτσι το εγκατέλειψε γρήγορα). Όμως τα έργα στον 2ο δεν πήγαιναν αρκετά γρήγορα (ήταν και χειμώνας) εμείς μέναμε στο τριάρι και αν και το νοίκι ήταν ήδη μειωμένο όσο θα δίναμε στη γκαρσονιέρα, τα κοινόχρηστα ήταν πολλά αφού πήγαιναν με τα δωμάτια κι ήταν τριάρι.
Η είσοδος της Δοσίου, σχετικά πρόσφατα |
Κι έτσι, τον Μάρτη του 81 βγήκαμε σε αναζήτηση σπιτιού. Βρήκαμε ένα στη Δοσίου 13, στην πλατεία Πάργης. Στον πρώτο όροφο, δυάρι κατά κάποιο τρόπο. Είχε μεν δυο δωμάτια αλλά το ένα (όπως και η κουζίνα) έβλεπαν μόνο σε φωταγωγό που καθόλου φως δεν ήγαγε. Σκοτεινά, θεοσκότεινα. Στο ένα το κρεββάτι στο άλλο καθόμασταν. Καλά ήταν, η τιμή λίγο αυξημένη, 5.500 δραχμές (στο άλλο είχαμε συμφωνήσει στις 5). Το σπίτι το νοικιάσαμε από μια μηχανικό αλλά ήταν της μητέρας της κι αυτή φαινόταν στο συμβόλαιο που κάναμε (ναι, υπογράψαμε και τέτοιο).
Το δωμάτιο με το μπαλκόνι (το δεξιά, το κίτρινο) |
Το θέμα ήταν πως η γιαγιά που ήταν ιδιοκτήτρια πέθανε και το σπίτι ήταν σε διεκδίκηση από την κόρη και την κοινότητα (Πράμαντα; Νομίζω). Γιατί ο παππούς που ήταν ο αρχικός ιδιοκτήτης το είχε αφήσει στο χωριό, γενικά αλλά την επικαρπία να την έχει η γυναίκα του. Αλλ' αυτό ισχύει όσο η γιαγιά ζούσε. Η κόρη δεν συμφωνούσε κι έτσι μας είπε να καταθέτουμε τα χρήματα στο ταμείο παρακαταθηκών και όταν θα έβγαζαν άκρη θα έπαιρνε τα νοίκια που είχαμε καταθέσει αυτός που είχε κερδίσει.
Αυτά τα πράγματα τραβάνε σε μάκρος, βέβαια. Αποτέλεσμα εμείς καταθέταμε το νοίκι, δίναμε και ένα αντίγραφο από την απόδειξη στην κυρία αλλά δεν υπήρχε αναπροσαρμογή. Κι ενώ τα 5.500 ήταν αρκετά χρήματα στην αρχή, το 83 που εγώ έφευγα ήταν ένα μάλλον χαμηλό νοίκι. Κι αφού η Μαρία θα έμενε μόνη, αποφασίστηκε να συγκατοικήσει με την Στρατούλα. Μένουν ένα χρόνο και κάτι μαζί, φεύγει η Μαρία, μένει η Στρατούλα μέσα με τα 5,5 χιλιάρικα. Όταν έφυγε η Στρατούλα, κάποιος άλλος το πήρε με το ίδιο νοίκι (αν το κατέθετε ή όχι, δεν ξέρω). Πότε βγήκε άκρη και πότε το σπίτι αυτό βρήκε την κανονική του διαχείριση δεν ξέρω.
Η μυγδαλιά στο μπουκάλι. Πίσω το χιονισμένο Μιτσικέλι (που δεν φαινόταν βέβαια απ' το μπαλκόνι) |
Από το μπαλκόνι του σπιτιού βλέπαμε στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας. Κι όχι μόνο το δικό της αλλά και των γειτονικών. Όπου υπήρχε μια αμυγδαλιά. Αυτή της παραπάνω φωτογραφίας (που όταν βγήκε η φωτογραφία δεν είχε τα λουλουδάκια της ακόμα). Κι η Μαρία είχε εντυπωσιαστεί πολύ. Άνθρωπος της πόλης, βλέπετε. Της άρεσε τόσο που τη ζωγράφισε σ' ένα μπουκάλι.
Φίλε Γιάννη, είσαι καλλιτέχνης! Ενάργεια, πνευματώδης διάθεση, ωραία Ελληνικά. Μακάρι να έγραφαν τόσο καλά οι φιλόλογοι...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ πολύ.
ΔιαγραφήΣέβομαι την ελληνική γλώσσα όσο μπορώ. Τιμή σ' αυτόν που μούμαθε να τη χειρίζομαι καλούτσικα.