Μπορεί να έγραφα στο προηγούμενο πως η αναφορά στην υγειονομική υπηρεσία του πανεπιστημίου ήταν τιμής ένεκεν μιας και δεν είχε και μεγάλη παρουσία στη φοιτητική μας ζωή, όμως έτσι άνοιξα ένα άλλο κεφάλαιο, αυτό της υγείας τα χρόνια εκείνα. Άνοιξη του 1980. Παρασκευή χαράματα που ψάχνοντας βλέπω πως ήταν 23 του Μάη. Σηκώνομαι να πάω στην τουαλέτα. Στο δρόμο λιποθυμάω και πέφτω στο πάτωμα. Συνέρχομαι από το παγωμένο μωσαϊκό. Προχωράω μερικά βήματα. Ξανά κάτω. Με κόπο καταφέρνω να φτάσω στον προορισμό μου. Επιστρέφω προς το κρεββάτι. Σε τρεις δόσεις. Όμως το χάλι μου ήταν τόσο που δεν είχα μυαλό ούτε να ανησυχήσω. Ξημερώνει, σηκώνεται ο Αντρέας, με βρίσκει να κοιμάμαι. Κάποια στιγμή με ξυπνάει παραξενεμένος. Δεν μπορώ να σηκωθώ, αλλά έχω επαφή με το περιβάλλον. Συζητάμε. Αποφασίζουμε να πάμε στο νοσοκομείο. Φωνάζει ταξί, μπαίνουμε μέσα. Δρόμο για Καρδαμίτσια. Εκεί που ήταν το νοσοκομείο Χατζηκώστα, το μόνο που είχαν τα Γιάννενα (και είχε μοιραστεί σε νομαρχιακό και πανεπιστημιακό).
Στο νοσοκομείο περιμέναμε στα εξωτερικά κάμποση ώρα και μπορώ να πω πως η εικόνα μου είχε βελτιωθεί, όμως δεν αισθανόμουν καλά. Με εξετάζει κάποιος γιατρός και λέει πως θα πρέπει να γίνει εισαγωγή. Πάει ο Αντρέας για τα διαδικαστικά και κατά τις 12 το μεσημέρι μπαίνω στο θάλαμο. Δέκα κρεβάτια μέσα, τα 6 είναι της παιδιατρικής και τα 4 της παθολογικής. Την ώρα εκείνη γίνεται η διανομή φαγητού. Όμως εγώ δεν ήμουν στο πρόγραμμα κι έτσι δεν μου δίνουν τίποτα. Πάει ο Αντρέας και τους ζητάει, ναι λένε σε λίγο. Φεύγει. Το σε λίγο δεν έρχεται ποτέ. Εκείνο που ήρθε ήταν μια νοσοκόμα που μου έβαλε ορό.
Στο θάλαμο εκτός από 6 παιδάκια 2 - 12 χρονών, υπήρχαν κι άλλοι τόσοι συνοδοί. Κι άλλοι 3 συνοδοί στους υπόλοιπους της παθολογικής (που βασικά ήταν με γαστρορραγία). Ο μόνος χωρίς συνοδό ήμουν εγώ! Κάποια στιγμή, κάποια απ' τις μαμάδες των μικρών πάει και τους λέει πως με ξέχασαν για το φαγητό. Μου έρχονται δυο κρεμούλες. Δεν έφαγα παρά μόνο τη μισή, δεν ήταν (και δεν είναι) και το καλύτερό μου οι κρέμες.
Εν τω μεταξύ ο ορός τρέχει αργά. Συγκρίνοντας με το πώς έπεφταν οι διπλανοί, πιστεύω πως δεν τρέχει κανονικά. Το λέω στη νοσοκόμα, όχι μου λέει, έτσι πρέπει. Καλά. Κατά τις εξίμισι έρχεται μια νοσοκόμα να αλλάξει τον ορό που όμως είναι στο μισό. Ανοίγει τη ροή και κατά τις 8 τελειώνει(!) οπότε τον αλλάζει. Το πρωί κατά τις 6 έχει τελειώσει κι ο καινούριος και μου τον βγάζουνε. Στις επτάμισι έρχεται κάποια άλλη να μου βάλει καινούριο (και να με ξανατρυπήσει). Διαμαρτύρομαι. Μ' αγριοκοιτάζει. Δεν δέχεται κουβέντα (ούτε μου απαντάει στο γιατί θα έπρεπε να βγει η βελόνα και μετά από μια ώρα να ξαναμπεί).
Κάποια στιγμή περνάνε οι γιατροί. Ο διευθυντής ρωτάει για τον καθέναν απ' τους τέσσερίς μας τι έχει. Και για μένα γιατί έχω ορό. Η προϊσταμένη (αυτή ήταν που μου τον είχε χώσει το πρωί) δεν κατάλαβα σωστά την ερώτηση. Νόμισε τι ορό έχω. Κι απαντάει έναν φυσιολογικό και δυο δεξτρόζης (ή ανάποδα - τότε έμαθα και τι κάνει ο καθένας απ' αυτούς: ο πρώτος είναι σκέτο νεράκι ενώ ο δεύτερος είναι τροφή). Και γιατί, ρωτάει ο διευθυντής, περισσότερο τους γιατρούς και λιγότερο τη νοσοκόμα. Κι απευθύνεται σε μένα. Έχεις όρεξη να φας; Βεβαίως και μάλιστα χτες δεν μου φέρανε κι είχα θέμα. Παίρνει ανάποδες. Γιατί βάζετε ορό σ' έναν άνθρωπο που μια χαρά τρώει πίνει. Τι ορομανία σας έχει πιάσει. Να τον σταματήσετε αμέσως. Έρχεται η νοσοκόμα να μου τον βγάλει κι εγώ είμαι μέσ' τη χαρά αλλά να της την πω κι από πάνω.
Την Κυριακή το μεσημέρι έχουμε επισκέψεις. Μας επισκέπτεται ο Δεσπότης αυτοπροσώπως. Θεόκλητος Σετάκης. Μπαίνει στο θάλαμο. Ρίχνει μια ματιά. Κάνει να φύγει. Γυρνάει και απευθύνεται σε μια γιαγιά καμιά 80αριά χρονών (ή και παραπάνω) που είναι τη μέρα με τον αδερφό της (η διπλανή μου γαστρορραγία) κι εκείνη την ώρα ακουμπάει στο κρεβάτι ενός παιδιού (που εκείνη την ώρα ήταν στο μπαλκόνι): "Αυτό που κάνεις γιαγιά δεν είναι καθόλου σωστό. Κι αν δεν σ' τόπε κανένας, να στο πει ο δεσπότης". Μεταβολή και φεύγει. Το ότι στο θάλαμο υπήρχαν μωρά και γέροι δεν τον ενόχλησε ούτε πως ήταν τόσα άτομα σ' έναν θάλαμο μέσα. Κι έκανε παρατήρηση σε μια γριά γυναίκα που χρειαζόταν βοήθεια η ίδια αλλά παρ' όλ' αυτά ήταν εκεί για να βοηθήσει. Που καταντράπηκε να την προσβάλει ο δεσπότης. Σηκώθηκε και ήταν όρθια. Της έδωσαν μια καρέκλα, έκατσε όπως έκατσε τρεμάμενη.
Την άλλη μέρα ήταν του Αγίου Πνεύματος (κι έτσι βρίσκω τις ημερομηνίες). Αισθάνομαι καλά, αλλά μιας κι είν' αργία δεν περιμένω για εξιτήριο. Την πέφτω για ύπνο. Περνάνε οι γιατροί. Με βρίσκουν να κοιμάμαι. Κι αποφασίζουν πως δεν πειράζει να μείνω μια μέρα ακόμα. Αν ήμουν ξύπνιος θα ζήταγα να φύγω. Αλλά έχασα την ευκαιρία μου. Φτουουου.
Την άλλη μέρα επιτέλους φεύγω. Η οδηγία να συνεχίσω τη φαρμακευτική αγωγή για κάποιες μέρες ακόμα. Έπαιρνα δυο πεντακοσσάρια αμοξίλ τρεις φορές τη μέρα. Ρωτάω τι είχα, γιατί το έπαθα. Η απάντηση μιλάει για στρεπτοκοκκική λοίμωξη. Δηλαδή; Τίποτα. Πώς έμαθαν πως ήταν στρεπτόκοκκος; Άγνωστο. Φεύγοντας περνάω κι απ' την προϊσταμένη. Με είχε ζητήσει. Και μου λέει πως είναι η γυναίκα του Τζόλα (του δικηγόρου, δημοτικού συμβούλου κ.ά. του ΚΚΕ). Και πως αυτή μου έβαλε τους ορούς γιατί έτσι της είχαν δώσει οδηγία οι γιατροί. Εντάξει. Περασμένα αλλά όχι ξεχασμένα.
Κανονικά θα τέλειωνε εδώ η αφήγηση, αλλά έχω να πω και μερικά για το φαγητό. Παρασκευή μεσημέρι όπως είπα δεν μου έδωσαν φαΐ. Παρασκευή βράδυ κάτι με λίγο κοτόπουλο. Σάββατο μεσημέρι, κοτόπουλο. Σάββατο βράδυ, κοτόπουλο. Κυριακή μεσημέρι, κοτόπουλο. Κυριακή βράδυ ξηρά τροφή, οι μάγειροι είχαν ρεπό. Αυγό βραστό, γιαούρτι και σαλάμι ή κάτι τέτοιο. Δευτέρα μεσημέρι, κοτόπουλο. Δευτέρα βράδυ, κοτόπουλο. Τρίτη επιτέλους βγαίνω. Και πάω να φάω στο εστιατόριο της λέσχης. Που όπως κάθε Τρίτη είχε κοτόπουλο. Το σιχάθηκα. Και δεν φτάνει αυτό, αλλά στο στρατό αργότερα είχαμε κοτόπουλο δυο - τρεις φορές τη βδομάδα. Πέρασαν πολλά πολλά χρόνια για να ξεχάσω την εμπειρία και να μπει κοτόπουλο στο σπίτι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Απόψεις; Ιδέες; Αντιρρήσεις; Παραλλαγές;
Όλα ευπρόσδεκτα.