Από μαραγκούδικη οικογένεια (ο πατέρας του είν' αυτός που έφτιαξε π.χ. το δεσποτικό σε Πλαγιά και Τρύγονα) συνέχισε την παράδοση της οικογένειας κι αυτός όπως και τ' αδέρφια του. Συνολικά τέσσερις, η αδερφή του βέβαια δεν είχε τέτοιες ασχολίες αλλά και τα τρία αγόρια έγιναν μαραγκοί. Ο ένας, ο Βασίλης πέθανε γρήγορα, δεν ξέρω πολλά γι' αυτόν. Και την παράδοση την συνέχισαν και τα παιδιά τους αλλά κάποια απ' τα εγγόνια τους! (Ο θείος μου ο Αντώνης σπούδασε δάσκαλος, αλλά την αγάπη για την ξυλουργική την είχε πάντα κι έτσι μετά τη σύνταξη ασχολήθηκε αρκετά χρόνια σαν μαραγκός, όσο μπορούσε).
Ο παππούς ήταν εύστροφος αλλά και τακτικός. Απόδειξη για το πρώτο είναι πως πολλά σπίτια του χωριού έχουν χτιστεί πάνω στη δική του ιδέα για τη διαρρύθμιση (τότε που μηχανικοί και αρχιτέκτονες δεν υπήρχαν). Άσχετα αν η μάνα μου (ναι, η ίδια του η κόρη) απαίτησε και άλλαξε η διαρρύθμιση στο σπίτι μας! Για το δεύτερο ν' αναφέρω περιστατικό που έλεγε άλλος χωριανός. Είχε παραγγείλει στον παππού να του φτιάξει κυψέλες (κουβάνια). Τις πήρε, αλλά του παραπονέθηκε ο αδερφός του, αφού κι αυτός ήταν μαραγκός γιατί δεν τον προτίμησε ή τέλος πάντων δεν έδινε και σ' αυτόν να φτιάξει κάποιες κυψέλες. Ήρθε ο άλλος στο φιλότιμο, τούπε να του φτιάξει ελάχιστες (δυο τρεις). Κι είχε να λέει: "Παράγγειλα κουβάνια στον Μήτρο. Λύσ' τα, βάλ' τα όπως θέλεις, πήγαινε να τα ξαναδέσεις, όλα θα φτιαχτούνε μια χαρά. Παράγγειλα και κάποια στο Μανόλη. Όταν τα λύνεις πρέπει να σημαδέψεις καλά ποιο ξύλο έβγαλες από πού, να τα βάλεις προσεκτικά σε σειρά για να μπορέσεις να τα ξαναφτιάξεις"
Έκανε πολλά χρόνια στρατιώτης. Πήγε μικρός στο στρατό όταν η Λέσβος έγινε ελληνική. Πολέμησε στη Μακεδονία κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά όταν αυτός τέλειωσε συνέχισε στην Μικρασία μέχρι την καταστροφή, συνολικά 8 χρόνια. Θα μου πει κάποιος ο μόνος ήταν τότε; Όχι, αλλά Από τα 16 - 17 φαντάρος ήταν κάπως και τόφερνε βαριά. Πολλές φορές μ' έπαιρνε μαζί του στο καφενείο όταν ήμουν μικρός. Αν κέρδιζε μου πρόσφερε το λουκούμι που ήταν το συνηθισμένο έπαθλο στα χαρτιά. Αλλιώς το έπαιρνε στο σπίτι και μας το μοίραζε από μισό με την ξαδέρφη μου. Τι κάνει ένα μικρό στο καφενείο; Παρακολουθεί τη χαρτοπαιξία. Κι από τα πρώτα χαρτιά που έμαθα να ξεχωρίζω ήταν ο άσος μπαστούνι. Όταν τον έβλεπα στα χέρια κάποιου έκανα ένα επιδοκιμαστικό "Μμμμ". Με τον τρόπο αυτό όμως φανέρωνα τα χαρτιά κι έτσι πέρασα από σεμινάριο για να το σταματήσω.
Στο καφενείο που πήγαινε, αν δεν έβρισκε κάποιον να παίξουν χαρτιά, καθόταν μόνος του, έπαιρνε κάνα φασκόμηλο ή καμιά σουμάδα και διάβαζε την εφημερίδα που έβρισκε εκεί. Βαριάκουγε κι έτσι δεν έπιανε εύκολα κουβέντα με τους άλλους. Το 65 - 66 ήταν ένα δάσκαλος από άλλο χωριό που κι αυτός καθόταν μόνος του στο καφενείο Κι ο παππούς μου προσπαθούσε να του κάνει παρέα, σκεφτόμενος τον δάσκαλο γιο του που υπηρετούσε σ' άλλα μέρη. Όμως ο δάσκαλος αυτός είχε φυματίωση μ' αποτέλεσμα να κολλήσουμε όλοι στο σχολείο. Κονόμησε κι ο παππούς τον βάκιλο του Κοχ (το μικρόβιο της φυματίωσης) αλλά δεν αρρώστησε τότε, μαζί με τους μαθητές. Το είχε σε λανθάνουσα κατάσταση.
Πέρασαν κάποια χρόνια. Ο παππούς άρχισε ν' ανεβάζει ζάχαρο. Αλλά δεν το πήρε χαμπάρι ο γιατρός παρόλο που κουβεντιάζοντας του έλεγε πως ξεραίνεται το στόμα του κι όλο θέλει να πίνει νερό (χαρακτηριστικές ενδείξεις για ζάχαρο και μάλιστα αρκετά ανεβασμένο). "Πίνε, πίνε νερό, καλό κάνει" ήταν η απάντηση. Μέχρι που κάποια στιγμή, δεν ξέρω πώς, πήγε σε άλλο γιατρό (τότε οι προληπτικές εξετάσεις δεν ήταν συνηθισμένες, όχι δηλ. πως τώρα στο χωριό συνηθίζονται και πολύ). Εκεί η μέτρηση σακχάρου έδειξε 270 (με ανώτατη φυσιολογική τιμή το 120). Άρα έπρεπε ν' αρχίσει αμέσως αγωγή. Παράλληλα, άλλες ενδείξεις έδειχναν πως και κάτι άλλο συνέβαινε. Κι αυτό ήταν πως είχε ενεργοποιηθεί η φυματίωση (και αρκετά μάλιστα). Τα έχει ο διαβήτης αυτά. Όποιο αδύνατο σημείο έχεις εκεί θα σε χτυπήσει.
Πέρασαν κάποια χρόνια. Ο παππούς άρχισε ν' ανεβάζει ζάχαρο. Αλλά δεν το πήρε χαμπάρι ο γιατρός παρόλο που κουβεντιάζοντας του έλεγε πως ξεραίνεται το στόμα του κι όλο θέλει να πίνει νερό (χαρακτηριστικές ενδείξεις για ζάχαρο και μάλιστα αρκετά ανεβασμένο). "Πίνε, πίνε νερό, καλό κάνει" ήταν η απάντηση. Μέχρι που κάποια στιγμή, δεν ξέρω πώς, πήγε σε άλλο γιατρό (τότε οι προληπτικές εξετάσεις δεν ήταν συνηθισμένες, όχι δηλ. πως τώρα στο χωριό συνηθίζονται και πολύ). Εκεί η μέτρηση σακχάρου έδειξε 270 (με ανώτατη φυσιολογική τιμή το 120). Άρα έπρεπε ν' αρχίσει αμέσως αγωγή. Παράλληλα, άλλες ενδείξεις έδειχναν πως και κάτι άλλο συνέβαινε. Κι αυτό ήταν πως είχε ενεργοποιηθεί η φυματίωση (και αρκετά μάλιστα). Τα έχει ο διαβήτης αυτά. Όποιο αδύνατο σημείο έχεις εκεί θα σε χτυπήσει.
Νοσηλεύτηκε αρκετό διάστημα στο Σισμανόγλειο στην Αθήνα. Μαζί του συνέχεια η θεία μου. Ποτέ δεν του είπε όλη την αλήθεια για την αρρώστια του. Επέστρεψε στο χωρίο αλλά για αρκετό διάστημα δεν μας άφηναν εμάς τα εγγόνια του να πάμε να τον επισκεφτούμε, μην κολλήσουμε. Κι όμως ήμασταν οι πιο ασφαλείς αφού είχαμε περάσει τη φυματίωση κι είχαμε ισχυρά αντισώματα (ακόμα υπάρχουν απομεινάρια).
Ήταν παράδοση να κόβουμε την βασιλόπιτα στο σπίτι του παππού. Κι ω περίεργο πράγμα, όλα τα μικρά βρίσκαμε το νόμισμα. Ήταν μαέστρος στις "τρυπωτήρες" (να κρύβει, να τρυπώνει επιπλέον κέρματα για να είμαστε ευχαριστημένοι οι μικροί). Μεγαλώσαμε, άλλαξαν τα πράγματα αλλά κάποια στιγμή το επαναλάβαμε. Η χαρά του δεν περιγράφεται. Ήταν απ' τις τελευταίες φορές που έκανε πρωτοχρονιά.
Το καλοκαίρι του 1982 αρρώστησε. Εγώ ήμουν φοιτητής στα Γιάννενα. Έπρεπε να μείνω μέχρι το τέλος Ιούνη για μια παρουσία στις εξετάσεις σε μάθημα που είχα περάσει με απαλλακτική πρόοδο. Επειδή μάθαινα πως είναι στα τελευταία του, σκεφτόμουνα να φύγω και να συνεννοηθώ με τον καθηγητή τι θα γίνει για την παρουσία. Μου βγήκε να δώσω στις 28 και ένα μάθημα εκτός προγράμματος. Με το που τελειώνω παίρνω τηλέφωνο στο χωρίο. Μιλάω με τον πατέρα μου. Εγώ ρωτάω για τον παππού κι εκείνος για το μάθημα. Αν το έγραψα ή ακόμα. Ναι, του λέω, τέλειωσα, πες μου τι γίνεται. Και τότε μούπε πως εκείνο το πρωί ο παππούς είχε πεθάνει. Απλά δεν ήθελε να μου το ανακοινώσει αν δεν είχα γράψει μην τυχόν και αυτό με αναστάτωνε. Έμεινα και για την παρουσία. Το να πάω στο χωριό μόνο για την κηδεία (που κι αυτή ζήτημα αν θα την προλάβαινα) δεν είχε κανένα νόημα.
Ήταν παράδοση να κόβουμε την βασιλόπιτα στο σπίτι του παππού. Κι ω περίεργο πράγμα, όλα τα μικρά βρίσκαμε το νόμισμα. Ήταν μαέστρος στις "τρυπωτήρες" (να κρύβει, να τρυπώνει επιπλέον κέρματα για να είμαστε ευχαριστημένοι οι μικροί). Μεγαλώσαμε, άλλαξαν τα πράγματα αλλά κάποια στιγμή το επαναλάβαμε. Η χαρά του δεν περιγράφεται. Ήταν απ' τις τελευταίες φορές που έκανε πρωτοχρονιά.
Το καλοκαίρι του 1982 αρρώστησε. Εγώ ήμουν φοιτητής στα Γιάννενα. Έπρεπε να μείνω μέχρι το τέλος Ιούνη για μια παρουσία στις εξετάσεις σε μάθημα που είχα περάσει με απαλλακτική πρόοδο. Επειδή μάθαινα πως είναι στα τελευταία του, σκεφτόμουνα να φύγω και να συνεννοηθώ με τον καθηγητή τι θα γίνει για την παρουσία. Μου βγήκε να δώσω στις 28 και ένα μάθημα εκτός προγράμματος. Με το που τελειώνω παίρνω τηλέφωνο στο χωρίο. Μιλάω με τον πατέρα μου. Εγώ ρωτάω για τον παππού κι εκείνος για το μάθημα. Αν το έγραψα ή ακόμα. Ναι, του λέω, τέλειωσα, πες μου τι γίνεται. Και τότε μούπε πως εκείνο το πρωί ο παππούς είχε πεθάνει. Απλά δεν ήθελε να μου το ανακοινώσει αν δεν είχα γράψει μην τυχόν και αυτό με αναστάτωνε. Έμεινα και για την παρουσία. Το να πάω στο χωριό μόνο για την κηδεία (που κι αυτή ζήτημα αν θα την προλάβαινα) δεν είχε κανένα νόημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Απόψεις; Ιδέες; Αντιρρήσεις; Παραλλαγές;
Όλα ευπρόσδεκτα.