Τη γιαγιά στο χωριό τη λέγανε μανή. "Η μανή μ' του Χρυσανθώ" λέει πάντα η μάνα μου όταν αναφέρεται σ' αυτή. Κι έτσι απαιτούσε να τη φωνάζουνε. Το γιαγιά το θεωρούσε πως πάει να πει γριά. Ενώ το μανή είχε την έννοια της συγγένειας των παιδιών με τη μητέρα των γονιών τους. Παρεμπιπτόντως και για να καταλαβαινόμαστε. Τα άρθρα στην ντοπιολαλιά μας είναι αλλαγμένα: η ή γι για το αρσενικό (π.χ. γι Γιάν'ς, η Μίτρους κλπ) αλλά και για το θηλυκό (η κατσίκα) και το ή του για το ουδέτερο. Όμως, στα ονόματα, σπάνια ακούγεται το θηλυκό άρθρο, τα περισσότερα γίνονται ουδέτερα: Του Σουφί (η Σοφία), του Αμιρ'σούδ' (η Αμερισούδα), του Λέν' (η Ελένη), του Μαριγώ (η Μαρία) κλπ.
Η μανή, λοιπόν, είχε 12 εγκυμοσύνες σε 15 - 16 χρόνια μέσα! Αυτές είχαν σαν αποτέλεσμα 10 γέννες και 2 αποβολές. Απ' τα παιδιά που γεννήθηκαν, 2 πέθαναν μωρά, μία (η πρώτη) στα 33 της κι απ' τους υπόλοιπους 7, η γιαγιά μου, που ήταν η τελευταία, πέθανε μικρότερη, στα 88 της χρόνια. Η θεια μου η Αμερισούδα έφτασε τα 100 (ή περίπου). Γιατί τα αναφέρω όλ' αυτά τα νούμερα; Βασικά, για να δείξω πως η προγιαγιά μου με τα παιδιά και τις γέννες είχε ευκολία. Το πώς την αντιμετώπισε η μάνα της όταν γέννησε το δεύτερό της παιδί τις μέρες της πυρκαγιάς το έγραψα στο προηγούμενο. Η περιγεννητική θνησιμότητα στο μάξιμουμ την εποχή κι έτσι ίσως εξηγείται το πρώτο απ' τα περιστατικά που θέλω να καταγράψω.
Η προγιαγιά το Χρυσανθώ κι ο προπάππους ο Γιαννάκ'ς
Ένα απ' τα παιδιά που πέθαναν μικρά ήταν κι η Πελαγία, "του Πιλαγ'δέλ'". Που απ' τη στιγμή που γεννήθηκε φαινόταν πως είχε προβλήματα: ήταν μικροκαμωμένη κι ασθενικιά. Κι όταν την ταχτάριζε η μάνα της της τραγουδούσε: "ωχ του, ωχ του, του Πιλαγ'δέλ', π' θέλ' μια σταλιά λακδέλ'". Δηλαδή πως είναι μικράκι που χρειάζεται μικρό λάκκο για να τη θάψουν!!! Και όντως, κάποια στιγμή το παιδάκι πέθανε. Γίνεται η κηδεία, επιστρέφουν στο σπίτι και κάθονται να φάνε. Και λέει ο άντρας της: "Άκ'σι να σι πω Χρυσανθώ. Μη συ ξανακούσου να λέγ'ς για κανέ μουρό πόσο λάκου θέλ'" (μετάφραση: "Άκου να σου πω Χρυσάνθη. Μη σε ξανακούσω να λες για κάνα παιδί πόσο λάκο χρειάζεται"). Γυρνάει η μανή μου αναξοκοκκινισμένη και του αντιγυρίζει: "Αμ γιακί Γιαννάτς; Ζήμιουσά συ; Μήδι σπίκια, μήδι πράματα, α, πάει τσ' απού μένα ένας μπιλάς" κι έκανε τη χαρακτηριστική κίνηση που τινάζουμε το χέρι όταν απαλλασσόμαστε από κάτι (μετάφραση πάλι: Εμ γιατί Γιάννη; Σε ζήμιωσα; Ούτε σπίτια, ούτε πράγματα (αφού ήταν κόρη αν μεγάλωνε και παντρευόταν θα έπρεπε να της δώσουν για προίκα), έφυγε κι από μένα ένας μπελάς")!!!Πέρασαν κάμποσα χρόνια, τα παιδιά της μεγάλωσαν κι ο ένας απ' τους γιους της, ο Αντώνης, είπε ν' αναζητήσει καλύτερη τύχη στην Αφρική. Μαζεύτηκαν, λοιπόν, συγγενείς και φίλοι να τον κατευωδόσουν. Κάποιος του λέει εκεί που θα πάει, να στέλνει και κάνα γράμμα. Αγριεύει η μάνα του: "Ναι βρε, ναι. Να σι δω. Γράμμα πά' στου γράμμα. Α γιμίζ' ι π'καρίς μπιμπλίτσ τσι ν' αρχουγκίνουμι κ' πόστα" (= Ναι βρε, ναι. Να σε δω. (να στέλνεις) Γράμμα πάνω στο γράμμα. Να γεμίζει το τζάκι φάκελα (το ράφι, μπροστά απ' την καπνοδόχο, πάν' απ' το τζάκι, ήταν παραδοσιακά το μέρος που φύλαγαν τα λίγα γράμματα που έπαιρναν) και να πλουτίσουμε τα ταχυδρομεία (που σημειωτέον στο χωριό εκείνοι ήταν οι ταχυδρομικοί πράκτορες τότε).
Ο γιος της αποδείχτηκε πολύ υπάκουος στο θέμα αυτό. Πήγε στην Τανγκανίκα (σημερινή Τανζανία), παντρεύτηκε με Κύπρια (τότε και η Τανγκανίκα και η Κύπρος ανήκαν στη Μεγάλη Βρετανία) έκανε τρία παιδιά, έμεινε εκεί καμιά 30αριά χρόνια, ίσως και παραπάνω κι όλο αυτό το διάστημα έστειλε δυο ή τρία γράμματα όλα κι όλα. Τοις κείνης ρήμασι πειθόμενος :)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Απόψεις; Ιδέες; Αντιρρήσεις; Παραλλαγές;
Όλα ευπρόσδεκτα.