09 Ιουνίου 2020

Αναμνήσεις - Αρχή

Οι γονείς μου, αρκετά χρόνια αργότερα, 1977
Γράφοντας τις προάλλες για το πώς έγινα "Πειραιώτης", σκέφτηκα να γράψω για τα χρόνια στην εταιρία. Αλλά από πού να ξεκινήσω; Από τη μέρα που ξεκίνησα θα ήταν μια αρχή, αλλά θα ήταν ξεκρέμαστη αρχή. Σκέφτηκα (και ξεκίνησα να γράφω) από την εποχή που έφυγα από το χωριό αφού ως φοιτητής δεν ήμουν εργαζόμενος, αλλά έλα που και τα χρόνια αυτά υπήρχαν εποχές που δούλευα. Εντάξει, όχι στην εταιρία, αλλά δεν ήμουν άεργος όπως έλεγα να τιτλοφορήσω την περίοδο εκείνη. Μέχρι που προχτές ο Σαραντάκος (πάλι ο Σαραντάκος, είπαμε όλο ανοίγει αφάλες: με αυτά που γράφει μου θυμίζει πράγματα και μου δίνει αφορμές) έβαλε στο ιστολόγιό του ένα άρθρο με αποσπάσματα από το βιβλίου του Τάσσου Αγγελίδη "Άνωθεν Ασύλου". Αυτοβιογραφικά που ξεκίναγαν απ' τη γέννησή του. Κι εκεί το πήρα απόφαση. Θα ξεκίναγα κι εγώ απ' την αρχή. Μόνο που ο εργασιακός βίος εκείνα τα πρώτα χρόνια θα υπάρχει από σπόντα. Γιατί όχι πως δεν δούλευα από πολύ μικρός, όπως δούλευα κι ό,τι μπορούσα, αλλά κυρίως γιατί υπάρχουν και παράλληλες ιστορίες που θα ανακατευτούν μαζί.

Οι γονείς μου παντρεύτηκαν το 1956 αλλά δεν βιαζόντουσαν να κάνουν παιδί παρά το ότι δεν ήταν και μικροί. Ο πατέρας μου ήταν ήδη τότε 33 χρονών κι η μάνα μου 28. Αλλά προσπαθούσαν να στήσουν το σπιτικό τους. Κι έτσι δεν τ' αποφάσιζαν. Δεν ήταν το μόνο ζευγάρι στο χωριό που δεν είχε παιδιά μετά από κάποια χρόνια γάμου, αλλά η εντύπωση ήταν πως αυτό γινόταν λόγω αδυναμίας τεκνοποίησης. Χωρίς να ξέρω και πολλές λεπτομέρειες, ξέρω πως ο νονός μου κλείστηκε όταν κάποια στιγμή είπε στον πατέρα μου μισοαστεία μισοσοβαρά πως αν κάνει παιδί, θα του το βάφτιζε αυτός. Κι ο πατέρας μου συμφώνησε, όντας όμως σίγουρος πως θα προχωρήσει η κουμπαριά αφού η μάνα μου ήταν ήδη έγκυος - αλλά οι υπόλοιποι δεν το ήξεραν!

Παρεμπιπτόντως κι ο νονός μου που ήταν κι αυτός παντρεμένος (αλλά σε πολύ καλύτερη οικονομική κατάσταση) απόκτησε κόρη αρκετά χρόνια αργότερα. Για χρόνια ήταν "ανέκδοτο" του χωριού πως άντε να σε παντρέψουμε με την κόρη του Π. ή του Κ. Κι ο μεν Κ. δεν απόκτησε, όντως, ποτέ παιδιά, αλλά ο Π απόκτησε κόρη και μάλιστα όχι μία αλλά δυο!
Το βαφτιστικό του πατέρα μου
Αλλά προχώρησα. Δεν είπα για το γάμο των δικών μου. Που έγινε στον "άγιου Σαράγκ", το εκκλησάκι των Αγίων Σαράντα, στο Τάρτι, μια παραθαλάσσια περιοχή ανατολικά του Πλωμαριού. Κι έγινε εκεί για οικονομία αλλά τελικά "πήγα να γλιτώσω και θα μου πηγαίνει". Οι γονείς μου ήταν φτωχοί. Ο ένας από το Πλωμάρι, είχε ξεκινήσει να δουλεύει οικοδόμος τα καλοκαίρια (κι έτσι έγινε και η γνωριμία). Από μια φτωχή οικογένεια, μόλις και τα φέρνανε βόλτα. Ο πατέρας του έβγαζε κάτι λίγα από μια βάρκα που είχε και ψάρευε, φρόντιζε να έχει τσιγάρα να καπνίζει κι από κει πέρα, αν περίσσευαν πήγαινε και στο σπίτι για φαΐ. (Για το λόγο αυτό τα τέσσερα αδέρφια είχαν κάνει μεταξύ τους όρκο να μην καπνίσουν, και τον τήρησαν). Μια κόρη και τρεις γιοι, ούτε σχολείο καλά καλά δεν πήγαν. Τα χαρτιά του πατέρα μου γράφουν πως φοίτησε στην Ε' δημοτικού, αλλά εκείνος δεν θυμόταν να πήγε μετά την Γ'. Για τον μικρότερο φρόντισαν (και ο πατέρας μου με τον όποιο λόγο που είχε) να πάει στο γυμνάσιο, όχι για πολύ, μέχρι τη Β'. Τη χρονιά που έγινε ο γάμος, ο "μικρός" έφυγε για την Αυστραλία, μετανάστης. Λίγα χρόνια αργότερα έφυγε κι ο τρίτος. Ο παππούς μου είχε πεθάνει ενδιάμεσα κι ο πατέρας μου ήταν το στήριγμα της οικογένειας (καλά, μόνο η γιαγιά είχε μείνει).
Το βαφτιστικό της μάνας μου
Η μάνα μου απ' την Πλαγιά, ίσως σε λίγο καλύτερη οικονομική κατάσταση η οικογένεια, αλλά κι αυτή μέσα στη φτώχεια. Απλά, ο πατέρας της κατάφερε να σπουδάσει τον γιο (εδώ η σχέση των φύλων ήταν ανάποδα: τρεις κόρες κι ένας γιος). Μεγάλο κατόρθωμα για την εποχή εκείνη. Δάσκαλος στην ακαδημία Μυτιλήνης. Και παρόλο που ήταν κοντά στο χωριό, οι απαιτήσεις δεν ήταν λίγες. Αλλά ο παππούς δούλευε μαραγκός κι έτσι κάπως καλύτερα τα κατάφερνε.
Η μάνα μου με την αδερφή της τη Χρύσα, το 1930
Για το γάμο έπρεπε να μοιραστούν οι μπουμπουνιέρες και οι μπακλαβάδες εκ των προτέρων (αυτός είναι ο τρόπος πρόσκλησης στο χωριό, σήμερα βάζουν και προσκλητήριο, αλλά τα άλλα εξακολουθούν να υπάρχουν. Μοιράζονται πριν το γάμο, ένα ζευγάρι σε κάθε οικογένεια). Αλλά και μετά το γάμο, όσοι παρευρίσκονταν στην εκκλησία, πήγαιναν απ' το σπίτι να ευχηθούν και να κεραστούν. Το κέρασμα όχι τίποτα σημαντικό, το πιο συνηθισμένο ένας ζερντές (κάτι σαν ρυζόγαλο χωρίς γάλα, μόνο ρύζι και ζάχαρη, αλλά την εποχή εκείνη και τα δυο αυτά υλικά ήταν ακριβά).
Ο πατέρας μου με άλλους δένουν σίδερα στις αποθήκες λαδιού που χτίζονταν κάτω απ' το πατρικό του. Δεκαετία του 50, πριν το γάμο. Απ' τις πρώτες οικοδομικές του δουλειές.
Για να είναι, λοιπόν, πιο λίγα τα έξοδα του γάμου αποφάσισαν να τον κάνουν σε ξωκκλήσι. Δεν θα υπήρχαν καλεσμένοι (αφού πώς θα πήγαιναν μέχρις εκεί - κι αν δεν θα ερχόταν κάποιος, γιατί να τον καλέσεις) άρα θα ήταν πιο φτηνά. Δεν ξέρω ποιος έκανε τους λογαριασμούς και τους υπολογισμούς, αλλά μόνο φτηνά δεν τους ήρθε. Το Τάρτι διαλέχτηκε γιατί εκεί ο αδελφός της γιαγιάς μου είχα κάτι καμαράκια και θα μπορούσαν να μείνουν. Και κουμπάρα ήταν μια κόρη του.

Πάμε τώρα στα έξοδα: Μπορεί οι παρευρισκόμενοι να ήταν λίγοι, όμως έπρεπε να μοετακινηθούν απ' τον τόπο τους μέχρι το Τάρτι. Και καλά, ο παππούς ο ένας με την βάρκα, ίσως έπαιρνε τους δικούς του (αν και δεν χώραγαν με τίποτα). Οι υπόλοιποι; Ε, οι υπόλοιποι πήγαν με την "γκαζολίνα" ένα μεγάλο και μηχανοκίνητο πλεούμενο, καΐκι. Που έπρεπε να πληρωθεί. Και να γυρίσουνε. Κι όταν γύρισαν να μην κεράσουν κάτι στο χωριό, για το καλό; Και το κλου: για το γάμο πληρώθηκε ο παππάς και η εκκλησία που ανήκει στο Σκόπελο. Αλλά για να γίνει ο γάμος έπρεπε να βγει άδεια. Ο ένας να πάρει απ' την Αγιαπαρασκευή, στο Πλωμάρι, πληρώνοντας τα σχετικά "δικαιώματα" κι ο άλλος απ' την Πλαγιά, πάλι πληρώνοντας!
Άλλη μια με τον πατέρα μου σε οικοδομή, πάλι της δεκαετίας του 50
Για να μπορέσουν να βγουν στα έξοδα του γάμου ο πατέρας μου πήρε δανεικά τρία χιλιάρικα. Από κάποιον φίλο του με το ίδιο επώνυμο, όλ' οι Μαλλιαροί, μια γενιά). Γιώργο τον λέγανε - σπούδασε μεν μαθηματικός αλλά λόγω πολιτικών φρονημάτων δεν μπόρεσε να δουλέψει ως καθηγητής και έτσι έπιασε δουλειά στην Εθνική Τράπεζα. Εκ των υστέρων φάνηκε πως αυτό ήταν πολύ καλύτερο. Τέλος πάντων ο Γιώργος μπορούσε και ήθελε να τον δανείσει και του έδωσε να υπογράψει ένα χαρτί πως είχε πάρει τόσα χρήματα δανεικά λέγοντάς του πως το χαρτί αυτό "είναι για τους καλούς ανθρώπους". Ένας κακόπιστος δεν θα κώλωνε από ένα χαρτί αν ήθελε να φάει τα δανεικά.

Το νέο ζευγάρι εγκαταστάθηκε στην Πλαγιά, σε σπίτι που δόθηκε προίκα. Είπαμε ο παππούς είχε τρεις κόρες, άρα ήθελε τρία σπίτια για να δώσει. Για την πρώτη η λύση βρέθηκε εύκολα. Το σπίτι που μένανε ήταν αρκετά μεγάλο. Χωρίστηκε στη μέση, το μισό η κόρη όταν θα παντρευότανε και στο άλλο η υπόλοιπη οικογένεια. Για τη μάνα μου συμφώνησε με μια αδερφή της γιαγιάς μου, τη Ζαχαρούλα. Θα του έδινε εκείνη ένα οικοπεδάκι που είχε (40 τετραγωνικά) κι εκείνος θα έχτιζε ένα σπίτι. Δίπατο όπως είναι η συνήθεια στο χωριό: ισόγειο και πρώτος. Ένα μεγάλο κομμάτι στο ισόγειο θα το κρατούσε εκείνη για όσο ζούσε να βάζει την κατσίκα της ενώ στο υπόλοιπο (που ήταν η είσοδος, η σκάλα και μια αποθήκη) και στον πρώτο θα γινόταν κατοικία.

Η συμφωνία τηρήθηκε, το σπίτι φτιάχτηκε μέχρι κάποιου σημείου τη δεκαετία του 40 και περίμενε να ολοκληρωθεί όταν χρειαστεί. Με το γάμο της μάνας μου λοιπόν έγιναν οι απαιτούμενες εργασίες ολοκλήρωσης (έβαλε κι ένα χεράκι ο γαμπρός ο οικοδόμος). Η θεια μου δήλωσε πως δίνει κι εκείνη το κατώι που κράταγε, δεν θα είχε πια κατσίκα κι αν ήθελε η μάνα μου όποτε χρειαζόταν να της έδινε λίγο γάλα. Εκείνη η κατσίκα σφάχτηκε αλλά στη θέση της μπήκε άλλη, της νέας οικογένειας που όμως γρήγορα (πολύ γρήγορα) νοικιάστηκε άλλος χώρος για τα ζώα (σε ένα οικοδόμημα ακριβώς απέναντι - από τον σύζυγο αδερφής της γιαγιάς που είχε πεθάνει).

Κι έτσι ξεκίνησε ο έγγαμος βίος! Με χίλια ζόρια. Για παιδιά θα σκεφτόντουσαν. Αλλ' αυτά στο επόμενο.

Μια παρατήρηση:
Όπως φαίνεται (και θα φανεί και στα επόμενα), πολλές δοσοληψίες γίνονταν ανάμεσα σε μέλη της οικογένειας. Καθόλου παράξενο, αφενός γιατί αν δεν πήγαινες στον δικό σου άνθρωπο, στον ξένο θα πήγαινες και αφετέρου οι οικογένειες ήταν μεγάλες. Η μια γιαγιά μου ήταν 8 αδέρφια (καλά, η μία πέθανε νωρίς), ο παππούς 4 (καλά, ο ένας πέθανε νωρίς). Η άλλη γιαγιά πάλι 8, αλλά τα 6 έφυγαν μετανάστες για Αμερική. Ο παππούς μου δεν ξέρω πόσοι και ποιοι ήτανε, έναν αδερφό ξέρω να είχε (γιατί ξέρω τα πρώτα ξαδέρφια του πατέρα μου), για άλλον δεν έμαθα ποτέ. Αν στα παραπάνω νούμερα μπουν από 3 - 4 παιδιά (στην σειρά τους, τόσα ήταν η νόρμα, αν και δεν κάναν όλοι, ας πούμε απ' τους 8 της γιαγιάς παιδιά έκαναν οι μισοί περίπου) κι αυτοί από 1 - 2 πάλι (νεώτερες γενιές, λιγότερα παιδιά) φαίνεται πώς το κοντινό σόι ήταν πολυάριθμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Απόψεις; Ιδέες; Αντιρρήσεις; Παραλλαγές;
Όλα ευπρόσδεκτα.