Προφανώς δεν είναι μια λήψη. Ούτε δύο. Τρεις είναι. Από λάθος βέβαια αλλά πώς μπήκε ο καθένας σε άλλο χώρο και χωρέσαμε κι οι τρεις! Στο πλοίο για Πειραιά. |
Μετά από διακοπή ενός μηνός απ' τις παλιές προσωπικές μου ιστορίες, ένα μήνα που όμως ανέβηκαν κάποια πράγματα (6 λέει ο μετρητής) κυρίως από την εκδρομή στη Γερμανία, καιρός να επανέρθουμε στα συνηθισμένα μας. Είχαμε μείνει εκεί έδωσα εξετάσεις το 77 κι έμαθα πως πέρασα στο πανεπιστήμιο κι ουσιαστικά ήμουν πια φοιτητής. Αυτό γίνεται στα μέσα του Οκτώβρη και τότε δεν υπήρχε το ίντερνετ για πληροφορίες και τέτοια. Ετοιμάζουμε λοιπόν τα μπογαλάκια μου για να πάω στα Γιάννενα για τα περεταίρω (εγγραφή, σπίτι κλπ πρακτικά ζητήματα). Ο πατέρας μου αποφασίζει να με συνοδέψει. Μιας και δεν ήξερα τι σπίτι θα έβρισκα και καθώς τα Γιάννενα ήταν φημισμένα για το κρύο τους (άλλη μια λάθος εικόνα) πήρα μαζί μου πολλά και διάφορα από ρούχα, σκεπάσματα αλλά και στρωσίδια του σπιτιού.
Λίγες μέρες μετά βρεθήκαμε στο Σαπφώ, το πρώτο βαπόρι της Ναυτιλιακής Εταιρίας Λέσβου (ΝΕΛ), μια εταιρία λαϊκής βάσης που είχε ξεκινήσει τα δρομολόγιά του από το 73 (μ' αυτό είχα πάει και για φροντιστήριο στην Αθήνα). Στις 4 το μεσημέρι έφευγε από τη Μυτιλήνη, κατά τις 8 φτάναμε στη Χιο και την επόμενη το πρωί κατά τις 8 στον Πειραιά. Εκτός από μένα ήταν κι άλλοι πρωτοετείς που είχαν περάσει σε σχολές όλης της Ελλάδας (εκτός από τη Βόρεια) μιας κι ο μόνος τρόπος για να πας από τη Μυτιλήνη σ' οποιοδήποτε μέρος ήταν μέσω Πειραιά (και Αθήνας). Συμμαθητές από το σχολείο και το φροντιστήριο βρεθήκαμε και περνάγαμε μια χαρά, αντίθετα με τον πατέρα μου που έμενε μόνος του στις καρέκλες της Γ' θέσης.
Μαζί με μας, βέβαια, στο βαπόρι ταξίδευε κόσμος και κοσμάκης (περίπου 1500 άτομα έπαιρνε το συγκεκριμένο στο χαλαρό, τα καλοκαίρια πολύ περισσότερους). Ανάμεσα σ' όλους αυτούς και μια τσιγγάνα (νομίζω) που διάβαζε το χέρι. Κάποιες απ' τις κοπέλες της παρέας ασήμωσαν να τους πει τα μελλούμενα. 5 δραχμές ζητούσε (αρχικά 😀). Σχετικά μικρό ποσό. Οι κοπέλες η μια μετά την άλλη να είναι κατενθουσιασμένες. "Μούπε πράγματα που μόνο εγώ τα ήξερα" να λέει η μια, εξαιρετική επιτυχία η άλλη και να με προτρέπουν να πάω κι εγώ. Και να μου κολλάει κι αυτή αλλά εγώ βράχος!
Βράχος βράχος, αλλά πες πες λέω άντε ας δώσω το τάλιρο να γελάσει τ' αχείλι μου λίγο. Αλλά μέχρι να το πάρω απόφαση είχε περάσει η ώρα κι είχε σκοτεινιάσει. Έτσι αντί για το χέρι είπε πως θα μου διαβάσει το κούτελο. Το "διάβασμα" ήταν κουβεντούλα με ερωτήσεις προσδιορισμού χαρακτήρα: Ένα "Η" τι το έχεις, μια κοπέλα έτσι σε σκέφτεται εσύ τι λες και τέτοια μέχρι πούρχεται η μεγάλη στιγμή. Κάτι βλέπω πως θα συμβεί αύριο τέτοια ώρα, αλλά δεν το καθαρίζω καλά, κάνε αέρα μ' ένα 50άρικο να φανεί. Επ. Το πράγμα σοβαρεύει. Το τάλιρο άντε το χαλάλισα αλλά πενηντάρι; Δεν πάει. Οπότε της λέω πως να μου πει ό,τι βλέπει έτσι, χωρίς φυσήματα και τέτοια. Προφανώς δεν είπε τίποτα αλλά έφυγε τσαντισμένη που δεν ήξερα το καλό μου. Κι έμεινα κι εγώ με την απορία. Να δω τι θα γίνει την επόμενη.
Το πρόγραμμα ήταν πως το πρωί όταν θα βγαίναμε απ' το πλοίο θα πηγαίναμε μέχρι τον σταθμό των λεωφορείων για να πάμε για Γιάννενα. Έτσι, σύμφωνα με έναν πρόχειρο υπολογισμό, την ίδια ώρα την επόμενη θα φτάναμε στην πόλη. Αλλά ο πατέρας μου είχε μπαϊλντίσει όλη νύχτα στο βαπόρι, χώρια που δεν είχε κοιμηθεί κιόλας. Οπότε με το που βγαίνουμε με παίρνει και τραβάμε γι' αεροδρόμιο. Δεν ξέρω πώς είχε μάθει πως το αεροπλάνο για Γιάννενα έφευγε κατά τις 10:30 οπότε το προλαβαίναμε. Κι έτσι βρέθηκα να μπαίνω κι εγώ για πρώτη φορά σε αεροπλάνο και να φτάνουμε στον προορισμό μας πολύ γρήγορα, ήδη το μεσημέρι.
Αλλά το τι έγινε εκεί, πώς ήταν η πρώτη μέρα της καινούριας ζωής, στο επόμενο.
Μπράβο, Γιάννη. Δεν ήξερα αυτή σου την πλευρά! Γ. Παπαδόπουλος. Πάτμος
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάτμος; Από πότε; Δεν τόμαθα. Πήγες να μονάσεις; :)
Διαγραφή