Ακόμα μια ανάρτηση με αφορμή το (γνωστό) μπλογκ του Ν. Σαραντάκου. Είχε προχτές για το μπατάρω και την ιστορία του κι εκεί κάποιοι σχολιαστές, ένα Κρητικός κι ένας Χιώτης ανέφεραν ότι το μπατάρω εκτός απ' τη σημασία του γέρνω, ανατρέπω (ή ανατρέπομαι) έχει και την έννοια του συμψηφίζω, πατσίζω. Και θυμήθηκα πως και στο χωριό μου έχουμε κι αυτή τη σημασία. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά και μια ευτράπελη και πικάντικη ιστορία που συνέβη κάποια στιγμή κι όπου μέσα στα άλλα υπάρχει κι αυτή η λέξη με την έννοια του πατσίζω. Την έγραψα εκεί αλλά είπα να την βάλω κι εδώ. Ορίστε:
Ο Γιώργος είχε εμφανιστεί στο χωριό κάποια στιγμή τη δεκαετία του 60. Ζούσε σε κάποιο χάλασμα, έλεγε κάτι παράξενα, δεν φαινόταν να είναι και πολύ στα καλά του. Οι φήμες θέλανε να είχε προβλήματα από κάποιο πόλεμο που συμμετείχε (του Βιετνάμ;) γιατί πολλές φορές έλεγε για το φόβο του για τα όπλα. Εξοικονομούσε τα προς το ζην με ανταλλακτικό εμπόριο. «Πάρτε κούπες, πάρτε πιάτα» διαλαλούσε. Οι κούπες (λεκάνες) και τα πιάτα του ήταν πλαστικά, είδος τότε σπάνιο. Κι άλλα διάφορα πλαστικά είδη είχε. Αλλά η τιμή τους ήταν σε λάδι κι όχι σε δραχμές. Το λάδι υπήρχε σχεδόν σ’ όλα τα σπίτια στο χωριό, και μάλιστα αν έλλειπαν μερικά κιλά δεν θα γινόταν εύκολα αντιληπτό, άρα οι γυναίκες μπορούσαν ν’ αποκτούν αυτά τα καινούρια όμορφα αντικείμενα χωρίς να ξοδεύουν χρήματα (που δεν είχαν εύκολα μετρητά). Απ’ την άλλη, το κατσαρόλι του που ήταν η μονάδα ανταλλαγής κι έλεγε πως έπαιρνε ένα κιλό λάδι, ήταν σχεδόν δίκιλο. Αν ένα αντικείμενο κόστιζε παρακάτω, το συμπλήρωνε με κάτι άλλο κι όχι με το να πάρει λιγότερο λάδι. Μπορεί να φαινόταν πως του έλειπε μυαλό, αλλά καθόλου δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο, οι λογαριασμοί ήταν πάντα προς όφελός του.
Πέρασαν τα χρόνια, τα πλαστικά σταμάτησαν να είναι εξωτικά προϊόντα, γέμισαν τα μαγαζιά, έπεσαν οι δουλειές του Γιώργη. Έκανε διάφορες δουλειές του ποδαριού και τα βόλευε όπως όπως.
Ο Μπάνης (Παναγιώτης) ήταν έμπορος που έκανε διάφορες δουλειές. Είχε μαγαζί, είχε καΐκι, και κάποια στιγμή τέλος δεκαετίας του 70 ή αρχές του 80 σκέφτηκε να στήσει καμίνι για να φτιάχνει κάρβουνα (εξαιρετικά τα κάρβουνα από ξύλο ελιάς που αφθονεί στην περιοχή).
Το καμίνι θέλει να το φορτώσεις (να στοιβάξεις τα ξύλα δηλαδή), να το βάλεις μπρος (να του βάλεις φωτιά) και μετά να το παρακολουθείς σε 24ωρη βάση. Τα ξύλα σκεπάζονται με χώμα παντού εκτός από κάποιες τρύπες απ' τις οποίες κυκλοφορεί ο αέρας. Η φωτιά μπαίνει εσωτερικά και καίει και προχωράει. Όταν βγει από μια τρύπα πρέπει να είσ' εκεί ώστε να κλείσεις την τρύπα αυτή και να σπρώξεις τη φωτιά προς άλλη κατεύθυνση. Αυτό γίνεται μέχρι η φωτιά να βγει κι απ' την τελευταία τρύπα οπότε την κλείνεις κι αυτήν. Αλλά η παρακολούθηση δεν σταματάει γιατί υπάρχει κίνδυνος να σκάσει το καμίνι, ν' ανοίξει δηλαδή κάποια τρύπα οπότε θα καεί ό,τι υπάρχει μέσα και δεν θα πάρεις τίποτα.
Ο Μπάνης λοιπόν προσέλαβε το Γιώργη να βοηθάει στο καμίνι και μετά να το φυλάει. Και μπορεί να λέω ΤΟ καμίνι αλλά αυτό γινόταν όλο το καλοκαίρι (τότε δεν απαγορευόντουσαν οι φωτιές το καλοκαίρι). Τέλειωσε η σεζόν, ο Γιώργος πήρε όσα ήταν να πάρει, όλα καλά.
Περνάν οι μέρες και κάποια μέρα χτυπάει την πόρτα στο σπίτι του πρώην αφεντικού (που ήξερε πως αυτός θα έλειπε εκείνη την ώρα). Μέσα ήταν η γυναίκα του (κι αυτό ήταν το ζητούμενο).
- Μαρίκα, ήρθα για του ΙΚΑ. Τι θα γιν; Θα τα μπατάρουμι;
Και για να γίνει πιο ελκυστική η προσφορά συνέχισε
- Άντε, είμι κι μπανιαρισμένους σήμερα»!
Δεν νομίζω να υπάρχουν αμφιβολίες για το πώς ήθελε να γίνει το μπατάριασμα με το ΙΚΑ που προφανώς δεν του είχε βάλει ο σύζυγος. Αλλά ατύχησε. Η Μαρίκα δεν συμφώνησε. Κι όχι μόνο αυτό αλλά το είπε και στον Μπάνη (κι όχι μόνο) κι ο Γιώργης τα χρειάστηκε...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Απόψεις; Ιδέες; Αντιρρήσεις; Παραλλαγές;
Όλα ευπρόσδεκτα.