10 Μαρτίου 2016

Ιστορίες της γιαγιάς της γιαγιάς μου

Μιας και τον τελευταίο καιρό έχω γράψει κάμποσες αναμνήσεις, σκέφτηκα να έγραφα και για τη γιαγιά της μάνας μου. Που ήταν μια γυναίκα με έντονη προσωπικότητα, που ο θεός να σε φύλαγε να μην έπεφτες στο στόμα της. Αλλά είπα να γράψω και κάτι καλό γι' αυτήν. Για τον καημό της που κανένα παιδί δεν έβαλε το όνομά της. Που έκανε τόσα και τόσα εγγόνια (καμιά 15αριά υπολογίζω) αλλά το όνομά της δεν το άκουσε. Κι εκεί πάνω σκέφτηκα πως τη σκληράδα της δεν την απόκτησε μόνη της, την κληρονόμησε απ' τη μάνα της, τη Μαριγώ. Κι είπα να ξεκινήσω από κει.

Την προγιαγιά μου, την βάφτισαν Στυλιανή. Εκεί στα 18…, στα μέσα του 19ου αιώνα. Τότε το να πεθαίνουν τα μωρά ήταν πολύ συνηθισμένο κι έτσι τα βαφτίσια γίνονταν πολύ νωρίς (ακόμα και μένα, τόσα χρόνια αργότερα, με βαφτίσανε τρίμηνο)! Οπότε η μαμά – λεχώνα δεν είχε ακόμα σηκωθεί. Και στο βαφτίσι ήταν μόνο ο μπαμπάς. Έτσι συνηθιζότανε. Το όνομα αποφασιζόταν στην εκκλησία απ’ το νονό (ή τουλάχιστον, έτσι ήθελε η παράδοση, αλλά απ’ την άλλη, έπρεπε να δοθούν τα ονόματα των παππούδων κλπ απ’ το σόι. Έτσι, το δικαίωμα του νονού υπήρχε για τα τελευταία παιδιά. Αλλά έτσι κι αλλιώς, υπήρχαν μπόλικα). Και με το που ακουγότανε, έτρεχαν τα πιτσιρίκια να αναγγείλουν το όνομα στη μαμά, να πάρουν το μπαξίσι (καρύδια, πορτοκάλια κλπ).

Πάνε, λοιπόν, στην πρόπρογιαγιά μου και της λένε πως το μωρό το είπαν Στυλιανή. Αντί μπαξίσι, πετάγεται απ’ το στρώμα και φωνάζει: «Όξω από δω. Δεν θέλω ‘γω στειλιάρια μεσ’ το σπίτι μου» (παρετυμολόγηση του Στυλιανή απ' το στειλιάρι). Κι η παριστάμενη μαμή (μα πολύ νωρίς μιλάμε) που της παραστεκότανε έκανε την παρέμβασή της. «Ένα χρυσό όνομα θα της δώσουμε. Χρυσανθώ θα την λέμε». Κι έτσι η προγιαγιά μου η Στυλιανή μεγάλωσε και πέθανε κι όλοι την έλεγαν Χρυσανθώ (η Μαχαίρα, απόκτησε και το πρόσθετο αργότερα).

Η γιαγιά η Χρυσανθώ μεγάλωσε 8 παιδιά (+ 2 που δεν μεγάλωσαν, + κάποιες αποβολές). Απ’ τα 8 παιδιά της, τα 5 απέκτησαν παιδιά, τα 4 έκαναν κόρες, κι οι 4 έβγαλαν και μια Χρυσάνθη. Αλλά η γιαγιά ήταν πικραμένη γιατί κανείς δεν έβγαλε Στυλιανή.

Μεγάλωσε η Χρυσανθώ και παντρεύτηκε. Ο άντρας της καλοστεκούμενος σε περιουσία, ξεκίνησαν και τα γεννοβολήματα. 8 παιδιά ανέφερα παραπάνω, αλλ' αυτά ήταν που μεγάλωσαν. Άλλα κάνα δυο πέθαναν μωρά ενώ είχε και κάποιες αποβολές. Το πρώτο παιδί της η Μαριγώ (τ' όνομα της γιαγιάς). 1885. Ξανά έγκυος η Χρυσανθώ. Στα γρήγορα. Κι ενώ είναι στις μέρες της, ξεσπάει μεγάλη πυρκαγιά στο χωριό. Ήταν το καλοκαίρι του 1886. Κάηκαν όλα τα σπίτια. Μόνο λίγα γύρω απ' την εκκλησία έμειναν όρθια. Οι κάτοικοι πήραν τα βουνά, μαζί και η σχεδόν ετοιμόγεννη Χρυσανθώ.

Εκεί στο βουνό ακόμα γεννάει και το δεύτερό της παιδί. Κόρη κι αυτό (η Αμερισούδα). Κι εκεί στο βουνό προφανώς δεν υπήρχε τίποτα από ρούχα (καλά, άσε για φαΐ). Κι η γιαγιά - Μαριγώ μουτζώνει μάνα και κόρες και λέει: "Να! Τρεις γινήκατε γυμνές". Συμπαράσταση να σου πετύχει...

Το μούντζωμα στο χωριό μου είναι συνώνυμο με το τύφλωμα. Αντί για μουτζώνω λέγαμε και τυφλώνω ενώ το κλασσικό "τύφλες και μούντζες" λεγότανε σαν να ήταν το ίδιο πράγμα με άλλες λέξεις. Πολλές φορές μάλιστα, με το μούντζωμα ακουγόταν μόνο το "τύφλες". Κι έλα που το μωρό είχε πρόβλημα στα μάτια του. Όλοι το απόδωσαν στη μούντζα. Οι καπνοί απ' το χωριό δεν έπαιξαν κανέναν ρόλο.

Παρεμπιπτόντως: η λεχώνα και το μωρό ντύθηκαν με ρούχα που μάζεψαν όπως όπως οι υπόλοιποι κάτοικοι του χωριού. Που ολονών τα σπίτια είχαν καεί...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Απόψεις; Ιδέες; Αντιρρήσεις; Παραλλαγές;
Όλα ευπρόσδεκτα.