24 Δεκεμβρίου 2013

Χριστουγεννιάτικα έθιμα

Να δώσω κι από δω τις ευχές μου στις Ευγενίες. Έχω δυο κουμπάρες μ' αυτό το όνομα. Είναι οι νονές των παιδιών μου που βαφτίστηκαν την ίδια μέρα, από διαφορετικές νονές που είχαν και οι δυο αυτό το όχι και τόσο συνηθισμένο όνομα. Προχωράω παρακάτω.
Χριστούγεννα αύριο. Οι ετοιμασίες δίνουν και παίρνουν. Τα παιδιά βγαίνουν για τα κάλαντα, οι γαλοπούλες (πρέπει να) έχουν ξεκινήσει να ετοιμάζονται για να μαγειρευτούν για το βραδινό γιορτινό τραπέζι, τα δώρα έχουν αγοραστεί. Όλα αυτά (μα όλα) που περιέγραψα μέχρι τώρα, είναι ξένα για μένα. Τίποτα απ' αυτά δεν μου θυμίζει τα Χριστούγεννα των παιδικών μου χρόνων στο χωριό. Και δεν είναι πολύ. Μόλις πριν καμιά πενηνταριά χρόνια. Δεν ξέρω πώς έκανα συγκρίσεις, κι αποφάσισα να κάνω ένα ταξίδι στα παλιά για να τα θυμηθώ και με την ευκαιρία να τα καταγράψω.

Εν αρχή ην ο στολισμός. Υπήρχε χριστουγεννιάτικος στολισμός; Γιατί να μην υπάρχει. Έβγαιναν τα καλά τραπεζομάντιλα, και στολίζονταν στα τραπέζια όχι αυτά που θα τρώγαμε, αυτά που βλέπαμε) οι καλές οι κουρτίνες, κάνα καλό σκέπασμα στο κρεβάτι και πάει λέγοντας. Ο πρώτος στολισμός ήταν του σπιτιού με διαφορετικά, όχι καθημερινά υφάσματα. Από κει και πέρα το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ένα κλαδί από πεύκο ήτανε. Που το στολίζαμε την παραμονή των Χριστουγέννων. Και μιας και η μέρα ήταν εργάσιμη, έπρεπε να θυμηθείς να κόψεις όταν περνάς από πεύκο. Και θυμάμαι μια χρονιά που γυρίσαμε νωρίς στο σπίτι γιατί έβρεχε και δεν είχαμε κόψει κανένα κλαδί. Κι έτρεχε ο πατέρας μου να βρει που θα κόψει έναν πεύκο (κι ενώ είχε πεύκα στο σχολείο, δεν νομίζω να πήγε από κει, δεν ξέρω το λόγο). Αργότερα βγήκαν τα "ψεύτικα" τα έτοιμα πλαστικά δηλαδή κι ησυχάσαμε απ' το να ψάχνουμε.

Το δέντρο στολιζόταν από μπάλες που ήταν γυάλινες και σπάγαν εύκολα. Ήθελε μεγάλη προσοχή. Επίσης αγγελάκια, αστεράκια, πουλάκια και διάφορα άλλα τέτοια στολίδια, πλαστικά συνήθως ή χάρτινα. Και φωτάκια. Με λαμπάκια βιδωτά, μεγάλα. Δεν ξέρω πότε ήρθε το έθιμο για το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Στην εποχή μου είχε φτάσει μέχρις εμάς. Την εκδοχή να το έφεραν οι Βαβαροί του Όθωνα τη βλέπω λογική, στο Μόναχο τα χριστουγεννιάτικα μπιχλιμπίδια τα έχουν κάνει επιστήμη με τις ειδικές χριστουγεννιάτικες αγορές που στήνονται.

Κι επειδή ακούγονται διάφορα για καραβάκια και τέτοια (πως στολίζονταν, στα νησιά τουλάχιστον) μα η Μυτιλήνη νησί είναι. Αλλά καραβάκια δεν ξέρω να στόλιζε κανένας. Κι αν το καλοσκεφτούμε, έχω μερικές απορίες για το θέμα: Ποιος στόλιζε καραβάκι; Ποιος είχα τόσο μεγάλο καραβάκι που να στολίζεται και να φαίνεται ως χριστουγεννιάτικος στολισμός; Και με τι τα στόλιζαν; Γιατί ωραίες οι γιρλάντες με τα φωτάκια που μπαίνουν τώρα, αλλά το ηλεκτρικό είναι πρόσφατη σχετικά ανακάλυψη (κι η διάδοσή του σε κάθε χωριό της Ελλάδας, έγινε τη δεκαετία του 60). Από πού βγαίνει λοιπόν το καραβάκι; Αγνοώ.

Τα κάλαντα τα λέγαμε ανήμερα τα Χριστούγεννα. Και τα λέγαμε σε κάθε σπίτι χωρίς να ρωτάμε. Αφού τρώγαμε την ώρα μας να τα πούμε, χτυπάγαμε και ζητάγαμε το ρεγάλο μας. Κι είχαμε μαζί μας ένα δίσκο ή κάτι τέτοιο για τα χρήματα κι ένα καλάθι για τα καλούδια που μας φιλεύανε. Πορτοκάλια, μανταρίνια, μελομακάρονα και τέτοια. Όλα ανακατεμένα μέσα στο καλάθι, γίνονταν ένα χαρμάνι άλλο πράμα. Όλα τα πιτσιρίκια στο δρόμο. Ο ανταγωνισμός μεγάλος. Έτσι, μια χρονιά, αποφάσισα να βγω την παραμονή. Το βράδυ εννοείται (αφού το πρωί όλοι έλειπαν στις ελιές). Στην αρχή ήταν έκπληξη. Αλλά το ρεγάλο έπεφτε κανονικά και με το παραπάνω. Τον επόμενο χρόνο πληθύναμε αυτοί που βγήκαμε την παραμονή και σιγά - σιγά έγινε καθεστώς. Ε, μετά έφυγα και τώρα δεν ξέρω τι κάνουνε και πότε τα λένε. (Ένας άλλος λόγος ήταν η δυσκολίες για τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς, αλλ' αυτά είναι άλλη ιστορία).

Από φαγητό, όπως έγραψα και ξαναέγραψα, η παράδοση ήθελε χοιρινό και όχι γαλοπούλα. Πολύ χοιρινό όμως. Η νηστεία ήταν καθεστώς. Όλες τις προηγούμενες (40) μέρες, υπήρχε νηστεία και μάλιστα αρκετά αυστηρή, ειδικά προς το τέλος. Και το τέλος της ήταν τη μέρα των Χριστουγέννων. Όχι την παραμονή. Φαγητό, μετά την εκκλησία! Και τη μέρα τα Χριστούγεννα η λειτουργία γινόταν πολύ πρωί. Η πρώτη καμπάνα χτύπαγε στις πεντέμισι. Και εφτάμισι, οχτώ παρά είχε τελειώσει. Γυρίζοντας στο σπίτι ξεκινούσε η διαδικασία του πρώτου φαγητού που δεν θα ήταν νηστίσιμο μετά από πολύν καιρό.

Πρώτη δουλειά, ν' αναφτούν κάρβουνα. Και να ψηθούν μπριζόλες. Με το κρεμμυδάκι τους, με το νεραντζάκι τους και με τα όλα τους. Χωρίς τίποτα άλλο για συμπλήρωμα (εκτός από ψωμί). Δεν θυμάμαι ούτε καν να είχε σαλάτα! Κι αν δεν είχαμε βρει νεράντζια απ' την προηγούμενη, άντε να τρέξεις να βρεις. Συνήθως, έτρεχα εγώ. Στον κήπο της εκκλησίας, απ' τα λίγα μέρη που οι νεραντιζές δεν είχαν μπολιαστεί και δεν είχαν γίνει πορτοκαλιές ή μανταρινιές κλπ. Πρωί πρωί το χωριό ολόκληρο μύριζε τσίκνα. Τα παιδιά τρώγαμε γρήγορα και φεύγαμε. Κι όταν λέγαμε τα κάλαντα, πολλούς τους πετυχαίναμε στο φαγητό ακόμα. Τελειώνοντας, οι άντρες την έκαναν για το καφενείο, έτσι ήταν το στοίχημα ποιος θα προλάβει να μπει στο καφενείο πρώτος να πει τα κάλαντα. Απ' την άλλη, όλο και κάποιος καινούριος θα υπήρχε και στους επόμενους.

 Για μεσημέρι πάλι χοιρινό είχε. Αλλά τώρα, μαγειρευτό. Με σέλινο που είναι της εποχής. Την προηγούμενη μέρα, μανάβης και χασάπης είχαν ανταγωνισμό να διαφημίζουν το προϊόν του ο καθένας: Σέλινο για το γουρούνι ο ένας, γουρούνι για το σέλινο απαντούσε ο άλλος. Νεράντζι έμπαινε και στο σελινάτο, αν και όχι με τόση επιμονή όπως στις μπριζόλες. Αν είχε περισσέψει απ' το πρωί. Αλλιώς, σκέτο λεμόνι.

Αυτά ήταν γίνονταν τα Χριστούγεννα πριν μόλις καμιά πενηνταριά χρόνια. Δώρα, δεν είχε, τα δώρα τα έφερνε ο Αγιοβασίλης κι όχι κάποιος άλλος περίεργος άγιος. Αλήθεια, ποιος είν' αυτός που μετράνε αντίστροφα τα παιδάκια στη διαφήμιση της τηλεόρασης; Α! μέχρι τα Χριστούγεννα λένε. Σωστά, αλλά για τα δώρα. Αλλ' αυτό είναι άλλη ιστορία...

1 σχόλιο:

  1. Τα μελομακάρονα (φοινίκια τα λέγαμε) ήταν το γλυκό των ημερών. Ίσως δεν φαίνεται και πολύ στο παραπάνω κείμενο, αλλά ναι, χρειάζεται να το πω κι αυτό. Κι οι κουραμπιέδες βέβαια, αλλά αυτό ήταν το κυριλέ γλυκό, σε λίγα σπίτια υπήρχαν. Ενώ χωρίς φοινίκια δεν υπήρχε κανένα σπίτι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Απόψεις; Ιδέες; Αντιρρήσεις; Παραλλαγές;
Όλα ευπρόσδεκτα.