06 Αυγούστου 2020

Φυματικά πρωταξέλια

Πρωταξέλια λέγονταν τα παιδιά που πήγαιναν στην πρώτη δημοτικού. Αν λέγονται ακόμα, δεν ξέρω. Αλλά η πρώτη η δική μας ήταν περιπετειώδης. Όχι η αρχή της (που εγώ έτρεχα χαρά χαρούμενος να πάω στο σχολειό επιτέλους ενώ άλλους τους έφερνε η μάνα τους σέρνοντας και κλαίγοντας) αλλά η συνέχειά της. Γιατί ήταν μια δύσκολη χρονιά για όλους τους μαθητές του δημοτικού σχολειό Πλαγιάς (και για όλο το χωριό κατά συνέπεια). Το σχολείο ήταν τριθέσιο πράγμα που σημαίνει πως υπάρχουν τρεις θέσεις δασκάλων και τα μαθήματα γίνονται με συνδιδασκαλία των τάξεων. Η Α' και Β' ήμασταν όλοι μαζί στην ίδια αίθουσα, η Γ' και Δ' μαζί και άλλη μια η Ε' και ΣΤ'.

Συνδιδασκαλία γινόταν σε κάποια μαθήματα ενώ άλλα δεν ήταν βέβαια εφικτό. Μπορεί π.χ. να κάναμε πρώτα την ιστορία της Δ' και τον επόμενο χρόνο της Γ' αλλά τα μαθηματικά (και όχι μόνο) δεν μπορούσε να γίνουν μ' αυτόν τον τρόπο. Απλά, την ώρα που η μια τάξη έκανε μαθηματικά, η άλλη είχα να απασχοληθεί με κάποια εργασία. Και μπορεί να χρησιμοποιώ παρελθοντολογικό χρόνο, όμως αυτό το σύστημα ισχύει σε όλα τα "ολιγοθέσια", όπως λέγονται, σχολεία, τα σχολεία δηλαδή που οι δάσκαλοι είναι λιγότεροι από έξι (άντε από 5, δεν ξέρω αν υπάρχουν πενταθέσια σχολεία). Στα σχολεία αυτά ένας δάσκαλος είναι διευθυντής και συνήθως κάνει μάθημα "στους μεγάλους". Επειδή υπάρχουν διαφοροποιήσεις στο ωράριο ανάλογα με τα χρόνια υπηρεσίας κάποιος απ' τους άλλους μπορεί να κάνει μάθημα στους μαθητές του διευθυντή (τώρα που υπάρχουν και ειδικότητες στα δημοτικά τα πράγματα είναι πιο εύκολα - αν και στα ολιγοθέσια δεν είναι σίγουρο πως θα φτάσουν οι ειδικότητες).
Στο χωριό διευθυντής και δάσκαλος των μεγάλων τάξεων ήταν ο Δημήτρης Σκαρλάτος που από δω καταγόταν κι εδώ είχε την οικογένειά του (κι αργότερα συνέχισε ο γιος του Γιώργος). Τις μικρές τάξεις τότε τις είχε η δασκάλα η Τούλα (Υακίνθη Παπαευαγγέλου τ' όνομά της - όταν μεγαλώσαμε μας ακολούθησε κι έτσι είχα την ίδια δασκάλα τέσσερα χρόνια, ή περίπου γιατί έφυγα για λίγο εγώ). Από την Μυτιλήνη ήταν η γυναίκα κι είχε εγκατασταθεί στο χωριό με τη μαμά της κι έμεινε εδώ αρκετά χρόνια. Για τις μεσαίες δεν υπήρχε μόνιμος δάσκαλος. Εκείνη τη χρονιά (1965) τοποθετήθηκε ένας δάσκαλος από τη Γέρα, ο Μαγκούρας (αυτό ήταν το επώνυμό του). Ήρθε κι αυτός στο χωριό, νοίκιασε σπίτι, έφερε την οικογένειά του κι η χρονιά ξεκίνησε (στην φωτογραφία της αρχής που είναι όλη η Α' και η Β' της χρονιάς εκείνης φαίνεται και η κόρη του, τρίτη από δεξιά, που αν και μικρότερη την έφερνε στο σχολείο)..
Κατά το Φλεβάρη του 66 άρχισαν τα παιδιά να εμφανίζουν ψηλό πυρετό. Στην αρχή δεν δόθηκε ιδιαίτερη σημασία, όμως το φαινόμενο ήταν μαζικό κι εντοπισμένο σε μαθητές της τρίτης και της τετάρτης τάξης. Κι επειδή οι γιατροί ήξεραν το μυστικό, ήρθε η διάγνωση: Φυματίωση! Το μυστικό ήταν πως ο δάσκαλος ήταν φυματικός και μάλιστα ενεργός. Το ήξερε η υπηρεσία του, το ήξεραν οι γιατροί όμως κανένα μέτρο προφύλαξης (και το θυμήθηκα προχτές που γινόταν συζήτηση για τις μάσκες που είναι στην επικαιρότητα).
Αρρωστήσαμε όλοι. Εμείς οι μικροί σταθήκαμε πιο τυχεροί και ήμασταν σε καλύτερη κατάσταση. Οι μαθητές του πέρασαν πολύ δύσκολα, αλλά δύσκολα πέρασαν και κάποιοι απ'τους μεγάλους γιατί τους έκανε κάποιες ώρες τη βδομάδα μάθημα (να αντισταθμίσει το ελαφρύτερο ωράριο του διευθυντή). Βέβαια, όλ' αυτά το 66 που υπήρχε ήδη η πενικιλίνη. Και χάρη σ' αυτή η φυματίωση δεν ήταν πια ο μεγάλος βραχνάς των προπολεμικών χρόνων.
Τα μαθήματα διακόπηκαν. Πώς να γίνουν μαθήματα χωρίς μαθητές. Αρκετοί μεταφέρθηκαν στο Σανατόριο της Πεντέλης. Θυμάμαι ακόμα τη μέρα που τους πήρε το λεωφορείο να τους πάει στη Μυτιλήνη κι από κει πλοίο κλπ. Είχαν μάλιστα σκαρώσει κι ένα τραγούδι που έλεγαν κατά την αναχώρηση:
Ο Μαγκούρας απ' τη Γέρα,
έφερέ μας τη χολέρα.
Πάμε τώρ' α γιατρευτούμε
κι ύστερα θα ξηγηθούμε.
Τι να ξηγηθούμε, ο δάσκαλος έφυγε (τον έφυγαν εσπευσμένα) και δεν τον ξαναείδαμε. Στην Αθήνα έμειναν τα παιδιά για κάμποσο καιρό ενώ οι υπόλοιποι χαπακωνόμασταν για κάπου δυο χρόνια και παράλληλα κάναμε τακτικότατα εξετάσεις (ακτινογραφίες και τέτοια) να δούμε πως η φυματίωση υποχωρούσε μέχρι να εξαλειφθεί κάθε σκιά στους πνεύμονές μας.

Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά, όταν παρουσιάστηκα στο στρατό μας έκαναν τεστ για φυματίωση (το γνωστό( ; ) Μαντού - Mantoux). Το τεστ είναι μια αντίδραση του δέρματος. Αν κοκκινίσει πάει να πει πως υπάρχει ή υπήρξε φυματίωση. Αν όχι, δεν υπάρχουν αντισώματα και προχωράνε σε εμβόλιο (πάντα προηγείται το τεστ αυτό πριν γίνει εμβόλιο για φυματίωση). Εμένα ίσα που κοκκίνισε, δεν ήταν έντονο. Πάμε για έλεγχο και λέω στο στρατιώτη - γιατρό πως είμαι εντάξει και δεν χρειάζομαι εμβόλιο. Μπα, μου λέει με τόσο λίγο κοκκίνισμα δεν υπάρχει τίποτα. Και μου πατάει τη βελόνα. Μα, του λέω, έχω περάσει φυματίωση, έτσι κι έτσι. - Από πιο χωριό είσαι; - Από την Πλαγιά. "Α! είσ' απ' αυτούς που αρρώστησαν τότε. Ναι, δεν χρειαζότανε, αλλά, έλα μωρέ, δεν πειράζει, δεν παθαίνεις τίποτα που το έκανες". Ο γιατρός ήταν κι αυτός απ' τη Γέρα κι είχε ακούσει την ιστορία μας.

Τον καιρό εκείνο τρώγαμε στο σχολείο φαγητό που φτιαχνόταν εκεί. Το πρωί γάλα με μαργαρίνη και μαρμελάδα (ποιος έπινε γάλα σκόνη όταν οι περισσότεροι είχαν γάλα από δικιά τους κατσίκα) και το μεσημέρι κάτι θα μας φτιάχνανε (το πιο συνηθισμένο θυμάμαι το πληγούρι που δεν μ' άρεσε). Μετά την μαζική ασθένεια το φαγητό αναβαθμίστηκε. Το μαγείρεμα το ανέλαβε εθελοντικά κάποια κυρία - μητέρα μαθήτριας  που ήταν γνωστή σαν καλή μαγείρισσα - για το σπίτι της βέβαια, αλλά τα κατάφερε μια χαρά και στη μαζική εστίαση καμιά πενηνταριά παιδιών.

Τα μαθήματα μάλλον δεν ξανάγιναν κανονικά για 'κείνη τη σχολική χρονιά. Πάντως στο τέλος της χρονιάς ανεβάσαμε κάποια θεατρικά, απ' τα οποία και οι παραπάνω φωτογραφίες. Οι πρώτες δυο είχαν να κάνουν με ένα σκετς που οι μαθητές λένε στη δασκάλα τους (μαθήτρια της έκτης) τι θα γίνουν όταν μεγαλώσουν. Εγώ θα γινόμουν πολιτικός μηχανικός και δείχνω τα σχέδια που είχα (εδώ βοήθησε η δουλειά του πατέρα μου κι έτσι είχα σχέδια πραγματικά). Το δεύτερο ήταν κάτι με λουλουδάκια και μελισσούλες, εγώ ήμουν απ' τους κισσούς, δεν θυμάμαι τι γινόταν στην ιστορία, είχε να κάνει με κήπο; μπορεί. Το τρίτο είναι το κλασσικό παραμύθι της Χιονάτης με τους επτά νάνους. Σοφός νάνος εγώ, πρώτος στη σειρά, φοράμε ρούχα που τα είχε ράψει η μάνα μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Απόψεις; Ιδέες; Αντιρρήσεις; Παραλλαγές;
Όλα ευπρόσδεκτα.