Η αρχή έγινε με την ντοπιολαλιά των Θερμιών (Κύθνου) που ετοίμασε ο Δημήτρης Μαρτίνος. Ο Νικοκύρης εκεί έκανε πρόσκληση σε όποιον ήθελε να προσθέσει και τα δικά του, από την περιοχή του κι έτσι υπήρξε συνέχεια με τη Σιφνέικη από το σχολιαστή με το χρηστώνυμο Κουτρούφι. Μιας και την εποχή εκείνη ήμουνα στο χωριό σκεφτόμουνα διάφορες λέξεις που θα μπορούσαν να περιληφθούν σε μια παρόμοια δουλειά για τη διάλεκτο του Πλωμαριού και των χωριών του (όσο κι αν υπάρχουν διαφορές, σε γενικές γραμμές είναι κοινή). Βέβαια, ούτε γλωσσολόγος είμαι, ούτε φιλόλογος κι έτσι από ετυμολόγηση δεν έχουμε, αν και είναι σίγουρο πως πολλές έχουν τουρκική αρχή. Εν τω μεταξύ, με το που τα ετοιμάζω, να και διαλεκτικά του Ξηρόμερου από τον Αλέξη! Εκεί ο Νικοκύρης θυμήθηκε πως παλιότερα είχε βάλει κι Αμοργιανά.
Οι λέξεις που θα παρουσιάσω είναι λέξεις που είτε έχουν χαθεί (εγώ επειδή έχω φύγει αρκετά χρόνια - μου λένε ότι - έχω κρατήσει την παλιά μορφή της γλώσσας) είτε είναι κοινές με άλλες περιοχές αλλά έχουν ειδική σημασία. Τον τελευταίο καιρό βοήθησα να ετοιμαστεί ένα σχετικό βιβλίο (είναι σε διαδικασία εκτύπωσης) αλλά οι λέξεις που διάλεξα δεν είν' από κει παρμένες (αν και σίγουρα θα υπάρχουν εκεί πολλές αν όχι και όλες). Τη σημασία τους την έχω από τα χρόνια που έζησα εκεί (μέχρι τα 18 μου, το 1977). Από τότε πάω τα καλοκαίρια, αλλά η γλώσσα έχει αρχίσει ν' αλλάζει. Όμως η απουσία μου έχει το καλό να κρατάω τις παλιές λέξεις και εκφράσεις, πολλές φορές με κοιτάνε παραξενεμένοι που τις χρησιμοποιώ.
Για ξεκίνημα να πω πως στην περιοχή συνηθίζεται η μετατροπή του τ σε κ και του κ σε τσ. Έτσι θυμάμαι να γράφει κάποιος παλιά στο "Δημοκράτη" (εφημερίδα της Μυτιλήνης): Θα γίνου σαν τ'ς Πλουμαρίτις. Θε λέγ' του στήλου - σκήλου τσι του σκύλου - στσύλου. Θα λεγ' του τυρί - κυρί τσι του κηρί - τσηρί. (ναι, ξέρω πως για ν' ακουστούν οι ήχοι έτσι όπως βγαίνουν από μας δεν είν' εύκολο. Το τσ ας πούμε στα παραπάνω είναι παχύ. Υπάρχουν δυο τριών λογιών λ ή ν και πάει λέγοντας). Ο φίλος μου ο Γιάννης απ' τα Τρίκαλα (αλλά και άλλοι Θεσσαλοί) μου λέει πολλές φορές πόσο όμοια του φαίνεται η διάλεκτος η δικιά μας με τη δικιά τους! Το λέει ο Γιάννης γιατί συνηθίζουμε να κόβουμε τα φωνήεντα; Εμ τα κ τσ κλπ πώς τα ακούει; π.χ. "πικ’νό φικ’νό τσι φκ’νό" (=πετεινό φετινό και φτηνό) ή "ακή μ’ τσ' απακή μ’, πάκ’σα του κακί μ’" (= απ' εαυτού μου και μόνο πάτησα το γατί μου).
Η πλάκα είναι πως παλιότερα υπήρχαν αρχαιοελληνικές λέξεις που είχαν επιβιώσει στη γλώσσα μας αλλά χάθηκαν και άλλαξαν με σύγχρονες της κοινής ελληνικής. Η θεια μου η Αμερσούδα (όχι αυτή του τραγουδιού αλλά όντως θεία μου, αδερφή της γιαγιάς μου) συχνά έλεγε "πιασ' μουρί του χλιάρ από τ' αρμάρ" (=πιάσε το κουτάλι απ' το ντουλάπι). Σήμερα δεν ακούγεται ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Επίσης να διευκρινίσω πως έβαλα άρθρα στα ουσιαστικά αλλά τα άρθρα είναι της ΚΝΕ. Γιατί στο χωριό τα πράγματα είναι διαφορετικά. Αντί για ο έχουμε η ή γι, αντί για το έχουμε του.
Αλλά πολλά έβαλα στην εισαγωγή, ας δώσω και τα παραδείγματα απ' το λεξιλόγιο που έλεγα.
ακριβός: ο τσιγκούνης (ίσως και πανελλήνιο αφού ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ' αλεύρι)
αλπούτζα η, - παλβάν το: Το σκοινί που δένουν τα πόδια των ζώων για να μην μπορούν να τρέχουν, να φεύγουν κλπ. Η αλπούτζα είναι για όλα τα ζώα, του παλβάν για άλογα, γαϊδούρια και τέτοια, πιο μεγάλη και συνήθως με πανί ή δέρμα στις άκρες. Χρησιμοποιείται και για να μάθουν να περπατάνε σωστά. Τελευταία, μέσα από διαφήμιση φιλοζωικής, έμαθα μια άλλη λέξη για τη διαδικασία αυτή: παστούρωμα (αυτό που εμείς λέμε αλπούτζουμα). Πολλές φορές συνδυάζεται με το μιτάνσμα, δέσιμο του μπροστινού ποδιού με το κεφάλι. Αλπούτζα και η τρικλοποδιά.
βιζινέ: ακριβώς (ζγιάζ βιζινέ και μεταφορικά αυτός που είναι ακριβοδίκαιος, του ρολόγ παγαίν βιζινέ)
[βεζινές είναι η ζυγαριά ακριβείας, μία από τις Λέξεις που χάνονται:
Ο βεζινές ή βεζενές ή βεζνές είναι η ζυγαριά, και ειδικότερα η πλάστιγγα ακριβείας που χρησιμοποιούσαν παλιότερα οι αργυρομοιβοί για νομίσματα και πολύτιμους λίθους. Επίσης, η μικρή πλάστιγγα του μπακάλικου: «Αν η ποσότητα του είδους που αγοράζαμε ήταν μικρή, ο μπακάλης το έβαζε με μια μικρή σέσουλα σε χαρτοσακούλα και το ζύγιζε στο βενεζέ με τα δράμια που υπήρχαν πάνω στον πάγκο» (Διαδίκτυο). Υπάρχει και ως επώνυμο. Από το τουρκικό vezne.
Η λέξη κοντεύει να ξεχαστεί, φυσικά, αλλά κάποτε θα ήταν πανελλήνια. Την είχε χρησιμοποιήσει ο Αδαμάντιος Κοραής σε μια πολύ γνωστή επιστολή του, που έστειλε νεαρός από το Άμστερνταμ στους συνεταίρους του: «ο φρόνιμος άνθρωπος δεν πρέπει να είναι κανταρτζής […] το καντάρι ποτέ σωστά δεν ζυγίζει, αλλά πρέπει να είναι σαράφης με τον πολίτικον βεζινέν εις τον κόλπον, να ερευνά τα πράγματα κατά βάθος».
Την ίδια αντιδιαστολή ανάμεσα στις ζυγαριές που ζυγιάζουν μεγάλες ποσότητες και στον βεζινέ τη βρίσκω και σε κρητικό στιχούργημα του Φραγκούλη (στην Κρήτη η λέξη ακόμα ακούγεται): «στσι παντρεμένες καμπανό κι απόκου ν’ αξαγιάζω / στσι λεύτερες το βεζινέ, στο ζύγι να μη σφαίρνω». Ο καμπανός, όπως και το καντάρι, είναι ζυγαριά για οκάδες, όχι για γραμμάρια.]
βιρχανές: τεράστιος χώρος (δωμάτιο, αποθήκη κλπ)
[Κι αυτό το έχω στις Λέξεις που χάνονται
Βιρανές, βιράνι ή βεράνι είναι το ερείπιο, το ερειπωμένο σπίτι, αλλά και το οικόπεδο που απομένει όταν ένα σπίτι έχει πέσει ή καεί, και κατ’ επέκταση το άχτιστο οικόπεδο. Δάνειο από το τουρκικό viran, virane, περσικής αρχής, η λέξη ακουγόταν παλιότερα σε αρκετές περιοχές του ελλαδικού χώρου]
γεμ το: το "καλό" φαγητό των ζώων (κριθάρι, καλαμπόκι και τέτοια σ' αντίθεση με το άχυρο). Και στη φράση "κόψι τ' τα γέμια" προτροπή να περιορίσει κάποιος τις παροχές.
[Στο ΙΛΝΕ, λήμμα «γέμι»: από τούρκικο yem]
γκατζνιά η: χεριά, χούφτα από κάποια είδος (μια γκατζνιά σταφίδις)
γκντω: σπρώχνω, σκουντώ. Κι αν δεν φαίνεται να έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον αφού εύκολα καταλαβαίνει κάποιος μη Πλωμαρίτης το τι σημαίνει το βάζω γιατί μ' αρέσει ο διάλογος: "μη μι γκντάς" - "γω σι γκντω; μι γκντουν τσι γκντω")
δαμασκίνου: μαλακώνω, ωριμάζω, σιτεύω. Προστροπή "ε, μην ανιγκάζισι. Ας του να δαμασκίν κουμάκ"
καρπάν το: το πανί που κρέμαγαν μπροστά στο τζάκι. Κι επειδή η φωτιά πέταγε διάφορες σπίθες και το πανί αυτό καιγόταν σε διάφορα σημεία κι είχε τρύπες, μεταφορικά λεγόταν ότι κάτι έχει γίνει καρπάνι ότι δηλαδή έχει κουρελιαστεί.
καρτσιλή η: πρόχειρο υπόστεγο με κλαδιά. Συνήθως από πικροδάφνες (αρουδάφνις)
κασκαβάλ το: κεφάλι τυριού, συνήθως λαδοτύρι. Μου έκανε τρομερή εντύπωση που την ίδια λέξη έχουν για το τυρί στα Βουλγάρικα.
καφούτς το: καβούκι αλλά και γενικότερα κέλυφος. Π.χ. για τη γαρίδα αλλά και για το ρολόι της ΔΕΗ (που το καλοκαίρι χρειάστηκε να το αλλάξω κι έτσι έβαλα κι αυτή τη λέξη!)
κλιώστρα η: μοιρολογίστρα, γυναίκα που πήγαινε εκεί που είχαν πεθαμένο και τον έκλαιγε
κόλντιμίρ το: έτσι με δυο τόνους. Η (σιδερένια) μπάρα πίσω απ' την πόρτα που μπαίνει διαγώνια απ' τον τοίχο προς την πόρτα (κι άρα δεν μπορεί ν' ανοίξει η πόρτα με σπρώξιμο). Συνήθως το ένα φύλλο της πόρτας έτσι, ενώ το άλλο έκλεινε κανονικά. Άλλα κλεισίματα τσάγκρα (η) και παράγκ (το, υποκοριστικό παραντέλ). Η πρώτη σύστημα με κινητή γλώσσα, μπορείς απ' έξω να πατήσεις για ν' ανοίξει. Το δεύτερο ένα σίδερο με μύτη που μπαίνει σε θηλιά και κλείνει μόνιμα συνήθως πόρτα - κάσα. Μάνταλο, λέει ο κος Αριστείδης Στεργέλλης στο υπό έκδοση λεξικό που αναφέρω στην αρχή. Κι από κει βρήκα και φωτογραφία ενός είδους (το άλλο ήταν πλατύ).
κουβάν το: η κυψέλη αλλά και το μελίσσι μιας κυψέλης.
κουγκτζέλα η: κουκουνάρα (από πεύκο). Που όταν ήταν ακόμα κλειστή τη χρησιμοποιούσαν και για βούλωμα στο κουμάρι κι έτσι μεταφορικά το τάπωμα. "Θα σ' βάλου κουκτζέλα στου στόμα ς" για όποιον έλεγε πολλά.
κόφτου: εκτός από το προφανές κόβω σημαίνει και τρέχω (κι είναι πιο συνηθισμένο).
λιόμι: γυρίζω (συνήθως άσκοπα). Το ρήμα είναι γνωστό από διάφορα τραγουδάκια:
"λιομ, λιομ ουλ μέρα, έ ντου βρα του μλαρ,
σκ Αγκαθηρή τ' αφήκα να φα κουμάκ χουρτάρ"
ή το πιο γνωστό μιας κι υπάρχει στο τραγούδι για τη Μυτιλήνη που τραγουδάει κι η Βέμπο:
Γι μπάρμπας ιμ ι Νκόλας
έχασι δυο κακνιά
κύφλις τσι μούτζις νάχει
όποιους τα δωσ ξανά
Λιόνταν τσι τα γύριβγι
τς άλλους τα μαγίριβγι
μαραφέτι το: εργαλείο, σύνεργο
ματσίζου: κόβω σε ψιλά κομμάτια κρέας για κιμά ή κρεμμύδι κλπ
μοδ: μέτρο σοδιάς. Ένα μόδι είναι 500 οκάδες ελιές και τα κτήματα υπολογίζονται με τη δυνατότητα απόδοσής τους σε μόδια (τα δυο χρόνια)
μι του νιμπέκ: λίγο λίγο, με το σταγονόμετρο
[Στα μέινστριμ μυτιληνια είναι το νιμπέτ, που είναι τούρκικο δάνειο (nobet) Με το νιμπέτ = με τη σειρά, πχ στη βρύση για νερό. Από εκεί κι η σημασία του λίγο-λίγο]
νταμ το: αποθήκη σε κτήμα ή αγροικία μικρού μεγέθους σ' αντίθεση με τον πύργου όπως λέγεται ένα σπίτι που βρίσκεται σε αγρόκτημα. Κι γι κότσνους πύργους, ένα εξοχικό σπίτι με κόκκινα τούβλα απέξω που είναι σημείο αναφοράς στο δρόμο Μυτιλήνης - Πλωμαριού.
[Είναι λέξη που χρησιμοποιείται πολύ στη Λέσβο και τη βρίσκουμε και σε πολλούς μυτιληνιούς συγγραφείς αλλά και σε τοπωνύμια. Στα ντάμια διανυκτέρευαν οι οικογένειες όταν γινόταν το μάζεμα της ελιάς ή για εξοχή.
Από το τουρκικό dam, που θα πει καλύβα, στάβλος αλλά και στέγη. Πολύ συχνή, όπως λέει ο Γιάννης, στο νησί -άλλη φορά θα πούμε για το Ντάμι της Τσερκέζας- αλλά δεν είναι μόνο μυτιληνιά λέξη. Το πιο αστείο είναι πως τη χρησιμοποιεί και η Διδώ Σωτηρίου στα Ματωμένα χώματα, στη φράση «Εργάτες με χαμαλίκες* στην πλάτη μπαινοβγαίνανε από το πίσω πορτί, όπου ήταν το ντάμι», και το σχολικό βιβλίο δίνει την εξήγηση: ντάμι = ζυγαριά, που κουτσοταιριάζει στα συμφραζόμενα αλλά ΔΕΝ είναι σωστή!]
ντιγμιντέ: αμφίβολο (ντιγμιντέ να φας κουλιό, για κάτι που υπάρχουν αμφιβολίες πως θα πραγματοποιηθεί. Ο Νίκος εικάζει πως είναι δεύτερος στίχος παροιμίας. Μάλλον, αλλά τον πρώτο δεν τον θυμάμαι γιατί δεν χρησιμοποιείται πια).
[Κι όμως τη θυμήθηκα την παροιμία: Παλαμίδα ρέγισι, ντεϊμεντέ να φας κολιό, που λέγεται για όποιον έχει μεγάλες προσδοκίες, αφού η παλαμίδα είναι εκλεκτότερο ψάρι -το πολύ πολύ να φάει κολιό]
παγιαυλί (παγιαυλέλ) το: η σφυρίχτρα. Ονομαστά τα παγιαυλέλια τς Αγιάσους, κεραμικά που βάζεις μέσα νερό και ακούγεται ήχος σαν κελάηδημα
πατς τσι πόστα: μία η άλλη Τα 'φιρα πατς τσι πόστα, ή αλλιώς ίσα βάρκα ίσα πανιά!
ρέζιγου: κρίσιμη ή επικίνδυνη κατάσταση Τα πράματα είναι ρέζιγα για μια κατάσταση που δεν ξέρει κανείς που θα βγάλει.
σγάφτου: χτυπώ αλλά και πληρώνω χρέος (έσγαψα τουν ΕΝΦΙΑ). Σε βάφτιση που η νονά ήταν απ' τον Τρίγονα μεν αλλά έμενε στην Αμερική, τελειώνοντας λέει ο παπα-Φώτης: "Ίσα μουρί σγάφτι τς. Πού θα λιώμι ίστιρ' α σι τσνιγώ". Λες κι υπήρχε περίπτωση να μην πληρώσει η γυναίκα...
σκαμπίλ το: εκτός απ' τη σφαλιάρα (α σ σγάψου ένα σκαμπίλ, α δεις τουν ουρανό σφουγκίλ) και παιχνίδι της τράπουλας που παίζεται από δυο ή τέσσερις παίχτες σε ζευγάρια.
στάμα: το μισό μόδι, 250 οκάδες ελιές. Το χρησιμοποιούσαν για να κανονίσουν το άλεσμα μιας κι ήταν μικρότερο μέτρο (αν και συνήθως έφτανε και τα 400 κιλά αντί για 320). Άλλο μέτρημα γινόταν με το γουμάρ, όσο μπορούσε να φορτωθεί ένα ζώο, περίπου 16 καλαθίδες (και κάθε καλαθίδα 8 κιλά ελιές).
στέρνα η: τσίγκινη δεξαμενή αποθήκευσης του λαδιού, συνήθως 500 κιλά αλλά και μεγαλύτερες
στου κιτς: στο όριο. Στου κιτς του πρόλαβα
τατσίδ: πολύ άγουρο (άρα και σκληρό, που δεν τρώγεται) Κι τάκουψις τα τσυδώνια, τατσίδια είν ακόμα.
ταχτέρ ταχτέρ: πολύ νωρίς το πρωί. Κάποτε είχα μεταφράσει στα Πλωμαρίτικα το "τι τηνικάδε αφίξαι ω Κρίτων" σε "κίντα ρε Κριτουνέλ, πώς απού δω ταχτέρ ταχτέρ"
[Είναι το «ταχυτέρου», που το έχουν και οι Κρητικοί αλλά εκεί σημαίνει «αύριο»]
τζούτζου: ζαβολιά (σε παιχνίδι) και τζουτζάρς ο ζαβολιάρης
τσατάλ το: δίχαλο γενικά αλλά και η σφεντόνα (που αποτελείται από δίχαλο ξύλο και λάστιχα)
τσνίγα: κυνήγα αλλά και σαν ουσιαστικό το παιχνίδι κυνηγητό
τσουγκ (τσούντα) η: μυτερή άκρη ίσως από κακό κόψιμο ή σπάσιμο Κι νι φκη η τσούντα σ' φούστα σ;
φθω: υποστηρίζω κάτι να μην πέσει, βάζω ώμο, βοηθώ. Στην κυριολεκτική της φράση είναι στο φόρτωμα των ζώων με τα τσουβάλια τις ελιές. Όταν πέσει το πρώτο τσουβάλι στο σαμάρι πρέπει να φθίσ κάποιος για να μην γείρει το φορτίο μονόπαντα. Αν δεν υπάρχει άνθρωπος διαθέσιμος τον ρόλο αυτό τον αναλαμβάνει η φουρτουκήρα, ένα ξύλο μακρύ που στηρίζει το σκοινί που δένει το τσουβάλι (συνήθως μ' ένα δίχαλο στην άκρη). Μεταφορικά, φθω κάποιον υποψήφιο στις εκλογές (που δεν έχει πολλές ελπίδες).
φρίτζα η: η πέργκολα η σκεπασμένη συνήθως από κλίμα
χαβούζα η: δεξαμενή αποθήκευσης νερού για πότισμα του κήπου
χουσκίρα η: το παιχνίδι κρυφτό.
Συ λιγνέ τς ατζιλουμάκ | Ω, εσύ λιγνέ κι αγγελομάτη, |
έβγα στου πιργέλ κουμάκ | βγες στο πυργάκι κομμάτι (=λιγάκι) |
να σι δω μι τόνα μακ | να σε δω με το ένα μάτι |
να πιράσει του μιράκ | να (μου) περάσει το μεράκι |
Μου το θύμισε φίλος: Του τζλουχτίρ που έχει διάφορα σε μυτιληνιές διαλέκτους και ειδικότερα για Πλωμάρι - Αγιάσο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤζλώνου πάει να πει πειράζω (μάλλον απ' το αγκυλώνω).