20 Ιουλίου 2015

Εκείνο το καλοκαίρι (1974)

Ένα περσινό άρθρο του Σαραντάκου για τα στρογγυλά 40 χρόνια από εκείνο το καλοκαίρι και  ειδικά δυο σχόλια της Κυπραίας Λ και του geobartz με τις δικές τους αναμνήσεις ήταν η αφορμή γι΄αυτή την ανάρτηση. Σκέφτηκα να γράψω πώς βίωσα εγώ τα γεγονότα του πραξικοπήματος και της εισβολής στην Κύπρο, της επιστράτευσης και της μεταπολίτευσης στην Ελλάδα. Μόνο που πέρασε ο καιρός και το θέμα έγινε ανεπίκαιρο. Έτσι κράτησα τα λίνκια και το έβαλα στο ράφι να το γράψω το καλοκαίρι, τις μέρες εκείνες,

Εκείνο το καλοκαίρι. Πόσα πράγματα δεν έγιναν. Αλλά θα ξεκινήσω από λίγο πιο μπροστά. Απ’ τα προηγούμενα (ως πολύ προηγούμενα) χρόνια.

Την εποχή εκείνη οι τηλεόραση ήταν στα σπάργανα. Υπήρχαν μεν δυο κανάλια αλλά πόσοι είχαν συσκευή που να τα πιάνουν; Κι από κει και πέρα, ακόμα κι αν είχαν συσκευή, κατά πόσο υπήρχαν οι απαραίτητοι αναμεταδότες για να φτάσει το σήμα; Θυμάμαι την εποχή εκείνη (αρχές δεκαετίας το '70) πως είχε επιστρέψει κάποιος απ’ την Αυστραλία κι έφερε μαζί του και μια τηλεόραση απ’ τις μεγάλες που ήταν σαν έπιπλα. Και σαν έπιπλο τη χρησιμοποιούσε μέχρι το τέλος (υπήρχε και τι θέμα της συμβατότητας των συστημάτων). Εδώ, ακόμα και σήμερα στο χωριό το σήμα φτάνει μετ’ εμποδίων. Κι ενώ υποτίθεται πως όλη η Ελλάδα έχει ψηφιακή κάλυψη, εκεί βλέπουν αναλογικά. Έτσι, ο μόνος τρόπος ενημέρωσης ήταν το ραδιόφωνο.

Το ραδιόφωνο στο σπίτι μας μπήκε μαζί με μένα. Πηγαίνοντας να πάρει ο πατέρας μου τη μάνα μου από το νοσοκομείο της Μυτιλήνης με μένα που μόλις είχα γεννηθεί, είχε μαζί του κι ένα ραδιόφωνο. Το είχε αγοράσει 3.000 δραχμές, τεράστιο ποσό για την εποχή εκείνη. Η αιτιολόγηση ήταν πως τώρα με το μωρό (εμένα δηλ.) δεν θα μπορούσε να πηγαίνει στο καφενείο, θα έμενε με τις ώρες στο σπίτι, κι ήθελε να έχει κάτι να απασχολείται. Η ίδια δικαιολογία (αν και πια το μωρό είχε μεγαλώσει κι είχε φύγει, τότε ήταν τα προβλήματα υγείας το πρόσχημα) όταν πήρε την τηλεόραση. Η πραγματικότητα είναι πως όλα τα χρόνια του δεν έλειψε απ’ το καφενείο. Ακόμα και το χειμώνα πριν φύγει για τις ελιές, αχάραγα ακόμα θα πήγαινε για ένα τέταρτο έστω, να πιει έναν καφέ και να ενημερωθεί για τα νέα της νύχτας :). Κι αν αυτό γινόταν όταν υπήρχε η πίεση της αγροτικής δουλειάς καταλαβαίνει εύκολα κανένας πως τα βράδια ήταν κανόνας.

Όλα τα χρόνια πάντως, μπορεί να πήγαινε στο καφενείο, αλλά για την ενημέρωσή του είχε την εφημερίδα του (την Αυγή) και το ραδιόφωνο. Πολύ περισσότερο όταν μετά την 21 Απριλίου έλειψε η εφημερίδα (κι αντικαταστάθηκε απ’ το ουδέτερο Ρομάντζο, αφού πάντα διάβαζε, ειδικά πριν κοιμηθεί) το ραδιόφωνο έγινε η πηγή των (ουσιαστικών) ειδήσεων. Κι επειδή οι ελληνικοί σταθμοί τότε είχαν μόνο τις ειδήσεις που επέτρεπε (ή επέβαλε) η χούντα, με χίλιες προφυλάξεις για να μην ακούγεται απ’ έξω, το ραδιόφωνο συντονιζόταν σε ελληνικές εκπομπές ξένων ραδιοφωνικών σταθμών. Λονδίνο, Ντόιτσε Βέλε, Μόσχα οι σταθεροί. Και Σόφια με την μουσική εκπομπή «Σάββατο βράδυ, Κυριακή πρωί» που τη θυμάμαι ακόμα. Α! κι η Φωνή της Αλήθειας βέβαια, αλλ’ αυτή δεν ήταν ακριβώς ξένη.

Είχε μάθε να βρίσκει τους σταθμούς στα βραχέα και να συντονίζει το ραδιόφωνο. Στην αρχή υπήρχε πρόβλημα γιατί το Μπι Μπι Σι ήταν την ίδια ώρα (στις 9) με την Ντόιτσε Βέλε. Μετά, η δεύτερη μετακόμισε στις 21:40 κι έτσι τελειώνοντας το Λονδίνο (ήταν μισάωρο) περιμέναμε ένα 10λεπτο ν’ αρχίσει η επόμενη εκπομπή ακούγοντας το μονότονο σήμα (κι εκνευρίζοντας τη μάνα μου).

Με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου η ανάγκη για ενημέρωση μεγάλωσε. Ακούγαμε πως υπήρχε ο ραδιοσταθμός των φοιτητών και προσπαθούσαμε να τον πιάσουμε (είχα αρχίσει να μπαίνω στο παιχνίδι κι εγώ). Εδώ δεν μπορούσε ν’ ακουστεί στις γειτονιές της Αθήνας, περιμέναμε να πιάσουμε σήμα στη Μυτιλήνη. Τζίφος, βέβαια.

Όμως από τότε η χρήση του ραδιοφώνου για ενημέρωση ήταν πολύ πιο τακτική, σχεδόν καθημερινή. Έτσι είχαμε μάθει για τις κινήσεις στην Κύπρο (τις πριν το πραξικόπημα). Στις 15 του Ιούλη τα πράγματα δυσκόλεψαν. Έγινε το πραξικόπημα, ο Μακάριος δραπέτευσε, ανέλαβε ο Σαμψών. Το ραδιόφωνο πήρε φωτιά. Ζητούμενο σταθμοί που εξέπεμπαν και σε άλλες ώρες, Πρώτη η Πράγα στις 8. Αλλά κι αυτή δεν ήταν αρκετή. Εκεί, ανακάλυψα το Παρίσι. Που είχε και μεσημεριανή εκπομπή. Το πρωί υπήρχε κι άλλη, απ’ το Λονδίνο, που μέχρι τότε δεν την ψάχναμε, αλλά με τα γεγονότα να τρέχουν, μπήκε στο πρόγραμμα κι αυτή.

Ο φόβος της χούντας πάντα υπήρχε, όμως τώρα το ραδιόφωνο ακουγόταν δυνατά. Κι όχι μόνο στο σπίτι. Κι ό,τι μαθαινόταν δεν έμενε στο σπίτι. Κυκλοφορούσε στο χωριό.

Παρασκευή 19 Ιούλη. Ακούμε τα καθέκαστα απ’ τους ξένους σταθμούς (ούτε θυμάμαι ποιους) και πάμε για ύπνο. Τα νέα δεν είναι καθόλου καλά. Μιας κι ήταν καλοκαίρι, εγώ κοιμάμαι στο μπαλκόνι (μια συνήθεια που σήμερα έχει λείψει). Πριν κοιμηθώ παρακαλάω την επόμενη ν’ ακούσουμε τα κουδουνάκια που να αναγγέλλουν πως η χούντα είχε φύγει. Τα κουδουνάκια που λέω είναι τα δημοτικά κλπ που μπαίνανε σε τέτοιες περιπτώσεις, τα είχα μάθει πια, λίγο απ’ τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, λίγο απ’ το πραξικόπημα του Ιωαννίδη, μάλλον πρέπει να παίξανε και με το κίνημα του ναυτικού, είχα κάνει τη σύνδεση.

Σάββατο 20 Ιούλη. Το ραδιόφωνο ξεκινάει το πρόγραμμά του αλλά η ροή δεν μοιάζει κανονική. Δεν έχει κουδουνάκια αλλά ούτε ακολουθεί το πρόγραμμα. Στις 9 και τέταρτο σιγουρεύομαι, αφού η εκπομπή «Καλημέρα παιδάκια» (μπορεί να ήμουνα στα 15 αλλά οι επιλογές ήταν περιορισμένες) δεν μεταδίδεται. Ούτε η επόμενη που δεν θυμάμαι ποια ήταν. Ενημερώνω τη μάνα μου. Λίγο πριν τις 10 μαθαίνουμε τα μαντάτα της τούρκικης εισβολής στην Κύπρο. Την ίδια ώρα ανακοινώνεται κι η επιστράτευση.

Εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο, εισβολή των Ελλήνων στα μπακάλικα. Τα οποία κλείνουν εν ριπή οφθαλμού. Είχαμε 6 – 7 μπακάλικα (κι όλα καλά) στο χωριό που έκλεισαν το ένα μετά το άλλο το πολύ σε μια ώρα. Έμεινε μόνο ένα, όχι και πολύ μεγάλο, που ο μαγαζάτοράς του δεν πήρε χαμπάρι πως οι άλλοι κλείνανε και του έκανε εντύπωση πως ξαφνικά αυξήθηκε η πελατεία του. Ακόμα κι από κόσμο που δεν πάταγε ποτέ σ’ αυτόν. Ξεπούλησε. Κατά τις 12:30 έκλεισε κι αυτός. Διάθεση για μαυραγοριτισμό είπατε. Σωπάτε καλέ τέτοιο πράγμα.

Όλοι αυτή την ώρα επικρατεί αναστάτωση. Απ’ το μεγάφωνο του χωριού μεταδίδονται ανακοινώσεις για την επιστράτευση. Κινητικότητα. Το ραδιόφωνο παίρνει φωτιά. Τη Δευτέρα μαθαίνουμε πως οι υπουργοί της χούντας δεν πήγαν στα γραφεία τους. Το απόγεμα για «σύσκεψη πολιτικών αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας». Ναι, δεν είναι καινούριο φρούτο. Από τότε το θυμάμαι. Μαζευτήκανε, όποιοι παλιοί υπήρχαν στην Ελλάδα, κάποιους τους πήγαν στον Γκιζίκη κατευθείαν απ’ τα ξερονήσια που «παραθέριζαν». Μεταπολίτευση.

Τρίτη μαθαίνουμε πως έρχεται ο Καραμανλής. Ο πατέρας μου πανηγυρίζει. Η μάνα μου προσπαθεί να του μετριάσει τον ενθουσιασμό υπενθυμίζοντάς τους τον βίο και την πολιτεία του ανδρός κατά την οκταετία της πρωθυπουργίας του. Η απάντησή του πατέρα μου; Πως α) έχει αλλάξει ο Καραμανλής μετά από την παραμονή του στη Γαλλία και β) και μόνο το γεγονός της πτώσης της χούντας και της επιστροφής στην πολιτική ομαλότητα, ήταν γεγονός που άξιζε να πανηγυριστεί.

Στο χωριό υπάρχει αναστάτωση. Όλοι ψάχνουν για ειδήσεις. Το ραδιόφωνο μεταφέρεται στην πλατεία του χωριού, ενώ ψάχνω και συντονίζω άλλα ραδιόφωνα των καφενείων ώστε να μην υπάρχει ανάγκη μεταφοράς και να μην χρειάζομαι εγώ κάθε φορά.

Η επιστράτευση καλά κρατεί. Με τα όποια προβλήματά της (που εγώ δεν τα βιώνω). Παράπλευρη απώλεια. Είχα ξεκινήσει να κάνω κάποια ιδιαίτερα μαθήματα στην έκθεση με τον δάσκαλο του χωριού. Στο γυμνάσιο που πήγαινα, οι βαθμοί μου γενικά ήταν καλοί, εκτός απ’ την έκθεση που κάθε χρόνο και έπεφτε. Έτσι, σε συζήτηση στο καφενείο, πρότεινε ο δάσκαλος να βοηθήσει. Ξεκινήσαμε αλλά ήρθε η επιστράτευση, ο δάσκαλος βρέθηκε στο στρατό κι έτσι σταματήσαμε. Κάποιος άλλος φίλος, επίστρατος κι αυτός, πτυχιούχος νομικής, προτείνει να δώσει κάποια βοήθεια. Τα μαθήματα ξεκινάνε, δίπλα στο καζάνι του στρατού (είχε υπηρεσία στα μαγειρεία). Αργότερα συνεχίστηκαν κάτ’ απ’ τη συκιά τους. Είχαν αποτέλεσμα; Απ' ό,τι φαίνεται :)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Απόψεις; Ιδέες; Αντιρρήσεις; Παραλλαγές;
Όλα ευπρόσδεκτα.