06 Ιουνίου 2014

Γλωσσικοί ευπρεπισμοί

Δεν συνηθίζω να αναδημοσιεύω αυτούσια σχόλια από άλλα μπλογκ (το λεγόμενο ριμπλόγκινγκ). Αλλά βρίσκω κάποια κομμάτια εξαιρετικά κομμάτια. Ένα απ' αυτά είναι παλιό, γραμμένο στο μπλογκ του Γιάννη Χάρη το 2007 (ο άνθρωπος έβλεπε από τότε μπροστά - ο ΓΧ είναι μεταφραστής και επιμελητής κειμένων, άρα έχει εξαιρετική σχέση με τη γλώσσα) κι αφορά ένα θέμα που το έχω στο νου μου εδώ και πολύν καιρό, το έχω ξεκινήσει αλλά δεν το ολοκληρώνω. Έτσι, βάζω μερικά αρχικά δικά μου, που τα είχα ήδη στη μαγιά που είχα φτιάξει και στη συνέχεια δίνω το λόγο στο κο Χάρη.
Έχω δυο ανιψιές: Τη Βατώ και τη Σαπφώ (τέτοια ονόματα συνηθίζονται στη Μυτιλήνη, αν και παλιότερα υπήρχαν κι άλλα θηλυκά σε -ω που έχουν ψιλοχαθεί, όπως π.χ. η Μαριγώ). Κανένας δεν είπε ποτέ πως αυτό είναι το ποτήρι της Βατούς ή της Σαπφούς. Της Βατώς και της Σαπφώς λέμε. Όμως τελευταία έχουν αρχίσει οι γλωσσικοί ευπρεπισμοί. Με την επαναφορά και την επιβολή τύπων της καθαρεύουσας τη στιγμή που υποτίθεται πως η καθαρεύουσα έχει καταργηθεί. Αλλά ενώ κάποτε όταν υπήρχε η διαμάχη δεν πέρναγαν τέτοιες λαθροχειρίες, τώρα γίνεται με πλάγιους τρόπους και βλέπω με τρόμο να επανέρχεται η καθαρεύουσα απ' το παράθυρο. Αλλά πολλά είπα εγώ, το λόγο στον Γ.Χ.

Το βασικό που συζητιέται είναι αν υπάρχει ή δεν υπάρχει «εξαρχαϊσμός»,[1] και μάλιστα «βίαιος», όπως έγραφα, και φάνηκε υπερβολική η διατύπωσή μου. Υπερβολική φάνηκε και η επισήμανσή μου ότι το ρήμα λαμβάνω π.χ. εκτοπίζει το παίρνω, τα εισέρχομαι-εξέρχομαι τα μπαίνω-βγαίνω, υπήρξε ένσταση πως ίσως χρησιμοποιείται ειρωνικά ο τύπος «της Γωγούς» και δεν αποτελεί αρχαϊστική χρήση. Παρατηρείται μάλιστα πως ίσα ίσα, αντί για «εξαρχαϊσμό» υπάρχει «απαρχαϊσμός», καθώς εξοικειωνόμαστε όλο και περισσότερο με το εγκαταλειμμένος αντί το εγκαταλελειμμένος, υποχωρούν οι γενικές σε -εως των παλιών τριτοκλίτων, και γενικότερα εκλείπουν διάφοροι λόγιοι τύποι.

διαβάστε τη συνέχεια...

Θα ξεκινήσω από μια αρχική παρατήρηση του hominid, πως ούτε εγώ αναφέρω ούτε κι αυτός έχει υπόψη του «περίπτωση επανεμφάνισης τύπου της καθαρεύουσας που είχε περιπέσει σε αχρηστία» (σχόλιο 18/1). Και θα προτάξω στην απάντησή μου την ευστοχότατη (το ξαναεπισήμανα) παρατήρηση του φοινικιστή ότι «σήμερα οι εξαρχαϊστικές τάσεις είναι πιο έντονες, σε αντίθεση π.χ. με τις αρχές της δεκαετίας του ’80» (σχόλιο 26/1, μέρα των γενεθλίων μου= το καλύτερο δώρο, ευχαριστώ!).

Επαυξάνω μάλιστα, και λέω πως είναι ακόμα πιο έντονες, εντονότερες δε γίνεται, απ’ ό,τι στις αρχές της δεκαετίας π.χ. του ’70, εποχή για την οποία μπορώ να έχω άμεση εποπτεία, λόγω ηλικίας –και εκεί σταματώ. Σταματώ έτσι κι αλλιώς, γιατί έφτασα τη σύγκριση ανάμεσα σε δύο διαφορετικές εποχές: (α) εποχή διμορφίας η μια (τέλη του ’60 με αρχές του ’70), με παράλληλη χρήση καθαρεύουσας και δημοτικής, υποχρεωτική η μεν, ημιπαράνομη ή και παράνομη η δε, που προχωρούσε δηλαδή ουσιαστικά στο περιθώριο, (β) εποχή με επίσημα αναγνωρισμένη τη δημοτική/νεοελληνική η άλλη (η σημερινή).

Σκόπιμα πήγα όσο έφτανα πιο πίσω, για να θέσω τη συζήτησή μας κάπως διαφορετικά: Παλαιότερα, λοιπόν, όταν ήταν σαφής η διάκριση των στρατοπέδων καθαρεύουσας-δημοτικής, ο τότε δημοτικιστής δεν θεωρούσε άλυτα ή εκκρεμή πλείστα όσα θέματα εμφανίζονται ξάφνου τώρα σαν καινούρια, σαν καινούριος δηλαδή προβληματισμός, βρίσκονται ξάφνου ανοιχτά και αποτελούν αντικείμενο επανα[δια]πραγμάτευσης. Κανένας (δημοτικιστής) δεν θα έγραφε τότε ότι «στα αυτιά μου ήρχοντο οι σειρήνες ασθενοφόρου», δεν υπήρχε (ούτε καν στην καθαρεύουσα!) ο «αύλειος χώρος», κανένας δεν θα διανοούνταν να χρησιμοποιήσει το ρήμα λαμβάνω σε μία από τις πάμπολλες χρήσεις που επισήμαινα τελευταία (α και β, βλ. και γ), ήταν αυτονόητο πως δεν υπάρχουν στη δημοτική τα ρήματα εξέρχομαι και εισέρχομαι, ήταν λυμένα αυτά τα θέματα, παρά την ισχυρότατη επίδραση της –νόμω επιβεβλημένης– καθαρεύουσας. Δεν υπήρχαν οι γενικές σε -εως, δεν έθαλλαν όχι τα «ηρνείτο» και «συνεπήγετο» αλλά ούτε τα (πιο δικαιολογημένα, προκειμένου για ασυμμόρφωτα ρήματα) «χρησιμοποιείτο» κ.τ.ό.

Από αυτή λοιπόν την άποψη ονομάζω αναβίωση την πληθωρική χρήση των ρημάτων ή των ρηματικών τύπων αυτών, αναβίωση πάντως είναι τα φίλια , αντί για τα φιλικά πυρά, αναβίωση είναι οι όμβροι που εμφανίστηκαν εσχάτως, για λίγο ευτυχώς, στα δελτία της ΕΜΥ, αναβίωση είναι το ρήμα πληρώ, σε καθημερινές ιδίως χρήσεις: «το κοινό πλήρωσε [=γέμισε] το θέατρο».

Αναβίωση ισχυρίζομαι πως είναι ακόμα και η γενική «της Σαπφούς», η γενίκευσή της, πέρα από την αρχαία, και η αναδρομική –και βίαιη– εφαρμογή της λ.χ. στη Σαπφώ Νοταρά. Αναβίωση είναι στην –επίσης βίαιη– χρήση «της Ηρούς Σγουράκη», για τη γυναίκα που εδώ και δεκαετίες με τον σύντροφό της, τον Γιώργο Σγουράκη, μας χαρίζουν το τηλεοπτικό «Μονόγραμμα», κι ώς τώρα όλες οι αναφορές ήταν «του Γιώργου και της Ηρώς Σγουράκη» (βλ. στο γκουγκλ). Και ακόμα παραπέρα, η επέκταση και εφαρμογή της κατάληξης αυτής και σε νεότερα, και μάλιστα λαϊκά, ονόματα: «της Αργυρούς», «της Ζωζούς», «της Γωγούς» (όχι, αγαπητέ hominid, δεν είναι ειρωνική η χρήση αυτή, βλ. επίσης στο γκουγκλ).

Και επιμένω στον όρο αναβίωση, πως πρόκειται δηλαδή για «επανεμφάνιση τύπου της καθαρεύουσας που είχε περιπέσει σε αχρηστία», μολονότι ακούω ήδη την ένσταση ότι, πώς, αλίμονο, αφού μιλούμε ακόμα για την ποίηση της [αρχαίας] Σαπφούς και, ακόμα πιο χαρακτηριστικά, έχουμε ίσως και το σπίτι μας στην οδό Σαπφούς, στην οδό Λητούς, Ηούς κτλ. Έχουμε όμως και οδό Σοφοκλέους, κι ωστόσο κανένας δεν αναφέρθηκε στις λαμπρές επιδόσεις του μπασκετμπολίστα «Σοφοκλέους» Σχορτσιανίτη· έχουμε την οδό Ερμού, αλλά κανείς δεν είπε κατ’ αναλογία τον Διαμαντή – «του Διαμαντού» (προσοχή: η αναλογία προς το Σαπφώ - Γωγώ)· ολόκληρη η Θεσσαλονίκη ζει γύρω απ’ την οδό Αριστοτέλους, κανείς όμως δεν είπε «του Αριστοτέλους» Νικολαΐδη π.χ., ή μάλλον «Νικολαΐδου», κι ας ήταν απ’ τους ιδρυτές του Ελληνικού Γλωσσικού Ομίλου, την εποχή που διέπρεπαν στον Γλωσσοσωτήριο αγώνα Γιανναράδες και Καλιόρηδες (εδώ κολλάει αυτό –επειδή αναρωτήθηκες, αγαπητέ hominid–, όταν τα ίδια φλάμπουρα κρατούσαν, ο Καλιόρης με τους μύδρους για την «δογματοκομματοπαγή στρεβλή και βαρβαρόπλαστη δημοτική», ο Γιανναράς με το “Finis Graeciae”, που το περιέφερε χρόνια ολόκληρα, από επιφυλλίδα σε επιφυλλίδα κι από βιβλίο σε βιβλίο), ούτε «του Αριστοτέλους Νικολαΐδου» είπε λοιπόν κανείς, ούτε, ήμαρτον θεέ μου, για το μπριζολάδικο του «Τέλους», προκειμένου για τον διάσημο Τέλη της οδού Ευριπίδου. Και πού στο καλό βρήκαν και κλίνουν όχι μόνο «του Δικαιοπόλιδος», μόλις πρόπερσι που έπαιξε το ρόλο αυτό ο Λαζόπουλος, αλλά και «του Αδώνιδος» και «του Πάριδος», προκειμένου για σύγχρονα πρόσωπα;

Κάποτε δηλαδή τα απολιθώματα ήταν απολιθώματα, πολύτιμα στοιχεία και αυτά στη γλώσσα, χωρίς όμως να διαβρώνουν το ζωντανό σώμα της γλώσσας (και χωρίς, προπάντων, να ακυρώνουν με τη χρήση αυτή ή να φρενάρουν την εξέλιξη της γλώσσας): αυτό άλλωστε δεν είναι το γλωσσικό αισθητήριο, η αίσθηση της γλώσσας;

Το ’70 λοιπόν δε θα συζητούσε κανείς, όπως εδώ τώρα, πως λίγο λίγο εξοικειωνόμαστε, λέει, με το εγκαταλειμμένος, αντί για εγκαταλελειμμένος, για τον απλούστατο λόγο πως ήμασταν εξοικειωμένοι με το εγκαταλειμμένος! Ήταν λυμένο και αυτό, άρα ο προβληματισμός όχι μόνο δεν έχει προχωρήσει, μα γύρισε δεκαετίες πίσω. Προσοχή, δεν θεωρώ πως είναι άτοπη η επισήμανση: απλώς, μένει κατάπληκτος κανείς, παρατηρώντας τη γλωσσική πραγματικότητα, που παραδίδει σήμερα ξανά, φτου κι απ’ την αρχή, το εγκαταλελειμμένος (οπότε πρέπει να ξαναγίνει κύκλος και να «εξοικειωθούμε» εκ νέου με το εγκαταλειμμένος), το λαμβάνω κ.τ.ό. Τέλη του ’60 με αρχές του ’70 (πάντα ενδεικτικά), ο έφηβος κιόλας, ο μαθητής, μ’ όλη την καθαρεύουσα την οποία διδασκόταν στο σχολείο αλλά και η οποία τον περιέβαλλε γενικότερα, είχε σαφή τη διάκριση των δύο γλωσσικών μορφών, κι έτσι, στη δημοτική, δεν το ’χε «παραλάβει» το λαμβάνω, δεν χωρούσε πουθενά το λαμβάνω, αντίθετα με τα σημερινά, νεότερα ή και νεότατα παιδιά, που εύλογα επεκτείνουν τη χρήση του, στο «μπορώ να το λαμβάνω όπως θέλω», όπως σημείωνα στις παραπάνω επιφυλλίδες.[2] Το ίδιο και με το «εξέρχεται στους κινηματογράφους» η ταινία Χ, «εισήλθε στη μαύρη λίστα» των τραπεζών ο τάδε (παράδειγμα από Σαραντάκο).

Και μόνο ΕΝΑ τέτοιας τάξεως παράδειγμα μού φτάνει εμένα, αγαπητέ hominid, και με το παραπάνω, επιτρέπει δηλαδή, πιστεύω, να μιλάει κανείς για βίαιο εξαρχαϊσμό των πάντων, για εκτοπισμό του τάδε ρήματος και απαγόρευση του άλλου. Εμένα αυτό ακριβώς μου λέει το γκουγκλ, έτσι τους διαβάζω δηλαδή αυτούς έστω τους αριθμούς, στη μονοσήμαντη έστω παράθεσή τους. Γιατί και γενικότερα ξέρουμε ότι δεν λένε τίποτα ποτέ μόνοι τους οι αριθμοί, και στο προκείμενο π.χ. οι αριθμοί θα είχαν νόημα μόνο μέσα από σύνθετες έρευνες, που θα μας δείξουν δηλαδή πότε χρησιμοποιείται ο τάδε τύπος, σε τι κοινωνιογλωσσικό περιβάλλον, και πάντοτε από τη σκοπιά στην οποία επιμένω σήμερα: να δούμε δηλαδή τι γράφει ο δημοτικιστής τη δεκαετία του ’70, του ’80, και τι ο αντίστοιχος σημερινός. Να δούμε τι διορθώνει ο δημοτικιστής διορθωτής στα λιγοστά περιθώρια της τότε εποχής και τι σήμερα, την ίδια δηλαδή στιγμή που τύποι τέτοιοι και ανάλογοι εμφανίζονται περισσότερο οικείοι, άρα σε επίπεδο επαγγελματιών χρηστών θα έπρεπε να θεωρούνται απολύτως δεδομένοι.

Όταν δηλαδή μας λέει ο Γ. Ν. Χατζιδάκις πως ήδη από τον 1ο αιώνα π.Χ. η Σαπφώ κλινόταν της Σαπφώς, και ξέρω από τη δική μου, διάολε, πείρα (όλοι όμως ξέρουμε), πως δέκα, άντε είκοσι μόλις χρόνια πριν, η γενική σε -ους ήταν αδιανόητη, όταν παρακολουθούμε να ανακυκλώνεται ο μάλλον φαιδρός προβληματισμός για τα ευγενή και μη συμφωνικά συμπλέγματα, και αρχίζει εκπομπή τηλεοπτική που λέγεται «Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου», και φτάνει στις εφημερίδες το δελτίο τύπου, και βρίσκεται δημοσιογράφος, διορθωτής, δεν ξέρω, που ευπρεπίζει το «επίσημο» όνομα, και το κάνει «Καθρέπτη, καθρεπτάκι μου», όταν γράφει ο Κριαράς στα Νέα «να διδαχτούν τα αρχαία ως ξένη γλώσσα» και τον διορθώνουν «να διδαχθούν», όλα αυτά και εξαρχαϊσμός είναι και βίαιος.

Έτσι διαμορφώνεται ένας ευπρεπισμένος λόγος, λογιότροπος, αν όχι κατευθείαν λόγιος, αδιανόητος –επιμένω στην οπτική γωνία μου– λίγες δεκαετίες πριν, όπου κανένας, προσθέτω λίγα ακόμα, δε θα σκεφτόταν καν να γράψει για «αναζήσασα όπερα», κανένας δεν θα τόνιζε «του ντελιρίου» ή «του χαμογέλου», δε θα ’λεγε πως «εισερχόμαστε στην αποψινή μετάδοση», ή «η εκκίνηση του δείπνου» και «η επίσημη ώρα εκκίνησης της συναυλίας», «πλοίο έμφορτο με αργό πετρέλαιο» και «φορτηγάκι έμφορτο με πορτοκάλια», «εναπομένει να δούμε…», «τα ύδατα που υπερχείλισαν», «η απεργία που εκσπά» και μύρια όσα.

Η αναβίωση λοιπόν, η επανεμφάνιση κτλ., δεν είναι καθαυτήν το μείζον: θα μπορούσε να αφορά μεμονωμένες περιπτώσεις, περιθωριακές από μόνες τους, αν δηλαδή δεν εντάσσονταν σε μια γενικότερη τάση· το μείζον είναι η οπισθοδρόμηση, η υπαναχώρηση, η επιστροφή (η επιστροφή και εκπληκτική διάδοση των ετερόπτωτων π.χ., που κάνει την περίφημη Βίκυ Φλέσσα να τρώει «ένα πιάτο ψαριού»),[3] φαινόμενο ή φαινόμενα που κανένας δεν μπορεί να προεξοφλήσει τη διάρκειά τους ή την ενδεχόμενη μονιμότητά τους, ούτε κυρίως και να πει πως απειλούν τη γλώσσα, οφείλουμε όμως να τα επισημαίνουμε και να ξέρουμε, επιτέλους, πώς τα λένε.

Και βέβαια πρέπει να μάθουμε στην Τατιάνα, όπως τονίζει ο hominid (σχόλιο 27/1), να μη συντάσσει το εισέρχομαι με γενική, αλλά πρέπει και να μάθουμε ποιος της έμαθε να χρησιμοποιεί το ρήμα αυτό, μάλλον ποιος της έμαθε ότι το ρήμα εισέρχομαι είναι σωστότερο, κοσμιότερο, αφού έρχεται κατευθείαν από τη μάνα γλώσσα, την ανώτερη κτλ., ποιος δηλαδή της εμφύσησε κι αυτεινής την αμφιβολία για τη γλώσσα που χρησιμοποιεί στο σπίτι της, την υποτίμηση, την απαξίωση, την απόρριψη.

Ξαναδιαβάζω αυτά που γράφω τώρα εδώ και φρίττω, βλέποντας πως δεν έχουμε ξεκολλήσει από συζητήσεις του ’70, του ’50, του ’30, των αρχών του αιώνα. Ας το δούμε τότε αυτό και σαν παρήγορο σημάδι, ότι όλο με μπρος και πίσω προχωράει η γλώσσα, και σίγουρα τραβάει το δρόμο τον δικό της. Ας ξέρουμε όμως ανά πάσα στιγμή, όσον αφορά έστω τα καθ’ ημάς, την εποχή μας, ποιο είναι το μπρος, ποιο και πότε είναι το πίσω.

* * *

Και μερικά ακόμα, σαν ένα –υδροκέφαλο– ΥΓ: Είναι σωστή η παρατήρηση του hominid ότι υπάρχει μονομέρεια σε τέτοιου είδους κριτική, που δίνει «μερική και, πιθανότατα, παραπλανητική εικόνα» για τη γλωσσική πραγματικότητα. Προσωπικά θα έφτανα να πω ότι τη διεκδικώ αυτήν τη μονομέρεια, αφού άλλωστε δεν ισχυρίζομαι πως συντάσσω γραμματική ή ιστορία. Λέω «τη διεκδικώ», από την άποψη ότι ορισμένες βασικές όψεις της γλωσσικής πραγματικότητας δεν απασχολούν τον τρέχοντα λόγο περί γλώσσας.

Για να το πω αλλιώς, και μια και αναφερθήκαμε στις τελευταίες δεκαετίες: αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, και ειδικά στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ανθεί (και παραμένει, εννοείται, αειθαλής) ο διορθωτικός λόγος που στηλιτεύει τις «δημοτικιστικές ακρότητες», σε εποχή στο κάτω κάτω ιστορικά σημαίνουσας γλωσσικής –μεταξύ άλλων– αποδέσμευσης, κι ενώ, αν μη τι άλλο, η δημοτική δεν έχει ποτέ διδαχτεί. Ατέλειωτες ιερεμιάδες γράφονται (είναι η εποχή των «Γιανναράδων και Καλιόρηδων», η γέννηση και η ακμή του Ελληνικού Γλωσσικού Ομίλου, ήτοι η βασιλεία του μπαμπινιωτισμού) για την αποκοπή του τελικού -ν (εδώ πια μου ’ρχεται να πω για τη φοράδα στο αλώνι…), για τον «πουπουισμό» και τη «σανίτιδα» και πλείστα όσα. Είδατε ποτέ να σχολιαστεί με μία έστω λεξούλα η «αντισανίτιδα», η πλήρης δηλαδή επικράτηση τού ως; Ακόμα χειρότερα, είδατε να σχολιαστεί ο απέραντος ανθώνας των σολοικισμών που δημιουργήθηκε από αυτό που λέω εγώ «εξαρχαϊσμό»; Ιδού, ολόκληρος Μπαμπινιώτης κι ολόκληρη σειρά εκπομπών του και «έρευνες», λέει, κωδικοποιούν σαν «10 πιο ενοχλητικές χρήσεις της γλώσσας μας», εν έτει 2002 (Βήμα 12.5.2002), την έλλειψη του τελικού -ν, την αντικατάσταση του ως από το σαν, τη χρήση ξένων λέξεων κτλ. (είναι το άρθρο με το οποίο –χαίρομαι που– διαφωνεί και ο φοινικιστής, στο σχόλιό του της 28/1).

Και βέβαια υπάρχουν εξηγήσεις γιατί δεν επισημαίνονται ποτέ τα «λογιόστροφα» λάθη, ακόμα και τα πιο κραυγαλέα. Καταρχήν, το λέω απερίφραστα, κι ας μοιάζει «μικρό», είναι η αγαλλίαση πολλών από τη στροφή αυτή καθαυτήν, αγαλλίαση που παραβλέπει, ανέχεται, για να μην πω και καλοδέχεται τέτοια και άλλα ακόμα λάθη. Παραπέρα, και πιο σοβαρά τώρα: το πλήθος των επαγρυπνούντων, είτε αποστράτων επιστολογράφων της Καθημερινής λ.χ., είτε των Στάθηδων της Ελευθεροτυπίας, ακόμα και φιλολόγων, απλούστατα αγνοούν πως δεν συντάσσεται ούτε και συντασσόταν ποτέ με γενική το διαφεύγω ή το μετέρχομαι και πως δεν γράφεται ούτε και γραφόταν ποτέ χωρισμένο σε δύο λέξεις το διό και το εξαπίνης, και ίσα ίσα σπεύδουν να ενστερνιστούν τέτοια λόγϊα μπιχλιμπίδια που νοστιμεύουνε τη σούπα τους.

Εμείς τώρα καθόμαστε και ορθώς, ορθότατα, αναζητούμε τη λογική του σφάλματος, της αλλαγής, και ορθώς λέμε πως η λογική αυτή στα συγκεκριμένα και σε ανάλογα παραδείγματα ονομάζεται «υπερδιόρθωση»: αλλά το αποτέλεσμά της είναι εξαρχαϊσμός. Όπως υπερδιόρθωση είναι και η γενικευμένη αποκοπή των τελικών -ν («τη πλατεία» κτλ.): το αποτέλεσμα είναι βίαιος και πάλι (ερήμην και πάλι, το πιο συχνά, του χρήστη-διορθωτή) εκδημοτικισμός. Απλώς, για τον εκδημοτικισμό λέγονται και γράφονται τα πάντα, κατά κόρον· για τον εξαρχαϊσμό, ελάχιστα έως τίποτα. Επιβεβλημένη λοιπόν, κατά τη γνώμη μου, η τέτοια «μονομέρεια».

1. Προτιμώ και χρησιμοποιώ τη σύνθεση εξαρχαϊσμός, κατά το εξαστισμός λόγου χάρη, αντί για μια πιο σύγχρονη κατασκευή όπως «αρχαϊκοποίηση».
2. «Η υπομονή μας έλαβε τέλος» διάβασα μόλις χτες σε περιοδικό λάιφσταϊλ –κι έχει σημασία αυτό, ότι δηλαδή εξαπλώνονται τέτοιες χρήσεις, ότι δηλαδή δεν χαρακτηρίζουν αυτό που θα λέγαμε κάποτε «γλωσσαμύντορες». Και εξίσου φρέσκο, στα Νέα όμως, ο λόγος για «τη φαρμακευτική αγωγή την οποία ελάμβανε»: εδώ, με την αύξηση μάλιστα στο «λαμβάνω» (και καθώς συνέπεσε η –ορθή βεβαίως– χρήση τού οποίος,α,ο), αν προσθέσουμε τα νενομισμένα τελικά -ν, θα έχουμε καθαρότατη καθαρεύουσα· κυρίως όμως θα έχουμε το λαμβάνω σαν ρήμα πασπαρτού, όπως ξανάγραφα, αφού ούτε λαμβάνουμε ούτε παίρνουμε αλλά ακολουθούμε φαρμακευτική αγωγή.
3. Κι αυτό, έστω, βρέθηκε δόξα τω θεώ δημοσιογράφος να το σχολιάσει (στο τηλεοπτικό ένθετο των σαββατιάτικων Νέων), πως δηλαδή η εν λόγω τρώει πιάτο αντί για ψάρι, όμως θα ’χετε παρατηρήσει πως γενικότερα εξαπλώνονται (εντάξει, εδώ, δεν έχουμε ακριβώς επανεμφάνιση), πέρα και από τον σιδερωμένο λόγο των εφημερίδων π.χ. (όπου μάλλον έχουν επικρατήσει και σπανιότατα θα διαβάσετε για «δέκα χρόνια δουλειά» ή «είκοσι τόνους πετρέλαιο»). Και έφτασαν έτσι στο «πιάτο ψαριού», αφού πέρασαν/περνούν από το «κέικ πορτοκαλιού», ή τη «μους λεμονιού» κ.τ.ό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Απόψεις; Ιδέες; Αντιρρήσεις; Παραλλαγές;
Όλα ευπρόσδεκτα.