30 Δεκεμβρίου 2013

Πρωτοχρονιάτικα έθιμα

Ιδού επιτέλους κι η φωτογραφία που έψαχνα. Πρωτοχρονιά του 81 ή του 82, μια απ' τις τελευταίες του παππού μου. Έχουμε μαζευτεί όλοι και μας κόβει τη βασιλόπιτα "αλά παλαιά"
Την πάτησα. Είχα σχεδόν ολοκληρώσει το σημερινό θέμα κι ήθελα να βάλω μια φωτογραφία. Αλλά αυτή δεν ήθελε να μπει. Και στην προσπάθειά μου αυτή, σβήστηκε όλο το περιεχόμενο. Έτσι τώρα πρέπει να τα ξαναγράψω όλα απ' την αρχή. Το κακό είναι πως δεν είμαι σίγουρος πως θα τα θυμηθώ όλα όσα είχα να γράψω. Γιατί τα είχα ξεφορτώσει :) από το μυαλό μου, κάτι θυμήθηκα να συμπληρώσω κάποια στιγμή και πάει λέγοντας. Και τώρα; Τέλος πάντων, ας προσπαθήσω και πάλι. Αφορμή για το σημερινό είναι τα χριστουγεννιάτικα έθιμα στα οποία αναφέρθηκα τις προηγούμενες μέρες. Μιας και υπάρχει σχέση ανάμεσα σ' αυτά και σε τούτα της πρωτοχρονιάς. Βέβαια, δεν είναι όλα ακριβώς έθιμα, οι συνήθειες που είχαμε ως οικογένεια είναι, αλλά τα ίδια περίπου έκαναν όλοι, άρα μάλλον είναι στην κατηγορία αυτή.

Την παραμονή της πρωτοχρονιάς λοιπόν, εγώ ήμουν σε διατεταγμένη αποστολή. Θα πήγαινα τα δώρα στις γιαγιάδες. Τα δώρα ήταν βασικά μια βασιλόπιτα, κρέας από το αρνάκι ή το κατσικάκι αν υπήρχε για να είχαμε σφάξουμε αυτές τις μέρες, ένα μπουκάλι κρασί κι ό,τι άλλο παρόμοιο, φαγώσιμο. Το πιο ενδιαφέρον για μένα ήταν να πάω στη γιαγιά στο Πλωμάρι. Ήταν εκδρομή. Και δεν την έβλεπα και ταχτικά. Ενώ την άλλη την επισκεπτόμουνα σχεδόν καθημερινά. Χώρια που και το βράδυ, μάλλον στο σπίτι τους θα κόβαμε τη βασιλόπιτα. Αλλά κάθε πράγμα στον καιρό του.

Το απόγευμα, καθένας που γύριζε από τις ελιές (εγώ προφανώς την είχα γλυτώσει αφού είχα άλλη αποστολή) έφερνε μαζί του κι ένα κλαδί ελιάς να το κρεμάσει στην πόρτα του. Το κλαδί έπρεπε να έχει πολλές ελιές πάνω του. Και δεν ήταν δύσκολο αφού στο χωριό αρχίζουν να μαζεύουν ελιές στα μέσα Δεκέμβρη (ίσως λίγο πιο μπροστά αν είναι πολλές) και συνεχίζουν μέχρι τέλος Φλεβάρη αν είναι λίγες ή τέλος Απρίλη και βάλε αν είναι μαξουλοχρονιά (δηλ. χρονιά με μεγάλο μαξούλι - σοδειά). Υποτίθεται πως όσες ελιές είχε το κλαδί πάνω του, τόσα μόδια (= 500 οκάδες = 640 κιλά) ελιές θα μάζευαν. Ευσεβείς πόθοι. Ειδικά που οι ελιές την Μυτιλήνης καρπίζουν κάθε δυο χρόνια.
Στη φωτογραφία με τον πατέρα μου να κόβει την πίτα την πρωτοχρονιά του 1988, απ' τις ελάχιστες φορές που βρέθηκα ξανά στο χωριό από τότε που έφυγα μετά τον γάμο μου.
Προετοιμασίες για τη βραδιά, να κάνουμε μπάνιο, να ετοιμαστούμε και να πάμε στο σπίτι του παππού για τη βασιλόπιτα. Η οποία ήταν ψωμί (κι όχι γλύκισμα όπως είδα αργότερα σ' άλλα μέρη). Ένα ψωμί ταψάτο (δηλ. ψημένο σε ταψί μέσα) και στολισμένο από πάνω με πλουμιά από ζυμάρι που έγραφαν το χρόνο που έρχεται ή πιο απλά ένα ΧΠ (= χρόνια πολλά) και κάνα γυριστό κορδόνι. Απαραίτητο το σουσάμι. Το περίεργο ήταν που η βασιλόπιτα είχε μέσα τόσες δεκάρες όσα ήμασταν τα παιδιά στο τραπέζι. Όλα βρίσκαμε από μία. Μπορεί και κάποιος απ' τους μεγάλους, μπορεί όμως και όχι. Θαύμα. Κι ακόμα μεγαλύτερο θαύμα που την γλιτώναμε και δεν πηγαίναμε να κοιμηθούμε στο άχυρο (στον στάβλο δηλ.) όπως μας λέγανε όλο τ' απόγεμα που μας προετοίμαζαν. Απ' την άλλη, η μάνα μου είχε τη δική της εξήγηση για το γεγονός πως η βασιλόπιτα (φερόταν να) είχε πολλές δεκάρες: ήταν αυτό το γεγονός που ανέβαζε την τιμή της!
Δεκάρα. Μια αναζήτηση στο γκουγκλ βγάζει αρκετές εικόνες τους (αν και βγάζει και άσχετα πράγματα) αλλ' αυτή είναι δικιά μου :)

Η διαδικασία της κοπής της πίτας γινόταν το βραδάκι, κατά τις 8, άντε 9 η ώρα. Δεν ήταν συνήθεια να περιμένουμε τα μεσάνυχτα να μπει ο καινούριος χρόνος και τέτοια. Τρώγαμε όλοι μαζί και κάθε κατεργάρης στον πάγκο του. Ίσως να παίζαμε και κάνα χαρτί, και πίσω στο σπίτι, για ύπνο. Όταν όμως εμείς πέφταμε για ύπνο, πολλά και διάφορα συνέβαιναν στο χωριό.

Ένα ήταν η χαρτοπαιξία. Με χρήμα χοντρό. Που παρόλο που απαγορευόταν επισήμως, τις μέρες αυτές υπήρχε ανοχή. Αν και τηρούνταν τα προσχήματα κι όταν έκανε την εμφάνισή του το περιπολικό τα χρήματα εξαφανίζονταν απ' τα τραπέζια, ήταν γνωστό το τι συνέβαινε. Αρκετά ποσά άλλαζαν χέρια μέχρι το πρωί.

Στο σπίτι ο πατέρας μου σηκωνόταν νωρίς (ούτε ξέρω πόσο νωρίς, εγώ κοιμόμουνα του καλού καιρού, τ' αποτελέσματα όμως τα έβλεπα όταν σηκωνόμουνα) και έκανε το ποδαρικό. Είχε πάρει απεσπέρας (ή το έπαιρνε εκείνη την ώρα; δεν είμαι και τόσο σίγουρος) αμίλητο νερό απ' τη βρύση. Δηλαδή ένα κανάτι νερό που καθώς το μετέφερε δεν έλεγε κουβέντα. Μαζί του ένα ρόδι και κάτι σιδερένιο (π.χ. ένα απ' τα κλειδιά εποχής). Έλεγε τα "μαγικά λόγια" (τα μεταφέρω προς την αθηναϊκή διάλεκτο για να είναι πιο κατανοητά) και παράλληλα έριχνε το αντίστοιχο αντικείμενο:
Καλημέρα και τ' Αγιού Βασιλιού
γεια χαρά καλή καρδιά
και καλή αρχιχρονιά
σίδερα πάνω, σίδερα κάτω
σίδερα που κάθονται κι οι ανθρώποι μέσα
όπως τρέχουν τα νερά
να τρέχουν και τα μπερεκέτια
σαν που είναι το ρόδι γεμάτο
να 'ναι και το σπίτι γεμάτο.
Και με τα τελευταία λόγια αμόλαγε με δύναμη το ρόδι στο πάτωμα που έσκαγε και γέμιζε τα πάντα γύρω του με τα σπόρια και τα ζουμιά του που ανακατεύονταν με τα νερά και γίνονταν όλα πανέμορφα!

Την ίδια ώρα περίπου, ερχόταν κι ο άγιος Βασίλης και μας έφερνε τα δώρα. Που μπορεί να ήταν και μια σοκολάτα. Άσχετο. Αλλά κάτι υπήρχε. Γιατί τότε (αλλά και πολύ αργότερα, όταν μεγάλωσα εγώ κι ήρθε η σειρά μου), τα δώρα ο άγιος Βασίλης τα έφερνε την Πρωτοχρονιά. Στη γιορτή του. Που έδενε η ιστορία (κι η αιτιολογία) και με τη βασιλόπιτα και την ιστορία του αγιοβασίλη της ορθοδοξίας. Δεν κατάλαβα πότε ακριβώς άλλαξε συνήθειες και άρχισε να τα φέρνει Χριστούγεννα. Ίσως όταν αρχίσαμε να ανταλλάσσουμε γενικά δώρα τα Χριστούγεννα. Και βάλαμε και τ' αγιοβασιλιάτικα δώρα να δίνονται την ίδια μέρα "καθ' οικονομίαν". Κι ο αγιοβασίλης από ένας ασκητικός άγιος με κόκκινο ή μπλε ράσο ή κάπως έτσι (αφού δεσπότης ήτανε) έγινε ένας χοντρουλός γεράκος με κόκκινη φόρμα. Αλλ' αυτό είναι μάλλον άλλη ιστορία που λέω να την αφήσω για του χρόνου.

Το πρωί όταν ξυπνούσαμε είχε κάλαντα. Αλλά σ' αντίθεση με τα Χριστούγεννα, τα κάλαντα της πρωτοχρονιάς ήταν ομαδικά. Τα λέγαμε όλα τα παιδιά του σχολείου (τουλάχιστον). Στο χωριό υπήρχε σύστημα προσκόπων στην οποία συμμετείχαμε όλοι οι μαθητές υποχρεωτικά, αφού αρχηγός ήταν ο δάσκαλος (και διευθυντής του δημοτικού). Μαζί με τους προσκόπους που ήμασταν μόνο αγόρια έρχονταν και τα κορίτσια για τον κοινό σκοπό: να πούμε τα κάλαντα όλοι μαζί (επίσης είχαμε αναλάβει να ψέλνουμε τα εγκώμια τη Μ. Παρασκευή). Γυρίζαμε λοιπόν τους δρόμους του χωριού τραγουδώντας τα κάλαντα και το "πάει ο παλιός ο χρόνος" κι ο δάσκαλος κρατούσε το δίσκο για να μπαίνει μέσα το χρήμα (συνήθως είχαμε και τον Στρατή τον Χρήστο με τ' ακορντεόν του). Ένα μέρος απ' το οποίο επέστρεφε έμμεσα σε μας με τη μορφή εκδρομής που κάναμε στο νησί κάποια στιγμή.

Το να λέμε όμως τα κάλαντα όλοι μαζί, είχε ένα βασικό μειονέκτημα: το χρήμα πήγαινε στο κοινό ταμείο. Έτσι μια χρονιά ο καλός σου αποφασίζω να βγω το προηγούμενο βράδυ. Έκπληξη απ' όπου πήγαινα, αλλά και "κέρδη πολλά, σίγουρα λεφτά" αφού ήμουνα ο μόνος. Αλλά μόνο για κείνη τη χρονιά. Την επόμενη βρέθηκαν κι άλλοι και σιγά σιγά επικράτησε να τα λέμε την παραμονή. Βέβαια, πήρε σύνταξη κι ο δάσκαλος εκείνος και δεν ξέρω τι έγινε αργότερα.

Αργότερα την ίδια μέρα (την πρωτοχρονιά δηλ.) ερχόταν για κάλαντα και κάποια φιλαρμονική. Στην αρχή το νησί είχε μόνο μία, στο ορφανοτροφείο της Μυτιλήνης. Αργότερα πλήθυναν, απέκτησε και το Πλωμάρι τη δική του κι έρχονταν αυτοί (ή και οι δυο, αυτές ή άλλες). Εκτός από τα κάλαντα έπαιζαν κι άλλα τραγούδια. Ο χαμός έγινε όταν μια χρονιά έπαιξαν (κατά παραγγελία του παπά του χωριού) το "Μαύρ' είν' η νύχτα στα βουνά". Ο παπάς ενθουσιάστηκε, τραβάει ένα κουμπούρι (πού το είχε; ποιος ξέρει) και ρίχνει μερικές στον αέρα. Ψιλοπανικός, ήταν και τα χρόνια της χούντας, αλλά τελικά το περιστατικό σκεπάστηκε

Από την πρωτοχρονιά άρχιζε και μια "απαγόρευση" ανταλλαγής επισκέψεων των γυναικών. Τα σπίτια ήταν κλειστά για γυναίκες. Η απαγόρευση σταματούσε τα Φώτα, οπότε και άρχιζαν εντατικό πρόγραμμα, για να (δια)"φωτίζουν". Δεν ξέρω πώς και γιατί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Απόψεις; Ιδέες; Αντιρρήσεις; Παραλλαγές;
Όλα ευπρόσδεκτα.